Εμείς δεν γίναμε ΑΕΚ. Γεννηθήκαμε ΑΕΚ έλεγε η μητέρα μας. Στην Κωνσταντινούπολη. Ήμασταν και Φενέρμπαχτσε, επειδή μοιάζανε τα χρώματά της με τα χρώματα της ΑΕΚ, κίτρινο-μαύρο της μιας, κίτρινο-βαθύ μπλε της άλλης. Και επειδή ήταν ομάδα του λαού, δεν ήταν της τουρκικής ελίτ. Σίγουρα έπαιξε ρόλο στην επιλογή μας ότι ο μεγάλος μπαλαδόρος της Φενέρ, ήταν ο περίφημος Λευτέρης, ο Λεφτέρ, ίνδαλμα μέχρι σήμερα στην Τουρκία, ο οποίος έκλεισε την καριέρα του το 1964 στην ΑΕΚ. Πάντως, κάποιοι Πολίτες που έφυγαν νέοι απ’ την Πόλη, μεγάλωσαν στην Ελλάδα και κοιτούν πίσω περισσότερο σαν Ελλαδίτες, αμφισβητούν τον Λεύτερη, όχι σαν ποδοσφαιριστή, αλλά σαν Ρωμιό επειδή έπαιξε στην Εθνική Τουρκίας.

Συμπτωματικά, η ολοκλήρωση του ξεριζωμού των Ρωμιών από την Πόλη, συμπίπτει με την περίοδο που κεντάει ο θρυλικός Μίμης Παπαϊωάννου στην ΑΕΚ, παίζοντας μαζί με άλλους παίκτες που είχαν επίσης καταγωγή από τα μέρη μας, από την Πόλη και τον Πόντο. Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, κακήν κακώς, ήμασταν σαν ξένοι, και η μαγεία του Παπαϊωάννου, η ακτινοβολία του, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ενσωμάτωσή μας στην ελληνική κοινωνία. Ταυτιστήκαμε και αυτό μας διευκόλυνε στο να γίνουμε αποδεκτοί από τους ντόπιους, γιατί αυτομάτως είχαμε κοινούς ήρωες με τα άλλα παιδιά στο σχολείο και τη γειτονιά.

Επηρεασμένος από τον Νεστορίδη και τον Παπαϊωάννου, και από μια πολύ καλή ΑΕΚ, μόλις τελείωνα το σχολείο έτρεχα για μπάλα, είχα μανία, προσπαθώντας να τους αντιγράψω. Αυτό που με δυσκόλευε πιο πολύ ήταν οι κεφαλιές του Μίμη. Ήμουν πιο ψηλός, αλλά καταλάβαινα ότι ήταν θέμα αντίληψης και τεχνικής. Πώς, όμως, να κάνεις αυτές τις εκτινάξεις και, κυρίως, αυτά το «ψαράκι» που έκανε ο Μίμης, σαν ιπτάμενη τορπίλη σε τροχιά παράλληλη με την επιφάνεια του εδάφους, όταν εμείς παίζαμε στις αλάνες που κάτω είχανε χώμα και χαλίκια ή στο σκληρό τσιμέντο της μεγάλης αυλής του Η΄ Γυμνασίου στην Κολιάτσου; Ο Παπαϊωάννου έβαζε τον πήχη πολύ ψηλά, κι εμείς ματώναμε για να γίνουμε ισάξιοί του. Ακόμα έχω τα σημάδια στα πόδια.

