της Ζαχαρούλας Σαρρή*
Σε πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ η υφυπουργός, νοσοκομειακή ιατρός κ. Γκάγκα ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το φαινόμενο της άρνησης αρρώστων με Covid-19 να δεχθούν να διασωληνωθούν και να μπουν σε μηχανικό αερισμό σε μονάδα εντατικής. Η υπουργός απέφυγε ν’ απαντήσει στο ερώτημα λέγοντας ότι έχει σαν αιτία του ένα σύνολο προβλημάτων.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ να απαντήσει μια νοσοκομειακή γιατρός-υπουργός όταν γνωρίζει ότι τρεις ΜΕΘ στη χώρα είχαν θνητότητα 100% μέχρι το καλοκαίρι και δεν υπήρξε καμία αιτιολόγηση του γεγονότος από κανέναν αρμόδιο (διοικητή νοσοκομείου, υπουργό κ.ά); Τί να απαντήσει όταν γνωρίζει πόσο υποστελεχωμένες είναι οι ΜΕΘ και τα νοσοκομεία; Πόσες προσλήψεις ιατρικού και κυρίως νοσηλευτικού προσωπικού χρειάζονταν τα κρεβάτια ΜΕΘ ‒που η κυβέρνηση καμαρώνει ότι διπλασίασε‒ για να λειτουργήσουν, και πόσες έγιναν;
Για να δεχθεί ένας άνθρωπος που έχει συνείδηση της κατάστασης του, ή οι συγγενείς του, να υποστεί μία τόσο παρεμβατική ιατρική πράξη όσο η διασωλήνωση, θα πρέπει να έχει προϋπάρξει μια σχέση εμπιστοσύνης. Με τον πρωτοφανή τρόπο που λειτούργησαν τα νοσοκομεία στη διάρκεια της επιδημίας διαταράχθηκε κάθε προϋπάρχουσα εμπιστοσύνη. Με την απομόνωση των νοσηλευομένων με Covid-19 και την πλήρη απαγόρευση επαφής με τους οικείους τους καταργήθηκαν ουσιαστικά τα δικαιώματα των ασθενών, όπως κατοχυρώνονται από τον Ν.2071/1992 αρθ.47 και τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας Ν.3418/2005, μετατρέποντάς τους σε «γυμνές ζωές». Μαζί με τις προστατευτικές στολές εξαφανίστηκε και το πρόσωπο του υγειονομικού, καθιστώντας δύσκολη την προσωποποίηση της ευθύνης.
Είναι γνωστό ότι, λόγω έλλειψης νοσηλευτικού και άλλου αναγκαίου προσωπικού, οι συγγενείς φρόντιζαν συνήθως για τις ζωτικές ανάγκες των ασθενών, ιδιαίτερα εάν αυτοί δεν μπορούσαν να αυτοεξυπηρετηθούν. Με την πλήρη απαγόρευση προσέγγισης, πώς καλύπτονται αυτές οι ανάγκες; Πόσο επιβαρύνει αυτή η συνθήκη την έκβαση τους;
Τα νοσοκομεία και πριν την πανδημία, λόγω της μεγάλης έλλειψης δομών πρωτοβάθμιας υγείας, βρίσκονταν υπό πίεση. Ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, η ασφυξία στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, τα ράντζα στους διαδρόμους των παθολογικών κλινικών καθώς και η έλλειψη κρεβατιών ΜΕΘ ήταν ένα πολύ συχνό φαινόμενο. Δεν αποτελούσε όμως αντικείμενο δημοσιότητας διότι ήταν η κανονικότητα και για τα ΜΜΕ και για τις κυβερνήσεις.
Με την έναρξη της πανδημίας, η κύρια αιτιολόγηση του lockdοwn ήταν η αποφυγή της ανεπάρκειας και κατάρρευσης των νοσοκομείων λόγω του φόβου ανεξέλεγκτων κοινωνικών αντιδράσεων. Όμως, παρά τη μεγάλη διάρκεια του, τα νοσοκομεία ουσιαστικά κατέρρευσαν. Οι χρονίως πάσχοντες και τα μη επείγοντα περιστατικά παραμελήθηκαν λόγω κλεισίματος των τακτικών ιατρείων και της μετατροπής των περισσότερων κλινικών, ακόμη και ολόκληρων μεγάλων νοσοκομείων, σε «μονάδες Covid», χωρίς να υπάρξει αντίδραση.
Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ στη συντριπτική της πλειοψηφία αποδέχθηκε από την αρχή την κυρίαρχη αφήγηση για την πανδημία. Δεν αμφισβήτησε καν την τρομολαγνεία που καλλιεργείτο με κάθε μέσο. Δεν αναρωτήθηκε άραγε μέχρι σήμερα, σχεδόν δύο χρόνια μετά, μέσα σε ποιο παγκόσμιο ιστορικό περιβάλλον εμφανίστηκε το πρόβλημα; Αν είναι αμιγώς υγειονομικής φύσεως; Ποιο είναι το μέγεθος, η βαρύτητα και οι ιδιαιτερότητες του; Με τί μέτρα μπορεί να αντιμετωπιστεί και αν αυτά που λαμβάνονται μπορούν να το λύσουν;
Η Αριστερά, που από τις καταβολές της γνωρίζει, βιωματικά και θεωρητικά, ότι κανένα πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί προς όφελος της κοινωνίας ερήμην της, βλέποντας εξ αρχής την τερατώδη προσπάθεια που γινόταν για διόγκωση του κινδύνου θανάτου από τη νόσο και την τρομολαγνεία, όφειλε ν’ απαιτήσει να δημοσιοποιούνται όλα τα υγειονομικά στοιχεία ώστε να φανούν οι πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος, και να διεκδικήσει ορθολογικά κοινωνικά και υγειονομικά μέτρα αντιμετώπισης. Να αμφισβητήσει την εφαρμογή μαθηματικών μοντέλων στη πραγματική ζωή (τα οποία πολύ γρήγορα διαψεύστηκαν, χωρίς να νοιώσει κανείς την ανάγκη να απολογηθεί για τις συνέπειες τους). Αντίθετα, αποδεχόμενη την κυρίαρχη αφήγηση, περιορίστηκε σε μια γενικόλογη απαίτηση για πρωτοβάθμια υγεία, κρεβάτια εντατικής, προσλήψεις, επίταξη του ιδιωτικού τομέα και μαζικό εμβολιασμό.
Ήταν οφθαλμοφανές ότι το εμβόλιο θ’ αποτελούσε εργαλείο για τον ψηφιακό έλεγχο της κοινωνίας, και θ’ ακολουθούσε υποχρεωτικότητα για όσους δεν πειθαναγκάζονται με μέτρα και απειλές
Δεν είδε τη σημασία που έχει η προτεραιότητας της φροντίδας των ασθενών σε πρωτοβάθμιο επίπεδο εκτός νοσοκομείων. Αν είχε φρεναριστεί η διάχυση του πανικού, θα μπορούσαν οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια και μέτρια νόσο, χωρίς υποκείμενα νοσήματα, να νοσηλεύονται σε ανθρώπινες συνθήκες με ασφάλεια στο σπίτι τους, με την παροχή ιατρικής περίθαλψης κατ’ οίκον. Θα μπορούσαν οικειοθελώς ιδιώτες γιατροί (παθολόγοι, πνευμονολόγοι και γενικοί) να τους παρακολουθούν με αμοιβή από το κράτος. (Υπενθυμίζω ότι το υπουργείο συζητούσε να γίνεται κατ’ οίκον εμβολιασμός από ιδιώτες γιατρούς με αμοιβή.) Με την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη της πλειοψηφίας των αρρώστων θα μπορούσε να μειωθεί η πίεση στα νοσοκομεία, να λειτουργούν αυτά κανονικά για όλα τα νοσήματα και να έχουν λιγότερους ασθενείς τα τμήματα Covid-19, με συνέπεια την καλύτερη λειτουργία. Θα μπορούσαν έτσι να μειωθούν και οι ανάγκες σε κλίνες εντατικής θεραπείας, διότι στην πορεία της νόσου, εκτός από την προϋπάρχουσα γενική κατάσταση της υγείας του ασθενούς, το ιικό φορτίο, την υποστήριξη (υγρά, τροφή, βιταμίνες), σημαντικό ρόλο παίζει η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και η στενή παρακολούθηση για την έγκαιρη αντιμετώπιση επιπλοκών, όπως μικροβιακής επιλοίμωξης και άλλων, που επιβαρύνουν πολύ την εξέλιξη. Ένα καθόλου αμελητέο πλεονέκτημα είναι ότι οι ασθενείς δεν θα ήταν εκτεθειμένοι σε ανθεκτικά νοσοκομειακά μικρόβια. Επιπλέον, στα αρχικά στάδια της νόσου, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ορθολογικά φάρμακα που έχει διαπιστωθεί η αποτελεσματικότητα τους, και να γίνουν επιπροσθέτως μελέτες.
