Της Μαρίας Πετρίτση. Η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι από τη σιδερώστρα και κοίταξε στον ακάλυπτο. Ήταν γύρω στα εξήντα, τροφαντή, με μαλλιά στο χρώμα του αβγολέμονου, ρόμπα λουλουδάτη με φραμπαλά στον ποδόγυρο και παντόφλες ορθοπεδικές, ειδικές για το φλεβίτη.
Από τη μισάνοιχτη τζαμόπορτα του τρίτου ορόφου διέκρινε το ισόγειο μπαλκόνι της κουφής γριάς, που τα απογεύματα έβλεπε τούρκικα σίριαλ και τα βράδια λιβάνιζε μπροστά στο εικονοστάσι. Η κουρτίνα ανέμιζε σαν σημαία. Η γριά άφαντη. Νωρίς και για το έργο.
Νοέμβρης μήνας και παρ’ όλο το απογευματινό αεράκι, πού και πού η Αθήνα ζεσταινόταν ακόμη από κάτι λιακάδες που θύμιζαν καλοκαίρι. Τα παράθυρα ορθάνοιχτα, οι ζωές σε κοινή θέα. Η μπουγάδα της γειτόνισσας ξεραινόταν στο σκοινί εδώ και τρεις μέρες. Η Σλοβάκα βοηθός είχε πάρει άδεια, μια βδομάδα στην πατρίδα της. Είχε πάει να δει γιο και σύζυγο, ίσως και κάποια υπέργηρη μητέρα. Η κουφή γειτόνισσα είχε μείνει μόνη με τον Κενάν και τη Λάμια στην οθόνη, που μιλούσαν ευγενικά και ουδέποτε έπαιρναν ρεπό από τα μοναχικά απογεύματά της, όπως η ευέξαπτη Σλοβάκα που συνεχώς έψαχνε αιτίες να φεύγει από το σπίτι.
«Κάποια μέρα θα ζήσω σε νησί. Στο κατώφλι μου θα έχω μια γλάστρα με βασιλικό. Θα τον ποτίζω κάθε μέρα. Με δροσερό νερό και κουβέντες. Όλοι θα τον θαυμάζουν κι εγώ θα τον χαϊδεύω διαρκώς. Μετά, θα μυρίζω τα δάχτυλά μου και θα λέω χαλάλι. Ο αέρας δεν θα ζέχνει καυσαέριο, θα ευωδιάζει αλμύρα. Το παράθυρό μου δεν θα βλέπει στον ακάλυπτο, αλλά σε πλακόστρωτο καντούνι. Κάποια μέρα θα γίνει κι αυτό…», σκέφτηκε η γυναίκα με το αβγοκομμένο μαλλί πατώντας δυνατά το πουκάμισο που είχε ραντίσει με διπλό Merito, το μόνο που της έστρωνε σωστή τσάκιση στο μανίκι.
Έπειτα σήκωσε το κεφάλι, κρέμασε το πουκάμισο σε μια μεταλλική κρεμάστρα που περίμενε στο πόμολο της πόρτας και τράβηξε ένα σεντόνι από τη λεκάνη με τα ασιδέρωτα. Μια διαπεραστική κραυγή που ακούστηκε απέξω την έκανε να αναπηδήσει. Η απέναντι από τον πρώτο μάλωνε πάλι το παιδί της, ένα εννιάχρονο κορίτσι με κατάξανθα μαλλιά και αφύσικα λιγνά πόδια. Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα και βγήκε έξω. Γονάτισε μπροστά στη γλάστρα με την τριανταφυλλιά και άρχισε να τραβάει ροδοπέταλα, που μετά τα εξαφάνιζε μέσα στο στόμα της σαν τσίχλες. Σε λίγο η φωνή της μάνας έπαψε να ακούγεται, το κορίτσι συνέχισε να τρώει τα λουλούδια και ο ακάλυπτος βυθίστηκε στην πρότερη μεσημεριανή του ησυχία.
Η γυναίκα κοίταξε τα χέρια της, παρατήρησε τις μικρές ρυτίδες και σκέφτηκε πως πάνω στο δέρμα των χεριών διαβάζει κανείς την ηλικία μιας γυναίκας. Άφησε προσεκτικά το σίδερο και έφερε ένα μπλε βαζάκι Nivea από το ράφι της κουζίνας. Άλειψε τα χέρια της και συνέχισε να τα τρίβει μέχρι που η λευκή κρέμα απορροφήθηκε εντελώς από την αφυδατωμένη επιδερμίδα. Μετά ξανάπιασε το σίδερο και αφοσιώθηκε στο σεντόνι που άχνιζε κάτω από το πρόσωπό της. Ξαφνικά, μια λάθος κίνηση την έκανε να τραβηχτεί πίσω, βάζοντας ένα δάχτυλο στο στόμα. Το σάλιο ανακούφισε κάπως το φευγαλέο κάψιμο και η γυναίκα συνέχισε να σιδερώνει όπως και πριν. «Έτσι είναι η ζωή», σκέφτηκε μειδιώντας, «καίει και πονάει, μα ο κόσμος συνεχίζει να την ονειρεύεται και να την υπομένει. Κάνει ό,τι μπορεί», κατέληξε παραβλέποντας το ελαφρύ τσούξιμο στον παράμεσο που της δυσκόλευε κάπως τη δουλειά της.
Δίπλωσε το σεντόνι και το ακούμπησε πάνω στην ράχη μιας καρέκλας. Έπειτα τράβηξε μια μαξιλαροθήκη από τη λεκάνη και ψέκασε με Merito τη χειροποίητη δαντέλα. Σιδέρωσε προσεκτικά -τρυφερά σχεδόν- το προικώο εργόχειρο και μετά το ακούμπησε πάνω στο σεντόνι. Επανέλαβε μηχανικά την κίνηση και με τη δεύτερη μαξιλαροθήκη κι έπειτα πήρε το σετ και εξαφανίστηκε στο υπνοδωμάτιο απ’ όπου αναδύθηκε σε λίγο με άδεια χέρια.
Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Η θέα κλειστοφοβική. Φαντάστηκε μιαν Αθήνα σιωπηλή, άδεια, απλωμένη. Από κάπου μακριά ακουγόταν ένα τραγούδι της Ρόζας Εσκενάζυ. Αμυδρά. Ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ένα αεροπλάνο χάραζε τα χρώματα της δύσης αφήνοντας πίσω του μια λευκή γραμμή πορείας. Προσπάθησε να φανταστεί τον επιβάτη της θέσης 29Β, τις στολές των αεροσυνοδών, το ωραίο πρόσωπο του πιλότου. Αναστέναξε ακολουθώντας το ιπτάμενο μηχάνημα με το βλέμμα. Αναρωτήθηκε σε ποιο σημείο της γης κατευθυνόταν. Τι γλώσσα να μιλούσαν και πώς να έμοιαζαν οι άνθρωποι εκεί.
Άξαφνα, η φωνή της Λάμιας που συζητούσε με τον Τζεμίλ και τον Κεμάλ από απέναντι την επανέφερε στην πραγματικότητα του ακάλυπτου. Το τηλεοπτικό Κισμέτ μιας ξένης, εξωραϊσμένης ζωής με νέους και ωραίους πρωταγωνιστές ξεκινούσε κι απόψε. Τα μπαλκόνια άδεια. Οι στατιστικές των καναλιών στα ύψη.
Το σιδέρωμα είχε τελειώσει. Η νύχτα είχε αρχίσει να απλώνεται μαλακά πάνω στις τέντες και τις κεραίες. Στα παράθυρα του ακάλυπτου αντανακλούσε η γαλάζια λάμψη της τηλεόρασης ή το κίτρινο φως μιας κοινής λάμπας. Το σπίτι ήταν βυθισμένο σε μια απόκοσμη ησυχία. Η στοίβα με τα κολλαρισμένα ρούχα έστεκε ήσυχα πάνω στην καρέκλα. Το σαλόνι σκοτεινό. Το αεροπλάνο είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Στο παρτέρι νιαούριζε μια πεινασμένη γάτα. Αστέρι ούτε για δείγμα στον ουρανό.
