Μια από τις πολύ ενδιαφέρουσες εκδόσεις για την Επανάσταση του 1821 είναι «Η συμβολή των γυναικών της Ρούμελης στην Επανάσταση του 1821» της Λαμπρινής Κουφάκη. Ένα βιβλίο που φωτίζει άγνωστες πτυχές του Αγώνα και δίνει χώρο σε γυναίκες συχνά λησμονημένες, λες κι η Επανάσταση ήταν μια καθαρά «αντρική» υπόθεση. Προϊόν σημαντικής έρευνας με συγκεντρωμένες πληροφορίες που δημιουργούν μια εξαιρετική σκιαγραφία του ρόλου των γυναικών αλλά και της θυσίας τους.
Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε με τη συμβολή των γυναικών της Ρούμελης στην Επανάσταση του 1821;
Η Επανάσταση του 1821 είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας. Κατά τη γνώμη μου αποτελεί το ορόσημο της δικής μας νεωτερικότητας. Δυστυχώς είναι συνυφασμένη με κάποια συγκεκριμένα πρόσωπα και τόπους. Η δική μου επιθυμία ήταν να ρίξω φως σε αθέατες και άγνωστες πτυχές αυτού του σπουδαίου γεγονότος. Αφετηρία στάθηκε η ανάγνωσή μου ενός άρθρου για τις γυναίκες της Πίνδου κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά εκείνη τη στιγμή ο νους μου έκανε σύγκριση τις γυναίκες της Πίνδου με τις γυναίκες του Εικοσιένα. Μιλάμε ότι αυτό το περιστατικό που σας αναφέρω έγινε το 2019, μια δροσερή φθινοπωρινή ημέρα. Τότε σκέφτηκα ότι σε δυο χρόνια θα είχαμε την επέτειο του Αγώνα της Ανεξαρτησίας μας και έτσι αναλογίστηκα ότι θα ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία να γραφεί ένα βιβλίο για τις γυναίκες της Ρούμελης και τη συμβολή τους στον Αγώνα. Δυο ολόκληρα χρόνια έκανα την έρευνα και η κατάληξη είναι το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Είναι κοινή αλήθεια ότι η Στερεά Ελλάδα έχει παίξει σπουδαίο ρόλο στην Επανάσταση. Ο αγώνας για την απελευθέρωσή μας από τον τουρκικό ζυγό δεν ήταν μόνο ανδρική υπόθεση. Πίσω από τον κάθε ήρωα, τον κάθε πολεμιστή υπάρχει μια μάνα, μια αδερφή, μια σύζυγος, που και αυτή πολεμούσε και αν δεν πολεμούσε, βοηθούσε στις προετοιμασίες. Δεν πρέπει να λησμονούμε λοιπόν αυτές τις γυναίκες. Οι μάνες, γυναίκες ηρώων και γυναίκες καπετάνισσες που έδωσαν τη ζωή τους για την Εθνική Ανεξαρτησία, συνέβαλαν, τόσο προεπαναστατικά όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, στη δημιουργία ενός ελεύθερου κράτους.
Ποια από τις γυναίκες αυτές ξεχωρίζετε και γιατί;
Αυτή είναι πραγματικά μια πολύ δύσκολη ερώτηση… Για κάθε γυναίκα που φιλοξενείται και καταγράφεται στο βιβλίο μου αφιέρωσα πολύ χρόνο για να συλλέξω υλικό και να παρουσιάσω με όσο το δυνατόν πιο παραστατικό τρόπο τη ζωή και τα κατορθώματά τους. Όσο διάβαζα το υλικό που συνέλεγα, τόσο τις θαύμαζα. Ένιωθα συγκίνηση και δέος. Χωρίς να αδικήσω τις άλλες γυναίκες, μια μικρή «αδυναμία» έχω στις γυναίκες του Μεσολογγίου. Αυτές οι υπερήφανες, πνευματικές αρχόντισσες ενέπνευσαν τον Διονύσιο Σολωμό όταν τις αντίκρισε σιωπηλές στη Ζάκυνθο να ζητούν βοήθεια για τους κλεισμένους στο Μεσολόγγι, λίγο πριν τη μεγάλη Έξοδο.
Το βιβλίο σας λοιπόν δίνει έμφαση –δικαίως– στις γυναίκες του Μεσολογγίου και περιλαμβάνει και αναλυτικό κατάλογο. Ποια ήταν η τύχη των γυναικών που σώθηκαν κατά την Έξοδο;
Μετά τα δραματικά γεγονότα της Εξόδου άρχισε η οδύσσεια των διασωθέντων γυναικόπαιδων. Διαμοιράστηκαν σαν λάφυρα μεταξύ Αιγυπτίων, Τούρκων και Αλβανών και σκορπίστηκαν σε όλο το τότε Οθωμανικό Κράτος. Βρέθηκαν να πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα της Φιλιππούπολης, της Άρτας, της Πρέβεζας, του Τεπελενίου, της Σκόδρας, των Σερρών, των Γρεβενών, της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης, της Μεθώνης, της Αλεξάνδρειας, του Καΐρου, των Ιωαννίνων και σε πολλά άλλα μέρη. Η αλήθεια είναι ότι η πλειοψηφία των γυναικών είχε κακή κατάληξη… Όμως ξέρετε η ζωή παίζει τα δικά της παιχνίδια. Κάποιες γυναίκες βρέθηκαν τη σωστή στιγμή στο σωστό σημείο και τότε άλλαξε η ζωή τους. Κάποια νεράιδα με το μαγικό ραβδάκι της μετέτρεψε τον πόνο τους σε ευτυχία και χαρά προσφέροντάς τους μια άνετη ζωή. Παρ’ όλ’ αυτά πάντα υπήρχε στις καρδιές τους και στο μυαλό τους φωλιασμένος ο νόστος για την πατρίδα τους την Ελλάδα και για τον τόπο τους το Μεσολόγγι.