Το σημαντικότερο όμως και πλέον ανεξήγητο είναι η συστράτευση και εμμονή της αριστεράς στα εμβόλια σαν πανάκεια για τη λύση του προβλήματος· ενώ, πριν καλά-καλά πάρουν την άδεια κυκλοφορίας «υπό προϋποθέσεις», είχαν συνδεθεί μέσω του «green pass» με την επιτήρηση. Ήταν οφθαλμοφανές ότι το εμβόλιο θ’ αποτελούσε εργαλείο για τον ψηφιακό έλεγχο της κοινωνίας, και θ’ ακολουθούσε υποχρεωτικότητα για όσους δεν πειθαναγκάζονται με μέτρα και απειλές. Ακόμα και η επιβολή της υποχρεωτικότητας δεν άγγιξε τα αντανακλαστικά της Αριστεράς: μάλλον είναι νεκρή ή σε κώμα…
Εμμονικά συνεχίζει να υποστηρίζεται απ’ όλους ο μαζικός εμβολιασμός ακόμη και στα παιδιά, ενώ δεν διατρέχουν κίνδυνο βαριάς νόσησης από τον ιό, με ένα εμβόλιο που δεν έχει ολοκληρωθεί καν η τρίτη φάση των κλινικών μελετών του, με το πρόσχημα της δημιουργίας «τείχους ανοσίας», αγνοώντας τις άμεσες σοβαρές παρενέργειες (μυοκαρδίτιδες, περικαρδίτιδες), την πιθανότητα μεσομακροπρόθεσμων προβλημάτων και την παρεμπόδιση απόκτησης φυσικής ανοσίας – ισχυρότερης και μεγαλύτερης διάρκειας απο την εξάμηνη που, όπως λέγεται, προσφέρει το εμβόλιο.
Βρισκόμαστε σήμερα με εμβολιασμένο πλήρως το 60% του πληθυσμού περίπου, σε ένα τρίτο κύμα που ξεκίνησε από τον Ιούλιο, με δείκτη θετικότητας να πλησιάζει το 2 και αρκετές εισαγωγές στα νοσοκομεία και τις ΜΕΘ. Η εικόνα είναι παρόμοια με την περσινή του τρίτου δεκαήμερου του Οκτώβρη. Οι ανεμβολίαστοι απαγορεύονται σε κλειστούς χώρους και κυκλοφορούν με τεστ σε μαζικούς (χώρους εργασίας, μέσα μεταφοράς). Οι εμβολιασμένοι δεν έχουν κανέναν περιορισμό. Είναι όμως γνωστό ότι και οι εμβολιασμένοι κολλούν τον ιό και τον μεταδίδουν. Τα στοιχεία των τεστ, στη συντριπτική πλειονότητα. προέρχονται από ανεμβολίαστους λόγω της υποχρέωσης τους σε συχνούς ελέγχους Δεν γνωρίζουμε καθόλου τί δείκτης θετικότητας στον ιό υπάρχει στους εμβολιασμένους και αν, όσοι κόλλησαν τον ιό και τον πέρασαν με συμπτώματα ή όχι, και δεν έχουν εμβολιαστεί, τον κολλούν και τον μεταφέρουν. Ταυτόχρονα, οι αριθμοί που δημοσιοποιούνται για τις εισαγωγές στα νοσοκομεία, τις ΜΕΘ και τους νεκρούς δεν ξεχωρίζουν τις δύο ομάδες.
ΜΕ ΑΥΤΑ τα δεδομένα δεν είναι δυνατό να βγει κανένα συμπέρασμα σχετικά με την επίδραση του εμβολίου στη μείωση της διασποράς, στη νόσηση και τη σοβαρότητα της· αν πρέπει να παρθούν μέτρα, και για ποια ομάδα· αν εξασθένησε η ανοσία· αν χρειάζεται τρίτη δόση σε όλους για να επιβιώσουμε και αυτό το εξάμηνο. Θα χρειαστεί μήπως και τέταρτη; Έχει γίνει μελέτη κόστους/οφέλους εάν συνεχίσουμε έτσι με τα εμβόλια; Από τον μέσο όρο επταημέρου τού δείκτη θετικότητας του ιού, φαίνεται ότι δεν έπεσε ποτέ κάτω από 1 στη διάρκεια του 2021 και ήταν κάτω από απο 2 μόνο κατά τα διαστήματα από 13/9 ώς 13/7 και από 13/9 ώς 31/10 τουλάχιστον. (1) Για να βγουν τεκμηριωμένα συμπεράσματα κι εναλλακτικές στρατηγικές χρειάζεται να υπάρχουν και να δημοσιοποιούνται όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία τουλάχιστον, με αξιοπιστία και διαφάνεια. Διότι δεν συγχωρείται για άλλη μία φορά να πούμε, όπως με τα μνημόνια, there is not alternative.
* H Ζαχαρούλα Σαρρή είναι παιδίατρος
Παραπομπές
1) https://www.stelios67pi.eu/eody.html