Ζούμε σε μια εποχή περίπλοκη με χαοτικές αβεβαιότητες, εποχή της μετα-νεωτερικότητας και της μετα-δημοκρατίας. Ο πολιτικός ρεαλισμός έχει γίνει κυρίαρχος και λοιδορεί οποιονδήποτε αποζητά να συλλογιστεί έξω από το στενό καταθλιπτικό του πλαίσιο.

Οδηγηθήκαμε να βιώνουμε στο δυτικό κόσμο μόνο παραλλαγές του φιλελευθερισμού που δεν αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση, θεωρώντας τη ως μονόδρομο, ενώ ελάχιστοι σήμερα θυμούνται ότι ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός.

Η πολιτική οικονομία δεν διακρίνεται από την οικονομία κι ας έχει τόση σχέση με αυτήν όσο τα μαθηματικά με την αριθμητική. Η πολιτική οικονομία ως κοινωνική επιστήμη περιλαμβάνει μια σειρά από έννοιες, όπως τη σχετικότητα, τη δικαιοσύνη, τις κάθε είδους συγκρούσεις και συμπεριφορές, τις σχέσεις των ανθρώπων με τη φύση.

Ούτε η Αριστοτελική σύλληψη της λογικής διακρίνεται από τον δυτικό ορθολογισμό.

Ο Αριστοτέλης, σε αντίθεση με τη Δύση, που υιοθέτησε άτεγκτους κανόνες ηθικής συμπεριφοράς και συγκεκριμένες νόρμες για το καλό και το κακό, δεν δέχεται την ύπαρξη γενικών ηθικών κανόνων, πολύ δε περισσότερο την ύπαρξη συγκεκριμένης μορφής του καλού και του κακού.

Είναι, όμως, η πολιτική οικονομία και η λογική τα εργαλεία που δίνουν τη δυνατότητα να γίνει συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατάστασης και όχι η οικονομία ή ο δυτικός ορθολογισμός, στην κλασσική ή μετα-νεωτερική μορφή του. Και είναι μόνο μια τέτοιου είδους ανάλυση που μπορεί να αμφισβητήσει και να ξεπεράσει τα στενά όρια του πολιτικού ρεαλισμού.

Αυτός είναι ο λόγος που περιθωριοποιούνται οι Κοινωνικές Επιστήμες, ο λόγος που χειραγωγούνται με πολιτικές σκοπιμότητες η επιστήμη, η έρευνα και η τεχνολογία. Η απελευθέρωσή τους από αυτές τις σκοπιμότητες θα αναδείκνυε τις δυνατότητες τους να ωφελήσουν την κοινωνία αντί να συνεχίζουν να αποτελούν οχήματα συντήρησης ενός φθαρμένου συστήματος ελέγχου και πλουτισμού όλο και λιγότερων.

Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να τολμά μια εφημερίδα να αναδεικνύει «αιρετικές» φωνές και απόψεις, ακόμα και αντικρουόμενες, απέναντι στην καταιγιστική ομοιομορφία των «ρεαλιστικών» απόψεων που δεν αφήνουν χώρο στο λογισμό και το όνειρο. Απόψεων που σε κάνουν να νιώθεις βαθειά το παράπονο του Γ. Σεφέρη: «Να νοσταλγείς τον τόπο σου, ζώντας στον τόπο σου, τίποτε δεν είναι πιο πικρό».

Εύχομαι στο Δρόμο να πετύχει το στόχο που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του: να συμβάλλει στο άνοιγμα καινούριων δρόμων, δρόμων που αν δεν υπάρχουν, τους ανοίγεις περπατώντας.

Να εμπνεύσει έτσι ώστε να δοθεί μια ευκαιρία σε όσους ονειρεύονται την πραγμάτωση αυτού για το οποίο επέμενε ο Ι. Wallerstein: «Πρέπει να εφεύρουμε μια νέα γλώσσα, ώστε να ξεπεράσουμε τις αυταπάτες των τριών δήθεν διακριτών αρένων, της κοινωνίας, της οικονομίας και της πολιτικής.»

* Η Βάννα Σφακιανάκη είναι αρχιτέκτονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!