Τότε δεν ζητούσαμε αυτόγραφα από τους ποδοσφαιριστές, γιατί δεν ήταν ακριβοθώρητοι και απόμακροι. Τον Παπαϊωάννου τον πετύχαινα στο τρόλεϊ. Κι όταν μαζεύονταν στο προποτζίδικο που άνοιξε στη γειτονιά μας ο Αλέκος ο Σοφιανίδης, Κωνσταντινουπολίτης κι αυτός, προπο δεν έπαιζα, απεχθανόμουν τον τζόγο κάθε μορφής, αλλά πήγαινα, και καθόμουν δίπλα τους, χωρίς να μιλάω, για να ακούω -με πολλή προσοχή- τα σχόλια που έκαναν για τα παιχνίδια. Τους αγαπημένους παίχτες, δεν τους ξεχώριζες από τους άλλους πολίτες ούτε από τα ρούχα ούτε από τις λιμουζίνες που δεν είχαν. Στα καφενεία της πλατείας Βικτωρίας, της Φωκίωνος Νέγρη και των λαϊκών γειτονιών που έμεναν σύχναζαν. Εγώ έμπαινα στα καφενεία που ήταν γεμάτα καπνό τάχα μου για να ζητήσω ένα ποτήρι νερό, έτσι γινόταν τότε, για να περάσω και να τους δω από κοντά, να ακούσω τι λέγανε για το ματς των ημερών και για τις φάσεις. Ο Νεστορίδης, ο Λουκανίδης, ο Δομάζος (είχε καφενείο ο ίδιος), ο Σιδέρης, ο Καμάρας και όλοι οι μπαλαδόροι της εποχής άκουγαν τις κριτικές των φιλάθλων από πρώτο χέρι, στα ίσα∙ χαίρονταν, καμάρωναν, διαφωνούσαν, παρεξηγιόντουσαν, μάλωναν, κανονικοί άνθρωποι, δηλαδή, όχι απλησίαστες βεντέτες∙ με τα μικρά τους ονόματα τους ήξεραν όλοι, ο Κώστας, ο Μίμης, ο Τάκης, ο Αλέκος, ο Στέλιος, ο Αριστείδης…

Γι’ αυτό κόλλαγε ο Παπαϊωάννου με τον Καζαντζίδη. Λαϊκοί ήταν και λαϊκοί έμειναν. Δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να καταλάβει πώς ήταν αυτοί οι άνθρωποι. Πώς σκέφτονταν και πώς λειτουργούσαν. Θα παρατούσε ο Μέσι την Μπαρτσελόνα –σε ένδειξη διαμαρτυρίας– για να πάει στη Γερμανία να τραγουδήσει με τον Χούλιο Ιγκλέσιας; Αδύνατο και αδιανόητο.

Ο Καζαντζίδης και ο Παπαϊωάννου εκφράζανε –με άλλη ειδικότητα– τον ίδιο κόσμο εκείνης της εποχής. Όχι εμείς τα λεφτά και τη δόξα κι εσείς, ο λαός, μόνο το θέαμα. Είμαστε στην ίδια όχθη. Ούτε πολιτικοί είμαστε για να σας εμπαίξουμε. Αγαπάμε τα ίδια πράγματα, έχουμε κοινούς κώδικες επικοινωνίας, δεν γουστάρουμε την αδικία και είμαστε έτοιμοι να πάμε στα άκρα και να διαχωρίσουμε τη θέση μας από τους ισχυρούς, άτσαλα μερικές φορές, ακόμα κι αν αυτό απαιτεί μεγάλες θυσίες. Και το αποδείκνυαν στην πράξη. Εννοείται ότι ούτε ο Μίμης μπορούσε να τραγουδήσει σαν τον Στέλιο ούτε ο Στέλιος να παίξει μπάλα σαν τον Μίμη. Τους ένωνε, όμως, η αλληλοαναγνώριση∙ ένα εξαιρετικό ταλέντο, μια κοινή κουλτούρα και μια ισχυρή τάση φυγής από την αδικία. Σπάνιοι άνθρωποι και οι δύο.

Με δύο από τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων: Τάκης Λουκανίδης και Μίμης Παπαϊωάννου, τελευταία φορά μαζί, στις 12 Δεκεμβρίου 2017. (φωτό Ν. Μάλλιαρης)

