Από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Tέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του ο Νίκος Νικολαΐδης «ξαναζεί» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, καθώς το συνολικό του έργο θα αποτελέσει αντικείμενο ενός σπονδυλωτού αφιερώματος στο πρόσωπό του που θα εξελιχθεί από τις 26 Μαϊου έως την 1η Ιουνίου.
Είναι η πρώτη φορά που διοργανώνεται στην Αθήνα αφιέρωμα τέτοιας έκτασης για τον ασυμβίβαστο δημιουργό του κινηματογράφου με την προβολή όλων του των ταινιών. Ταινιών που ενόσω ζούσε είχαν διχάσει κοινό και κριτικούς, καθώς κινούνταν στον αντίποδα των καθιερωμένων κινηματογραφικών επιλογών. Οι «χαρακτήρες» του Νικολαΐδη είναι άνθρωποι στα όρια, σε παράλογες ή ακραίες καταστάσεις, που παίζουν το τελευταίο τους, συνήθως καμένο, χαρτί. Τα προσφιλή θέματά του, η πάλη με κάθε λογής εξουσία το παιχνίδι μεταξύ σεξ και θανάτου, τα φαντάσματα του παρελθόντος η συντροφικότητα και ο έρωτας.
Το αφιέρωμα εκτός από τις προβολές θα αναπτυχθεί σε δύο ακόμη άξονες που περιλαμβάνουν έκθεση ζωγραφικής με πρωτότυπα έργα επώνυμων καλλιτεχνών που εμπνέονται από το έργο του και συναυλία καλλιτεχνών και συγκροτημάτων με τραγούδια εμπνευσμένα από ή γραμμένα για τις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη.
Παράλληλα, τέλη Μαΐου θα κυκλοφορήσει ένα DVD με όλες τις ταινίες και θα επανεκδοθούν τρία βιβλία του. Έως τότε αξίζει να παραθέσουμε ένα «προφητικό» απόσπασμα από το τελευταίο του μυθιστόρημα που γράφτηκε στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας:
«Οι κοινωνίες και οι θεσμοί βρίσκονται υπό συνεχή κρίση και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. Οι διανοούμενοι (ποιοι και πόσοι τάχα;) βρίσκονται σε συνεχή νάρκη… Οκτώ χρόνια πριν από το τέλος του 20ού αιώνα, δεν θα ήθελα να επιβαρύνω την ήδη υπάρχουσα σύγχυση με την προσωπική μου θολή μαρτυρία. Επισημαίνω, όμως, τον απόλυτο θρίαμβο του κρατικού φασισμού, την οριστική εγκατάσταση του “στερεότυπου” και των μεταλλαγμένων και, τέλος, την επιτυχή μεταμόσχευση του τηλεοπτικού κοντρόλ-σύστεμ στον κοινωνικό κορμό… Στην περίοδο που ζούμε ο καθένας πρέπει να εντάξει τον προσωπικό του εφιάλτη σ’ έναν συλλογικό εφιάλτη και ν’ αρχίσει να επεξεργάζεται μόνο αυτόν… Φριχτά δικαιωμένος που ο εφιάλτης προχωράει κατά κει που υπολόγιζα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο».