Ο Μανώλης Γλέζος θυμάται και εξιστορεί την πρώτη μέρα της δικτατορίας. Το κείμενο γράφτηκε στις 14 Μαρτίου 2006 και δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας «Αρχειοτάξιο», στο αφιέρωμα του 8ου τεύχους στην 21 Απριλίου 1967, το Μάιο του 2006.
Είχα γυρίσει από την Αυγή περασμένα μεσάνυχτα. Δείπνησα με τις σκέψεις να κλωθογυρίζουν στο κεφάλι, μαζί με τις ειδήσεις της ημέρας. Χτες είχαν κυκλοφορήσει και πάλι οι φήμες πως «απόψε τη νύχτα θα γίνει το πραξικόπημα», όπως βδομάδες συνέχεια, μήνες, χρόνια. Απόψε όμως δεν ξεμύτισε καμιά τέτοια «σίγουρη» πληροφορία, όπως τις άλλες φορές. Απόψε τίποτε. Από πουθενά δεν μας ήρθε παρόμοια είδηση. Άκρα του τάφου σιγή. Η πρωινή πληροφορία δεν επιβεβαιώθηκε.
Το παιχνίδι, με τον Αισώπειο μύθο του λύκου, μας είχε ταλανίσει δυο χρόνια και βάλε. Κάθε τόσο, πότε από το στρατό, πότε από το κόμμα της ΕΡΕ, πότε από τον κρατικό μηχανισμό, πότε από φίλους που μάθαιναν, έρχονταν η πληροφορία: «Απόψε θα γίνει το πραξικόπημα». Το πρωί κάτι ειπώθηκε. Απόψε όμως το βράδυ ησυχία.
Χθες το πρωί, κάποιος είπε στον Μπάμπη Δρακόπουλο «πως απόψε θα γίνει δικτατορία». Ο Ηλίας Ηλιού και ο Αντώνης Μπριλλάκης ανέλαβαν τον πολιτικό κόσμο, να ψάξουν, να ερευνήσουν, να μάθουν. Ο Μπάμπης Δρακόπουλος και ο Χαρίλαος Φλωράκης ανέλαβαν να ρωτήσουν τις οργανώσεις. Επιπρόσθετα όμως και ανεξάρτητα από το αν στηριζόταν κάπου η πληροφορία, οι οργανώσεις έπρεπε να επαγρυπνούν. Τα στελέχη και οι υπεύθυνοι των τομέων να μην κοιμηθούν στα σπίτια τους. Με το ξέσπασμα της δικτατορίας: χτύπημα των καμπάνων των εκκλησιών, χωνιά και συγκεντρώσεις στις συνοικίες κι από κει μεγάλη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Το ψάξιμο όμως και η έρευνα, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Το παιχνίδι με τον Αισώπειο μύθο συνεχίζονταν ή ο λύκος θα ’ρθει απόψε. Οι σκέψεις κλωθογύριζαν κι άκρη στο νήμα του κουβαριού δεν έπιανα. Έπεσα στο κρεβάτι και τα νήματα των σκέψεων δε με άφηναν.
Ντρινν, ντρινν, ντρινν. Ένα παρατεταμένο κουδούνισμα μ’ έκανε να πεταχτώ απάνω. Τρέχω προς την εξώπορτα. Ρωτάω ποιος είναι και ταυτόχρονα ανάβω τα φώτα της εισόδου και κοιτάω μέσα από τον οφθαλμό της πόρτας. Ένα άγνωστο πρόσωπο είχε κολληθεί πάνω στον οφθαλμό. «Ποιος είσαι;» ξαναρωτάω. «Έρχομαι από τον Αντώνη Μπριλλάκη και σου φέρνω παραγγελιά του», μου απαντά.
Κατάλαβα. Τρέχω ν’ αρπάξω καρέκλες να βάλω πίσω από την πόρτα. Πρόλαβα κι έβαλα μία. Ο γιός μου ο Νίκος (δώδεκα χρονών) είχε πεταχτεί από το κρεβάτι του. Τον πήρα και τον πήγα στη μάνα του, όπου προσπαθούσε να ησυχάσει τη μικρή μας κόρη τη Μαρία (δυόμισι χρονών), που τρομαγμένη είχε ξυπνήσει και φώναζε: «βιβίο να βαβάσει». Πριν κοιμηθώ, ξαπλωμένος στο κρεβάτι έπαιρνα πάντα ένα βιβλίο να διαβάσω. Δίπλα μου στο κρεβατάκι της ήθελε κι η Μαρία «βιβίο να βαβάσει». Μπροστά σ’ αυτή την τρομερή αναστάτωση από θορύβους –είχαν αρχίσει να χτυπούν με τους υποκόπανους των όπλων την πόρτα– η μικρή Μαρία αποζητούσε την ησυχία, ήθελε ένα βιβλίο να διαβάσει, ήθελε τη γαλήνη, ήθελε να ησυχάσει από τους θορύβους.