Επηρεαζόμουν πάρα πολύ από τη δεξιοτεχνία του Παπαϊωάννου, κι όταν η ΑΕΚ πήρε το πρωτάθλημα το 1964, έφτιαξα τη δική μου ΑΕΚ. Παρέσυρα όλη την εφηβική μας παρέα και ιδρύσαμε την Αθλητική Ένωση Καλλιγά, δηλαδή, με τα αρχικά, ΑΕΚ, στην πλατεία Αμερικής. Μαζέψαμε τα χαρτζιλίκια μερικών μηνών και πήγαμε στην Ομόνοια, όπου φτιάξαμε μία στρογγυλή σφραγίδα ΑΕΚ με τη φιγούρα ενός παίχτη στη μέση και αγοράσαμε στολές (φανέλες, σορτσάκια και κάλτσες) για να παίζουμε με τις ομάδες των γύρω περιοχών. Και για να κομπλάρουν όταν θα άκουγαν ότι θα παίξουν με μια ομάδα που λεγόταν ΑΕΚ. Τελικά, τα παιδιά στις αλάνες έπαιζαν πολύ σκληρά τότε, και δεν προκόψαμε. Χάρη στην επιρροή του Παπαϊωάννου, όμως, περάσαμε πολύ ωραία, με αγωνία, ένταση και χαρά. Και προσωπικά, του το χρωστάω ακόμα.

Τώρα, παρακολουθώ τους ποδοσφαιρικούς αγώνες χωρίς πάθος, χωρίς ταύτιση, σαν ένα θέαμα, άλλοτε καλό κι άλλοτε κακό. Δεν έχω ιδιαίτερη αγωνία για το αποτέλεσμα, ούτε με νοιάζει ποιος θα κερδίσει πλην ελαχίστων ειδικών περιπτώσεων, σαν της Εθνικής που διεκδίκησε και πήρε το ευρωπαϊκό κύπελλο. Τώρα είναι αλλιώς. Αυτό το ποδόσφαιρο, το βιομηχανικό, των ανωνύμων εταιριών, δεν έχει καμία σχέση με το ποδόσφαιρο των νεανικών μας χρόνων. Τότε δεν ξέραμε ούτε μας ενδιέφερε να ξέρουμε ποιος ήταν πρόεδρος της κάθε ομάδας. Η ΑΕΚ άλλαξε δέκα προέδρους από το 1964 μέχρι το 1974. Μας ήταν αδιάφοροι και δεν μας καθοδηγούσαν. Και βέβαια, δεν ήμασταν του καναπέ. Δεν βλέπαμε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Παίζαμε σχεδόν όλοι μπάλα, άλλος καλύτερα κι άλλος χειρότερα, παντού, στο σχολείο, στις αλάνες που ήταν ακόμα υπαρκτές, στις πλατείες και στους δρόμους, με χώμα ή άσφαλτο, μπροστά από τα σπίτια μας. Το μέσα δεν είχε τεράστια απόσταση από το έξω του γηπέδου. Ούτε μας πονούσε ο πισινός μας που καθόμασταν στις τσιμεντένιες κερκίδες. Την τελευταία φορά που πήγα στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια, είδα όλο τον αγώνα ΑΕΚ-Παναθηναϊκού όρθιος με την εξάχρονη ανιψιά μου πάνω στους ώμους μου. Κι όταν χάναμε, δεν είχαμε την επιθυμία ούτε να σκοτώσουμε τους αντίπαλους ούτε να κάψουμε τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα έξω από το γήπεδο.

Ο Καζαντζίδης με το λαϊκό τραγούδι εξέφραζε τους καημούς, τα βάσανα, τις συμφορές, τους πόθους, αλλά και τους έρωτες και τις χαρές του κοσμάκη. Ο Παπαϊωάννου με το ποδόσφαιρο την αδιαμεσολάβητη σωματική απόλαυση, την αίσθηση ότι ανήκεις σε ένα πυρηνοκίνητο σύνολο και την ελπίδα ότι μπορείς να ξεφύγεις από τη φτώχεια, τη μιζέρια και το περιθώριο με το ταλέντο και την αξία σου. Τότε.

Το παίξιμο του Παπαϊωάννου ήταν σαν ένα λαϊκό τραγούδι, με αρχή, μέση και τέλος και, το κυριότερο, με ένα ρεφρέν-γκολ που αποτελούσε την κορύφωσή του.

(σημειώσεις από συνέντευξη στη Μαρία Λούκα για ένα τηλεοπτικό αφιέρωμα στον Παπαϊωάννου)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!