Του Κώστα Στοφόρου
Σε σκοτεινούς καιρούς*
Δε θα λένε: Tον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Tον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες*.
Ανοίγω τις εφημερίδες, περιδιαβαίνω το Διαδίκτυο και περιμένω… Αν και ποτέ δεν με γοήτευαν ιδιαιτέρως οι ανακοινώσεις του τύπου «37 πανεπιστημιακοί καταγγέλλουν την απαξίωση των θεσμών» ή «28 συγγραφείς διαμαρτύρονται για το επίπεδο της πολιτικής», ομολογώ πως περίμενα, μέσα σε αυτή την περίοδο που οι Έλληνες εργαζόμενοι δέχονται μια τέτοια βάναυση επίθεση από την κυβέρνηση, να ακούσω τους «Έλληνες διανοουμένους» να υψώνουν κάποια φωνή διαμαρτυρίας: Αντί γι’ αυτό, σιωπή. Κι ακόμη χειρότερα: Συναίνεση…
Δε θα λένε: Tον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Tον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.
Διαβάζω ποιήματα, μυθιστορήματα και διακρίνω μια τάση προς «αναθεώρηση» της ιστορίας. Ειδικά όταν επιστρέφουμε στην περίοδο της Κατοχής, του Εμφυλίου και των όσων ακολούθησαν, υπάρχει μια έντονη τάση εξίσωσης του θύτη με το θύμα. Σιγά-σιγά, από τότε που ο Θανάσης Βαλτινός φρόντισε να αναβαπτιστεί στα εθνικά ιδεώδη με την «Ορθοκωστά», το παράδειγμά του πολλοί ακολούθησαν…
Ο παλιός, κυνηγημένος, αριστερός διανοούμενος, έδωσε τη θέση του στο συνδαιτυμόνα της εξουσίας. Θυμόσαστε το περίφημο δείπνο που είχε παραθέσει ο Ανδρέας Παπανδρέου στους διανοουμένους και τους καλούσε να τον «αμφισβητήσουν»; Μάλλον τους άρεσε πολύ το φαγητό!
Ο κόσμος στους δρόμους και εκείνοι σε επιτροπές και ιδρύματα, σε ευρωπαϊκά προγράμματα να ανακαλύπτουν πως οι «νόμοι της αγοράς» συμβάλλουν στην καλλιτεχνική δημιουργία («και ο Μότσαρτ κατά παραγγελίαν έγραψε τα καλύτερα έργα του»). Έτσι, η σιωπή τους γίνεται αληθινός χρυσός: Για τους ίδιους. Και λύνεται επιτέλους και η απορία του Μπρεχτ:
Mα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;
* Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Σε σκοτεινούς καιρούς»