Ανθολόγος ο Λουκάς Αξελός
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1893-1943)
Τραγούδι το φθινόπωρο
Φθινόπωρο σ’ αγάπησα, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά γυμνά για το χειμώνα,
που βιάζονται τα δειλινά, κ’ είναι τα ρόδα μήλα,
— κ’ είναι τα βράδια μόνα…
Και τώρα στέκω και ρωτώ : Ποια μοίρα, και ποια μπόρα, καθώς τραβούσα, μοναχός, το δρόμο της αβύσσου, παράξενα κι ανέλπιστα, να μ’ έχει φέρει, τώρα,
ζητιάνο στην αυλή σου;…
Κι όταν το γιόμα χάνεται, κ’ η νύχτα κατεβαίνει,
και σιωπηλά, σαν τα βιβλία, το φως της μέρας κλείνει,
να ’ρχουμαι, πάλι, να ζητώ μιαν ησυχία χαμένη,
σαν μιαν ελεημοσύνη !
Σ’ αγάπησα φθινόπωρο, την ώρα που τα φύλλα
πέφτουν, κι αφήνουν τα κλαριά, κ’ είναι τα βράδια μόνα… Μ’ αλήθεια να σ’ αγάπησα, — ή μην είν’ η ανατριχίλα
του ερχόμενου χειμώνα;…
Πόθος
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσον καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες·
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις προάλλες…
Τα καλοκαίρια μ’ έψησαν, και τα λιοπύρια τα βαριά,
κ’ οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι :
απόψε μού ποθεί η καρδιά, πότε να ρθή, μες στα κλαριά,
ο θείος βοριάς, και το χαλάζι !
Τότε, γερτός κ’ εγώ, ξανά, μες στα μουγγά τα δειλινά,
θ’ αναπολώ γλυκά, — ποιος ξέρει,
και θα με σφάζη πιο πολύ, σαν ένα μακρυνό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι…
Νυχτερινό II
Ένα φεγγάρι πράσινο, μεγάλο,
που λάμπει μες στη νύχτα, — τίποτ’ άλλο.
Μια φωνή, που γροικιέται μες στο σάλο,
και που σε λίγο παύει, — τίποτ’ άλλο.
Πέρα, μακρυά, κάποιο στερνό σινιάλο
του βαποριού που φεύγει, — τίποτ’ άλλο.
Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο,
στα βάθη τον μυαλού μου. — Τίποτ’ άλλο.
Τ’ όνειρό μου πέθανε…
Τ’ όνειρό μου πέθανε, χθες αργά, το βράδι.
Μόνος, τώρα, κ’ έρημος, τι μπορώ να πω ;
Κι όμως, το ’ξερε καλά, το βαθύ του χάδι
πόσο τ’ αγαπώ !
Μου κρατούσε συντροφιά, τις βαριές τις ώρες,
που τις τρέμει μοναχή, καθεμιά ψυχή,
μα όσο το ’χει δίπλα της, ας κυλούν οι μπόρες,
— δεν ανησυχεί!…
Τ’ όνειρό μου πέθανε, χθες αργά, το βράδι.
Πες, δεν έζησε ποτέ: Μην τ’ αναπολείς…
Μα ο καημός μου, που έχασα το θερμό του χάδι,
Θε μου, είναι πολύς !
Κι όσο για τις άφωνα πονεμένες ώρες,
— ώρες δίχως όνειρο, σε μια ζωή πεζή,
τώρα, μόνο, το ’νιωσα, πόσο είναι αιμοβόρες,
— τώρα, που δε ζη…