Οι εξελίξεις στην γείτονα ενισχύουν τη βούληση των δανειστών για ολοκλήρωση – Παραμένουν όμως ανοικτές οι μεγάλες εκκρεμότητες για τον ρόλο του ΔΜΤ
Αν κυβέρνηση και κουαρτέτο έχουν ένα επιπλέον λόγο να αισιοδοξούν ότι η διαπραγμάτευση για την τέταρτη αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς δραματικές τριβές και καθυστερήσεις, αυτός είναι… η Ιταλία. Η προοπτική σχηματισμού κυβέρνησης από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά, με ένα πρόγραμμα που προκαλεί… ανατριχίλες στις Βρυξέλλες και άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εξελίσσεται σε ένα πολιτικό πλεονέκτημα για την αποφασιστική ώθηση της αξιολόγησης μέχρι το Eurogroup της ερχόμενης Πέμπτης (24/5). Η πιθανότητα να υπάρξει τεχνική συμφωνία κυβέρνησης και κουαρτέτου το σαββατοκύριακο είναι ισχυρή, έστω κι αν αυτό απαιτεί όχι μόνο την κυβερνητική προσήλωση στα συμφωνηθέντα, αλλά και κάποιες «εκπτώσεις» από την πλευρά των δανειστών στον όγκο των 88 προαπαιτουμένων. Το σενάριο να αποσπαστούν ορισμένα από αυτά από τα προαπαιτούμενα της τέταρτης αξιολόγησης και να μετατεθούν ως ορόσημα μεταμνημονιακής επιτήρησης εξετάζεται σοβαρά από τους δανειστές. Όχι μόνο για να αποκλειστούν ανεπιθύμητα «ατυχήματα». Αλλά και για να εμπλουτιστεί η ατζέντα της επιτήρησης μετά τον Αύγουστο, στο πλαίσιο του σχεδιαζόμενου σύνθετου και «ημιαυτόματου» μηχανισμού για το χρέος.
Οι ιταλικές παρενέργειες
Το γιατί οι εξελίξεις στην Ιταλία είναι παράγων που ευνοεί τις συγκλίσεις στην ελληνική αξιολόγηση είναι προφανές. Το πρόγραμμα που διέρρευσαν 5 Αστέρια και Λέγκα εγείρει ζητήματα αλλαγής συνθηκών, θίγει τα ιερά και τα όσια της Ευρωζώνης (το Σύμφωνο Σταθερότητας) και επιτρέπει την εισβολή «ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή του ιταλικού χρέους. Η απαίτηση να εξαιρεθούν –ουσιαστικά να διαγραφούν– από τον υπολογισμό του χρέους τα ιταλικά ομόλογα που έχει αγοράσει η ΕΚΤ (περίπου 240 δισ.) ήταν το βασικό ζήτημα που πρόσεξαν οι αγορές, προκαλώντας αναταράξεις και στα ομόλογα και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες, πράγμα που επηρέασε και τα ελληνικά ομόλογα. Ακόμη κι αν οι επικεφαλής των δυο σχηματισμών, Σαλβίνι και Ντι Μάγιο, δεν πολυεννοούσαν αυτές τις εξαγγελίες, όπως αποδεικνύει αυτό που τελικώς ανακοίνωσαν, ο υπαινιγμός και μόνο ότι συζήτησαν κάτι «ανατρεπτικό», προκαλεί τα ανακλαστικά του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, ιδιαίτερα της γερμανικής ηγεσίας, και «καίει» ακόμη και τις μετριοπαθείς προτάσεις Κομισιόν-Μακρόν για αμοιβαιοποίηση μικρού μέρους του χρέους της νομισματικής ένωσης (συνθετικό ομόλογο).
ΔΝΤ και χωρίς χρήματα
Ο ιταλικός πονοκέφαλος, λοιπόν, ενισχύει την πολιτική βούληση των δανειστών να κλείσουν το ελληνικό μέτωπο. Φυσικά, όχι χωρίς τριβές και παλινωδίες για τους όρους της μεταμνημονιακής επιτήρησης, το χρέος και τον ρόλο του ΔΝΤ. Το τελευταίο, δύο φορές την προηγούμενη εβδομάδα, διατύπωσε τα «τελεσίγραφά» του. Δια του Πολ Τόμσεν, επικεφαλής του ευρωπαϊκού βραχίονα του ΔΝΤ και δια του Τζέρι Ράις, του εκπροσώπου του. Και οι δύο ζήτησαν επίσπευση όλων των αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού ελάφρυνσης του χρέους, γιατί «ο χρόνος τελειώνει». Πρακτικά, όπως διευκρίνισε και ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στο ΔΝΤ Μ. Ψαλιδόπουλος, μιλώντας στη Βουλή, αν δεν υπάρξει συμφωνία για το χρέος τον Ιούνιο, το ΔΝΤ δεν προλαβαίνει να ενεργοποιήσει το πρόγραμμά του, που τελειώνει τον Αύγουστο. Όμως, ταυτόχρονα άνοιξαν παράθυρο να συνεχίσει να παίζει ρόλο το ΔΝΤ ως τεχνικός σύμβουλος και στη μεταμνημονιακή επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας, ακόμη και χωρίς χρηματοδότηση. «Το ΔΝΤ δεν φεύγει ποτέ από το τραπέζι», είπε ο Ράις επαναλαμβάνοντας μια ρήση της Λαγκάρνγτ και συμπλήρωσε ότι, ανεξάρτητα από τη χρηματοδότηση «που δεν είναι απαραίτητη», αν το ΔΝΤ μπει στο πρόγραμμα αυτό θα σημαίνει εξ ορισμού ότι θεωρεί το χρέος βιώσιμο.