Ως να πάρω και να βάλω δεύτερη καρέκλα, η πόρτα είχε υποχωρήσει κι ένας αξιωματικός με εφτά-οχτώ φαντάρους, με άρπαξαν και σηκωτό με κατέβασαν από τις σκάλες του πέμπτου ορόφου στο ισόγειο. Στις διαμαρτυρίες μου «Γιατί; Τι συμβαίνει;» ο αξιωματικός απαντούσε μόνιμα: «Για την ασφάλειά σας κύριε Γλέζο, μην ανησυχείτε».
Στο δρόμο (Φαιδριάδων 71 – Άνω Κυψέλη) υπήρχαν τρία φορτηγά αυτοκίνητα. Με έβαλαν στο μεσαίο και η πομπή ξεκίνησε. Φαιδριάδων – Πλατεία Κυψέλης – οδός Κυψέλης – Ευελπίδων – Πατησίων. Εκεί στην οδό Πατησίων άκουσα τον χαρακτηριστικό ήχο των ερπυστριών των αρμάτων μάχης. Τον γνώριζα από την εποχή της Κατοχής. Από τα γερμανικά άρματα μάχης, που είχαν κατακλύσει την Ελλάδα. Κατάλαβα. Η δικτατορία με τα άρματα μάχης και το στρατό κατέλυε τη δημοκρατία, την κολοβή. Ναι, την κολοβή, αλλά Δημοκρατία. Απευθύνομαι και πάλι στον αξιωματικό. «Δικτατορία, λοιπόν, του λέω και λέτε να μην ανησυχώ;». Δεν μου απάντησε. Η πομπή από Ακαδημίας – Βασιλίσσης Σοφίας έφτασε τελικά στο Γουδί. Στο κέντρο εκπαίδευσης των τανκιστών. Στην είσοδο αξιωματικοί πολλοί και στρατιώτες. Στις διαμαρτυρίες μου καμιά απάντηση. Με ανέβασαν στον πρώτο όροφο και βρέθηκα σ’ έναν φρουρούμενο θάλαμο. Είχε μέσα έναν μόνο κρατούμενο, τον Λεωνίδα Κύρκο. Συνεννοηθήκαμε στην αρχή με τα βλέμματα κι αργότερα ψιθυριστά ανταλλάξαμε απόψεις.
Μια μεσόπορτα χωρίς πορτόφυλλα οδηγούσε σ’ έναν άλλο θάλαμο. Παρ’ όλο που στεκόταν εκεί ένας σκοπός, την πέρασα και μπήκα μέσα. Βρίσκονταν εκεί ο Παυσανίας Κατσώτας και ο γιός του, και ο Γεώργιος Παπανδρέου. Τον πλησίασα. Πιάσαμε κουβέντα. Το μόνο που είπε ήταν: «Δεν κατάφερε ο Κανελλόπουλος, ούτε να ολοκληρώσει μήνα ως πρωθυπουργός». Προφανώς δεν ήθελε να πει άλλα, να μην ακούσουν οι σκοποί. Ακίνητοι με παγωμένα πρόσωπα και γυάλινα μάτια χωρίς έκφραση, κοίταζαν ίσια μπροστά. Σαν να κόβονταν το βλέμμα από έναν τοίχο. Το στυγνό πρόσωπο της δικτατορίας αποκαλύπτονταν σ’ αυτά τα ανέκφραστα πρόσωπα με τα βλέμματα που δεν δύνανται να δουν μακριά προς το μέλλον.
Σε λίγο έφεραν τον Πουρνάρα, τον Κόκκα, τον Δημ. Ψαθά και τον Κ. Μητσοτάκη. Οι άλλοι στο θάλαμο που ήταν ο Γ. Παπανδρέου. Ο Κ. Μητσοτάκης, με τις πυτζάμες, όπως κι εγώ, με τον Λεωνίδα Κύρκο στον μπροστινό θάλαμο. Με το ξημέρωμα μας έφεραν κι έναν άγνωστο που δεν τον ήξερε κανένας. «Χαφιές θα είναι», λέει ο Κ. Μητσοτάκης. Πάω τον πιάνω. «Ποιος είσαι;» τον ρωτώ. Ήταν αστυνομικός της φρουράς Ανδρέα Παπανδρέου και επειδή αντιστάθηκε στη σύλληψη του Ανδρέα τον πιάσαν κι αυτόν. Τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπως μας είπε, τον είχαν στον απέναντι, πέρα από το διάδρομο, θάλαμο, όπου επίσης είχαν τον Γιάννη Αλευρά, τον Γεώργιο Ράλλη, τον Παπαληγούρα.
