Στα θετικά, το μεγάλο εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Ποσοστό ιστορικό και ελπιδοφόρο που σηματοδοτεί την αποπεριθωριοποίηση της Αριστεράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ εισέβαλε στο πολιτικό προσκήνιο ως πρωταγωνιστής και απέκτησε επιρροή σε τμήματα του λαού με διαφορετική πολιτική κατεύθυνση και αποδοχή από το σύνολο της κοινωνίας. Δίνεται πλέον η αίσθηση ότι κρατάει την προοπτική του στα χέρια του.
Παράλληλα, εξίσου αξιοσημείωτο στοιχείο των εκλογών αναδείχτηκε και το εξής: Ο λαός, ανεξαρτήτως του πώς τοποθετήθηκε, γνώριζε ανά πάσα στιγμή σε ποια πλευρά είναι το δίκιο, κατανόησε τις επισημάνσεις της Αριστεράς. Έπρεπε όμως επιπρόσθετα, να βρει το σθένος να σταθμίσει και να ξεπεράσει το ενδεχόμενο κόστος των αποφάσεών του, με συνέπεια, αυτή η προεκλογική περίοδος να σφραγιστεί από διλήμματα που στόχευαν στο λαϊκό φρόνημα και τη διαμόρφωσή του. Μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων βρήκε τελικά το κουράγιο, επέδειξε πνεύμα ανυποταξίας και ελευθερίας και υπερέβη την επιχειρηματολογία του συστημισμού, σε σημείο που αυτή η απόφαση, υπό τις συνθήκες που επιτεύχθηκε, να εγγράφεται στο πεδίο των μεγάλων αγώνων. Επρόκειτο για μια ηχηρή απάντηση δημοκρατικού χαρακτήρα.
Το τρίτο θετικό που συμπεριλαμβάνεται στο εκλογικό αποτέλεσμα (παρ’ όλο που τα πολωτικά διλήμματα το κατέστησαν ασαφές), είναι η μονιμότερη παρουσία του αντιμνημονιακού ρεύματος της 6ης Μαΐου, το οποίο επιχειρεί τώρα να μετεξελιχθεί και να αναζητήσει κατεύθυνση διεξόδου διαμέσου της πολιτικής πάλης.
Αρνητικές πλευρές
Το αποτέλεσμα όμως των εκλογών, ανάδειξε και δεδομένα που ενέχουν αρνητικές πλευρές. Κεντρικό χαρακτηριστικό είναι η πόλωση, που αποτέλεσε το μηχανισμό επανασύστασης του πολιτικού συστήματος, ταυτόχρονα εγκλωβισμού και εκτροπής της αμφισβήτησής του. Η πόλωση βοήθησε να ανασυσταθεί η Δεξιά, η οποία από ετοιμόρροπη και έτοιμη να ακολουθήσει την τύχη του ΠΑΣΟΚ, βρέθηκε μεταξύ της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου στη διακυβέρνηση, αφού πρώτα διέγραψε μια διαδρομή ενίσχυσής της με τα πλέον φθαρμένα πολιτικά πρόσωπα και υλικά. Η πόλωση αυτή, επανομιμοποίησε το πολιτικό σύστημα γιατί λειτούργησε στο εσωτερικό του. Αποτέλεσε τη βασική εκλογική τακτική διάσωσης της Ν.Δ. (από εκείνη κυρίως εκπέμφθηκε), αλλά και από την πλευρά της η Αριστερά, όχι μόνο δεν την απέφυγε, αλλά ούτε έδειξε να θέλει να κινηθεί έξω από αυτήν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί να μην ακολούθησε στο υβρεολόγιο και τη συνθηματολογία που επέβαλε η Ν.Δ., ωστόσο δεν στράφηκε σε μια διαφορετική εκλογική τακτική. Ας σημειωθεί π.χ. πως η Αριστερά δεν στοχοποίησε το πολιτικό σύστημα, παρά μόνον το δικομματισμό, για να αποφύγει ίσως τη δική της ανάγκη για αλλαγή, διστάζοντας να αναλάβει το μερίδιο που της αναλογεί στην πορεία υπέρβασης του πολιτικού συστήματος. Εκ των υστέρων, καθώς το πολιτικό σύστημα παραμένει στη θέση του -παρά τους διετείς αγώνες- και στη διακυβέρνηση βρίσκεται η Ν.Δ., με ενισχυμένη μάλιστα τη Χρυσή Αυγή, μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία αυτής της πόλωσης.