Όσο η γερμανική κυβέρνηση επιμένει στην ισχυρή μεταμνημονιακή εποπτεία και φορτώνει με «αιρεσιμότητες» τον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους (δηλαδή, τον θέλει ημιαυτόματο), τόσο δυσκολεύεται η συναίνεση του ΔΝΤ στο να σφραγίσει τη βιωσιμότητα του χρέους, παρά τις σοβαρές υποχωρήσεις που έχει κάνει
Μ’ αυτό το σενάριο, της συμμετοχής του ΔΝΤ χωρίς χρηματοδότηση, συμπίπτει και η θέση της Κομισιόν, όπως προκύπτει από δηλώσεις του αντιπροέδρου της Β. Ντομπρόβσκις, ο οποίος είπε ότι «όλοι δουλεύουν για να μείνει το ΔΝΤ στην ομάδα», δηλαδή στη μεταμνημονιακή επιτήρηση. Ωστόσο, το ΔΝΤ προσθέτει ως όρο και για τη συμμετοχή του ως τεχνικός σύμβουλος τη βιωσιμότητα του χρέους, άρα την εμπροσθοβαρή ελάφρυνση μέρους του (με επιμήκυνση, σταθεροποίηση των επιτοκίων μέρους του δανείου του EFSF και εξασφάλιση ότι για μια τουλάχιστον δεκαετία οι δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους δεν θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ) αλλά και με τον αυτόματο μηχανισμό ελάφρυνσης ανάλογα με τον ρυθμό ανάπτυξης.
Ο «λαγός» της προληπτικής γραμμής
Κι εδώ η ιστορία επαναλαμβάνεται ως προς τη γερμανική στάση. Όσο η γερμανική κυβέρνηση επιμένει στην ισχυρή μεταμνημονιακή εποπτεία και φορτώνει με «αιρεσιμότητες» τον μηχανισμό ελάφρυνσης του χρέους (δηλαδή, τον θέλει ημιαυτόματο), τόσο δυσκολεύεται η συναίνεση του ΔΝΤ στο να σφραγίσει τη βιωσιμότητα του χρέους, παρά τις σοβαρές υποχωρήσεις που έχει κάνει. Έτσι, ενώ το ΔΝΤ κρατά ανοικτή την πόρτα εισόδου, το Βερολίνο μοιάζει να του την υποδεικνύει ως πόρτα εξόδου από την Ελλάδα. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά απίθανο η κυβέρνηση συνασπισμού Χριστινανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών ν’ αφήσουν να συμβεί το «κακό». Η προτεραιότητα είναι ο συμβιβασμός και σ’ αυτό παίζει ρόλο ακόμη και ο πρόεδρος της γερμανικής βουλής, Β. Σόιμπλε.
Κάπου εδώ μπαίνει ξανά στο τραπέζι το σενάριο της προληπτικής πιστωτικής γραμμής, που επανέφεραν στελέχη της ΕΚΤ. Η γερμανική κυβέρνηση απέφυγε να το αποκλείσει δηλώνοντας δια του εκπροσώπου της ότι «το θέμα τώρα είναι η τέταρτη αξιολόγηση», ενώ ο Ε. Τσακαλώτος εξακολουθεί να διαφωνεί με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο θα απέκλειε την πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας. Το ΔΝΤ δηλώνει «Πόντιος Πιλάτος» στο θέμα, η Κομισιόν το απορρίπτει, άρα το ερώτημα είναι γιατί και από ποιον επανέρχεται. Το πιθανότερο είναι ότι όσοι το κραδαίνουν ως σκιάχτρο κατά της «καθαρής εξόδου», το χρησιμοποιούν ως «λαγό» για να γίνει αποδεκτό ένα ισχυρό, «υβριδικό» πλαίσιο μεταμνημονιακής εποπτείας, με μαρκάρισμα πολύ στενότερο από αυτό που προβλέπουν οι κοινοτικοί κανονισμοί. Και ο κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενος για ένα τέτοιο σχήμα είναι η γερμανική κυβέρνηση.
Τα προπαιτούμενα
Με δεδομένη την ασάφεια που εξακολουθεί και επικρατεί στο μέτωπο των δανειστών, το περιεχόμενο της τέταρτης αξιολόγησης και της τεχνικής συμφωνίας που κλείνει (ίσως και σήμερα, Σάββατο) είναι πράγματι η απόλυτη προτεραιότητα κυβέρνησης – κουαρτέτου. Η κατάργηση του αφορολογήτου (2020) και η νέα περικοπή των συντάξεων (2019) παραμένουν η αδιαπραγμάτευτη και οδυνηρή πραγματικότητα για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Στα εργασιακά (κατώτατος μισθός, συλλογικές συμβάσεις, διαιτησία) μεταδίδεται εικόνα σύγκλισης, αλλά δεν είναι σαφής η κατεύθυνση των αλλαγών. Στην πρόνοια επιδιώκεται μια διευρυμένη εκδοχή του επιδόματος στέγασης για τα πολύ φτωχά στρώματα, την ώρα που παραμένει άγνωστο αν θα υπάρξει προστασία της πρώτης κατοικίας, με παράταση του νόμου Κατσέλη από το 2019, ενώ αναμένονται οι νέες αντικειμενικές αξίες, νέος ΕΝΦΙΑ, επιτάχυνση και γενίκευση των πλειστηριασμών. Το μίγμα εμπλουτίζεται με ένταση της πίεσης για είσπραξη φορολογικών οφειλών, αλλά και με ένα Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που δεν είναι γνωστό τι είδους δεσμεύσεις θα περιλαμβάνει μέχρι το 2022.