Άλλες πληροφορίες δεν είχαμε. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ. Αφού άλλα στελέχη από την ΕΔΑ δεν πιάστηκαν, παρά μόνον ο Λεωνίδας κι εγώ, γιατί δεν υπάρχει, γιατί δεν εκδηλώνεται η προσχεδιασμένη αντίδραση. Περίμενα ν’ ακούσω τις κωδωνοκρουσίες. Το χτύπημα των καμπάνων. Κάποια στιγμή σαν κάτι ν’ άκουσα. Πιάνω τον Λεωνίδα «Ακούς κωδωνοκρουσίες Λεωνίδα» τον ρωτώ. «Όχι» μου απαντά. «Τότε, εγώ γιατί ακούω;».
Μ’ αυτές τις παραισθήσεις έφτασε το μεσημέρι. Μας έφεραν φακή, για μεσημεριανό φαγητό. Το απόγευμα ήρθε ένας ανώτερος αξιωματικός ντυμένος με στολή εκστρατείας και έπαρση πολλή. Κουβέντιασε με τον Γ. Παπανδρέου. Δεν ακούσαμε τι είπαν. Στην κουβέντα με τους Κατσωταίους, ακούσαμε να τους λέει: «Εσείς μας μάθατε τα πραξικοπήματα». Σ’ εμάς ανήγγειλε τον σχηματισμό κυβέρνησης, όπου ο ίδιος είναι υπουργός Εσωτερικών. Όταν έφυγε ρώτησε τον Κ. Μητσοτάκη ποιος ήταν αυτός. Μου είπε πως ήταν ο Στυλιανός Παττακός, διοικητής του Κέντρου Εκπαίδευσης των Αρμάτων Μάχης στο Γουδί. «Ποιος τον έβαλε σ’ αυτή τη θέση;» τον ρωτώ. «Εμείς» μου απαντά. «Και μετά μου λες, πώς προετοιμάστηκε η δικτατορία Κώστα» του απαντώ.
Τη νύχτα μας μετέφεραν στο ξενοδοχείο «Πικέρμι» στο Πικέρμι. Εμένα με τον Λεωνίδα στο ίδιο δωμάτιο. Σ’ ένα ξεχωριστό τον Γ. Παπανδρέου. Δίπλα σε μας τον Ανδρέα Παπανδρέου με τον Γιάννη Αλευρά.
Την άλλη μέρα ήρθε ο Στ. Παττακός. «Γιατί κάνατε τη δικτατορία», τον ρώτησα, «με ποιο δικαίωμα;». «Γιατί ετοιμάζατε να καταλάβετε την εξουσία», μου απάντησε, «βρήκαμε και τα όπλα στα γραφεία της ΕΔΑ». «Πάμε αυτή τη στιγμή να μου τα δείξεις» του απαντώ. Οπότε έξαλλος βγαίνει από το δωμάτιο φωνάζοντας: «Είμαστε και μεις ήρωες».
Οι μέρες περνούσαν. Κωδωνοκρουσίες δεν ηχούσαν, μόνον οι παραισθήσεις μου έπαιζαν παιχνίδι, το φοβερό παιχνίδι των παραισθήσεων.
Μια μέρα με μετέφεραν εκεί όπου είχαν προηγούμενα τον Γ. Παπανδρέου, τον οποίο είχαν πάει στο Νοσοκομείο γιατί αρρώστησε.
Ένα πρωινό, ανοίγει την πόρτα ο αξιωματικός φρουράς και μαζί του εισέρχονται κι άλλοι. «Κύριε Γλέζο», μου λέει, «έχει διαδοθεί ότι σας εκτελέσαμε, γι’ αυτό φέραμε τους δημοσιογράφους να σας δουν». Αμέσως του απαντώ: «Εσείς εκτελέσατε τη Δημοκρατία και έχει σημασία αν ζει ο Γλέζος ή όχι;». Γρήγορα-γρήγορα τους πήρε κι έφυγε.