Το δεύτερο αρνητικό σημάδι των εκλογών, εξαιρετικά ορατό κι αυτό, είναι ο εγκλωβισμός και η καθήλωση του ριζοσπαστικού κινήματος της προηγούμενης μακροχρόνιας περιόδου. Ο ριζοσπαστισμός, κοινωνικός, μαχητικός, διαρκώς ενισχυόμενος από μικρές κινηματικές κοίτες, οδηγήθηκε τους τελευταίους μήνες στο καθαρά πολιτικό πεδίο για να βρει διέξοδο. Εκεί ζητούμενο ήταν ακριβώς η αναζήτηση των όρων και των προϋποθέσεων αυτής της πορείας και η αναζήτηση του αντίστοιχου πολιτικού προσανατολισμού, που αναλογούσε όμως κυρίως στην Αριστερά να τον διαμορφώσει. Η τελευταία, ενώ ταυτίστηκε, συνδέθηκε και εξέφρασε τον ριζοσπαστισμό, αδυνατώντας να προσφέρει απαντήσεις σε πολύπλευρα προβλήματα, απέτυχε να συνδράμει ουσιαστικά. Γι’ αυτό και σήμερα ο ριζοσπαστισμός κατακερματίζεται, μοιάζει να φυγοκεντρείται και να εκτρέπεται, ενώ η κοινωνική ζύμωση παίρνει έκδηλα συγχητικά χαρακτηριστικά.
Αντισυστημισμός και Χρυσή Αυγή
Τέλος, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, που ήρθε στην επικαιρότητα επενδύοντας στο φόβο που διαπερνά τα πάντα, αποτελεί το προφανές αρνητικό των εξελίξεων. Το φαινόμενο αυτό που απηχεί τη σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας, συνδέεται με πολλές πλευρές, (ρατσισμός, συμμοριοποίηση, αποδοχή της κοινωνικής βίας, παρακράτος και πολλά άλλα). Ωστόσο, το κρίσιμο σημείο είναι, πως η Χρυσή Αυγή, έστω ως χοντροκομμένη, αρχαϊκή ή βαρβαρική εκδοχή, αντλεί από μια κακοήθη μεν, ωστόσο αντισυστημικού τύπου, επικρότηση. Απέναντι σ’ αυτήν την πραγματικότητα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι επικοινωνιακή, αλλά παραπέμπει και πάλι στις ελλείψεις της Αριστεράς, που θα πρέπει τώρα να διαμορφώσει ουσιαστικό αντισυστημικό λόγο για ζητήματα με τα οποία δεν είχε ποτέ καταπιαστεί.
Αν η Αριστερά αποποιηθεί τον αντισυστημικό της ρόλο, αν δεν μπορέσει να κινηθεί υπερβατικά, εντάσσοντας τις αρνητικές πτυχές των πραγμάτων σε ένα σχέδιο διεξόδου, θ’ ανοίξει μια περίοδος εκρηκτικών πολιτικών αντιθέσεων (πλάι στις κοινωνικές), χωρίς προσανατολισμό και διέξοδο, ικανή να εγκλωβίσει και να τροφοδοτήσει μια δυναμική πόλωσης, όχι μόνο εκλογικού αλλά και πολιτικού χαρακτήρα, γύρω από το σύνολο των προβλημάτων.
Το βέβαιο είναι ότι αυτή η κυβέρνηση, παρά τη στήριξη του ξένου παράγοντα, θα χρεοκοπήσει. Θα αποτύχει να λύσει τα προβλήματα και η κατάσταση σταδιακά θα οξυνθεί. Σ’ αυτό το ενδεχόμενο, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η κυβερνητική φθορά θα εισπραχτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Για να συμβεί αυτό, προϋποτίθεται ότι η Αριστερά θα μιλήσει και για τη διακυβέρνηση, όχι μόνο για το Mνημόνιο, θα συγκροτήσει δηλαδή ένα πολιτικό σχέδιο για τη χώρα και την αντίστοιχη κατεύθυνση διεξόδου. Διαφορετικά, η επιδείνωση της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης θα λειτουργήσει αποδιαρθρωτικά.