Είσαστε ικανοποιημένη από τον τρόπο που γιορτάστηκε η επέτειος των 200 χρόνων από την Επανάσταση;
Το 1821 δεν είναι μια απλή ημερομηνία. Είναι ένας σταθμός για τη χώρα μας. Όπως σας είπα στην αρχή, με την Επανάσταση αυτή ανοίγει θεωρώ η αυλαία της ελληνικής νεωτερικότητας. Δεν είναι μόνο ότι αποτινάξαμε τον οθωμανικό ζυγό, αλλά κυρίως δείξαμε στην τότε εχθρική απέναντί μας Ευρώπη ότι μια μικρή χώρα μπορεί ισάξια με τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες να διεκδικήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της ελευθερίας.
Η πρώτη μεγάλη επέτειος της Επανάστασης σημειώθηκε το 1871, με τη συμπλήρωση πεντηκονταετίας από την έναρξη του Αγώνα. Η περίσταση τιμήθηκε κυρίως με την ανέγερση στην πρόσοψη του κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών των ανδριάντων των δύο μεγάλων εθνομαρτύρων, του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ και του Ρήγα Βελεστινλή. Επρόκειτο για μια πρωτοβουλία μεγάλης συμβολικής σημασίας, που κατόπτριζε την ευρύτερη προσπάθεια καλλιέργειας της εθνικής ενότητας. Αντίστοιχο ιδεολογικό στόχο υπηρετούσαν και οι ανδριάντες του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και του κυριότερου ιδεολογικού επικριτή του, του Αδαμαντίου Κοραή, που τοποθετήθηκαν στον κήπο μπροστά στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Η πεντηκονταετηρίδα της παλιγγενεσίας λοιπόν λειτούργησε κατ’ εξοχήν ιδεολογικά για να υπηρετήσει την εθνική ενότητα και να αμβλύνει τις αντιθέσεις στη νέα κοινωνία που αναζητούσε ακόμη τον εαυτό και την ταυτότητά της.
Η δεύτερη μεγάλη επέτειος σηματοδοτήθηκε από την εκατονταετηρίδα του Αγώνα το 1921. Η συμπλήρωση ενός αιώνα από την Επανάσταση συνέπεσε με την απέλπιδα απόπειρα της Ελλάδος να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα με την εκστρατεία στη Μικρά Ασία. Λόγω του πολέμου και της υπέρτατης προσπάθειας πέραν του Αιγαίου, ο εορτασμός της εκατονταετηρίδας του Αγώνα αναβλήθηκε για ευθετότερο χρόνο.
Η τρίτη επετειακή καμπή ήταν εκείνη της συμπλήρωσης το 1971 εκατόν πενήντα ετών από την Επανάσταση. Η επέτειος συνέπεσε με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου και οι δικτάτορες βεβαίως έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την ευκαιρία για να καρπωθούν ιδεολογικά οφέλη για το στρατιωτικό καθεστώς.
Οι εορτασμοί που οργανώθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο με τις παρελάσεις των αρμάτων και αναπαραστάσεις σκηνών από την ελληνική ιστορία, στη διαδοχή των οποίων φυσικά εντασσόταν και η «εθνοσωτήριος επανάστασις» των συνταγματαρχών, συνέτειναν αποφασιστικά στον διασυρμό της επετείου αλλά και στον εξευτελισμό των πολλαπλών συμβολισμών της.
Αυτή η προϊστορία των αναμνηστικών εορτασμών της Ελληνικής Επανάστασης προσέδωσε στη διακοσιετηρίδα βαρύνουσα σημασία γιατί ήταν ουσιαστικά η πρώτη φορά που η επέτειος μπορούσε να εορταστεί ελεύθερα, χωρίς τη σκιά ποικίλων καταναγκασμών, ιδεολογικών και άλλων, και συνεπώς εμφανιζόταν ως η κατάλληλη στιγμή μιας απροκατάληπτης εορτής, για να τιμήσουμε, να αναστοχαστούμε κριτικά, αλλά, γιατί όχι, και να χαρούμε τον συλλογικό μας εαυτό, την εθνική μας κληρονομιά και τη θέση μας στην κοινωνία των ελεύθερων λαών.
Παρότι η πανδημία του Covid-19 οδήγησε αναπόφευκτα σε αναδιοργάνωση των αρχικών σχεδίων, θέλω να πιστεύω ότι «το ταμείο» που κάναμε στο τέλος ήταν θετικό. Στην Επανάσταση του 1821 κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα μπορεί να αναγνωρίσει ένα κομμάτι όχι μόνο της συλλογικής αλλά και της ατομικής του ταυτότητας. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η παλιγγενεσία μπορεί να τιμηθεί με ξεχωριστούς τρόπους από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες προσλαμβάνουν και αφηγούνται τα ιστορικά γεγονότα μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο. Θα ευχόμουν, όμως, στο τέλος της ημέρας οι εορτασμοί να έχουν συνεισφέρει στην κατανόησή μας όσον αφορά το σπουδαιότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας μας, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό να επιτευχθούν ατομικές και συλλογικές υπερβάσεις, ώστε να ενδυναμωθεί η συλλογική εθνική ταυτότητα.