Φωτ.: The Cry, του Oswaldo Guayasamin
Οι κυβερνήτες αυτής της χώρας, σημερινοί και επίδοξοι αυριανοί, δεν έχουν καμιά ανησυχία.
Μπορούν να περιγελούν τις προσδοκίες, τις ελπίδες και τη στοιχειώδη νοημοσύνη των πολιτών, ατιμώρητα.
Τη στιγμή που η χώρα καταστρέφεται, αυτοί ονειρεύονται «δίκαια ανάπτυξη ». Τη στιγμή που οι θεσμοί και οι αγορές θα ελέγχουν απόλυτα την οικονομία της χώρας, αυτοί, χωρίς ντροπή, πανηγυρίζουν για το τέλος των μνημονίων.
Τη στιγμή που τα σύννεφα πολέμου πυκνώνουν στη γειτονιά μας, παραχωρούν τη βάση της Σούδας στις ΗΠΑ, προσδοκώντας ότι έτσι θα διασωθούν από τον επεκτατισμό της Τουρκίας.
Μπορούν να κατεδαφίζουν με άνεση την παιδεία, την υγεία, τις εργασιακές σχέσεις, την ίδια την αξιοπρέπεια μας, χωρίς να λογαριάζουν το παραμικρό.
Το μόνο που απασχολεί είναι η ανακάλυψη των αναγκαίων εκβιαστικών διλημμάτων που θα εξασφαλίσουν τη διαιώνιση της εξουσίας τους έναντι των αντιπάλων τους. Αντιπάλων φανταστικών μιας και εφαρμόζουν την ίδια ακριβώς πολιτική και, εσχάτως, με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα. Ανάπτυξη, έξοδος στις αγορές, επενδύσεις, ευρωπαϊκή προοπτική. Τίποτα δεν αλλάζει, όλα τα ίδια μένουν…
Η βασικότερη αιτία της αίσθησης ότι δεν κινδυνεύουν, είναι η σιωπή που έχει επιβληθεί στην κοινωνία. Σιωπή, λόγω της απόγνωσης που έχουν επιβάλλει οι πολιτικές τους. Σιωπή, μετά από μια περίοδο ανάτασης, λόγω της διάψευσης των προσδοκιών, λόγω της επιβολής του ιδεολογήματος ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Αναμφισβήτητα αυτή η σιωπή της κοινωνίας είναι η μεγαλύτερη επιτυχία των κυβερνητικών παραγόντων όλων των αποχρώσεων. Επιτυχία που δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς την άμεση συμβολή και εμπλοκή των ποικιλώνυμων μέσων έντυπης και ηλεκτρονικής ενημέρωσης. Χωρίς την καταλυτική συμβολή χειριστικών μηχανισμών της εξουσίας που έχουν αναδειχθεί στο πιο αποτελεσματικό της όπλο.
Η σιωπή της κοινωνίας αποτελεί το κομβικό πρόβλημα της ελληνικής πραγματικότητας. Όποιος πραγματικά ενδιαφέρεται για την υπέρβαση του ζοφερού παρόντος, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από εκεί τις προσπάθειες του. Να απομυθοποιήσει στερεότυπα και σκουριές δεκαετιών που έχουν συσσωρευτεί στο σώμα μιας απελευθερωτικής πολιτικής.
Δεν είναι αρκετό το αγκομαχητό, τα προβλήματα, η απόρριψη, η απόγνωση, η οργή για να φέρουν την αλλαγή. Είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες. Η κοινωνία στρέφει την πλάτη, παρακάμπτει ευκολίες, καταγγελίες, συνθήματα και συνθηματολογίες. Παρακάμπτει την πολιτική όπως τη γνωρίσαμε. Δεν πείθεται, δεν συγκινείται από αυτήν. Κάηκε από αυτά και δεν είναι πρόθυμη να ακολουθήσει τα ίδια μονοπάτια.
Με αυτή την έννοια, ούτε οι εξαγγελίες για «εξεγέρσεις», ούτε η αναζήτηση «αφετηριών της αντεπίθεσης», ούτε οι εμβαθύνσεις στην «αντικαπιταλιστική προοπτική» μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο. Πολύ περισσότερο δεν πείθουν οι αναδιατάξεις και οι προετοιμασίες για τις επόμενες εκλογές, όσο αυτές περιορίζονται στην πολιτική διάσωση, με την εκλογή στη Βουλή, γνωστών και άγνωστων πρωταγωνιστών της προηγούμενης περιόδου.
Η κοινωνία αναζητά, πιεστικά, ρεαλιστική πρόταση διεξόδου από το σήμερα. Αναζητά συνολική λύση σε ένα πολύπλευρο και πολυπαραγοντικό αδιέξοδο.
Αναζητά, παράλληλα, διαδικασίες που να εξασφαλίζουν συμμετοχή, συνευθύνη και έλεγχο στη νέα προσπάθεια. Τα παλιά «κλασικά εικονογραφημένα» πρέπει να ξεπεραστούν αποφασιστικά.
Είναι ήδη αργά.
Το τέλος της απάθειας και της ανοχής δεν είναι απλά αναγκαίο. Έχει τις δικές του προϋποθέσεις…