«Όλοι οι ακάλυπτοι του κόσμου ίδιοι πρέπει να είναι…», σκέφτηκε η γυναίκα αναστενάζοντας μαλακά και έγλυψε το μικρό έγκαυμα στο δάχτυλο αφηρημένα.
Λίγο πριν κλείσει το παράθυρο και τραβήξει τη βουάλ κουρτίνα, ένιωσε πως κοίταζε μια οθόνη τηλεόρασης που την έκοβε στα δυο η άκρη μιας θλιβερής σιδερώστρας.
Νοέμβρης μήνας και παρ’ όλο το απογευματινό αεράκι, πού και πού η Αθήνα ζεσταινόταν ακόμη από κάτι λιακάδες που θύμιζαν καλοκαίρι. Τα παράθυρα ορθάνοιχτα, οι ζωές σε κοινή θέα. Η μπουγάδα της γειτόνισσας ξεραινόταν στο σκοινί εδώ και τρεις μέρες. Η Σλοβάκα βοηθός είχε πάρει άδεια, μια βδομάδα στην πατρίδα της. Είχε πάει να δει γιο και σύζυγο, ίσως και κάποια υπέργηρη μητέρα. Η κουφή γειτόνισσα είχε μείνει μόνη με τον Κενάν και τη Λάμια στην οθόνη, που μιλούσαν ευγενικά και ουδέποτε έπαιρναν ρεπό από τα μοναχικά απογεύματά της, όπως η ευέξαπτη Σλοβάκα που συνεχώς έψαχνε αιτίες να φεύγει από το σπίτι.
«Κάποια μέρα θα ζήσω σε νησί. Στο κατώφλι μου θα έχω μια γλάστρα με βασιλικό. Θα τον ποτίζω κάθε μέρα. Με δροσερό νερό και κουβέντες. Όλοι θα τον θαυμάζουν κι εγώ θα τον χαϊδεύω διαρκώς. Μετά, θα μυρίζω τα δάχτυλά μου και θα λέω χαλάλι. Ο αέρας δεν θα ζέχνει καυσαέριο, θα ευωδιάζει αλμύρα. Το παράθυρό μου δεν θα βλέπει στον ακάλυπτο, αλλά σε πλακόστρωτο καντούνι. Κάποια μέρα θα γίνει κι αυτό…», σκέφτηκε η γυναίκα με το αβγοκομμένο μαλλί πατώντας δυνατά το πουκάμισο που είχε ραντίσει με διπλό Merito, το μόνο που της έστρωνε σωστή τσάκιση στο μανίκι.
Έπειτα σήκωσε το κεφάλι, κρέμασε το πουκάμισο σε μια μεταλλική κρεμάστρα που περίμενε στο πόμολο της πόρτας και τράβηξε ένα σεντόνι από τη λεκάνη με τα ασιδέρωτα. Μια διαπεραστική κραυγή που ακούστηκε απέξω την έκανε να αναπηδήσει. Η απέναντι από τον πρώτο μάλωνε πάλι το παιδί της, ένα εννιάχρονο κορίτσι με κατάξανθα μαλλιά και αφύσικα λιγνά πόδια. Το κορίτσι έβαλε τα κλάματα και βγήκε έξω. Γονάτισε μπροστά στη γλάστρα με την τριανταφυλλιά και άρχισε να τραβάει ροδοπέταλα, που μετά τα εξαφάνιζε μέσα στο στόμα της σαν τσίχλες. Σε λίγο η φωνή της μάνας έπαψε να ακούγεται, το κορίτσι συνέχισε να τρώει τα λουλούδια και ο ακάλυπτος βυθίστηκε στην πρότερη μεσημεριανή του ησυχία.
Η γυναίκα κοίταξε τα χέρια της, παρατήρησε τις μικρές ρυτίδες και σκέφτηκε πως πάνω στο δέρμα των χεριών διαβάζει κανείς την ηλικία μιας γυναίκας. Άφησε προσεκτικά το σίδερο και έφερε ένα μπλε βαζάκι Nivea από το ράφι της κουζίνας. Άλειψε τα χέρια της και συνέχισε να τα τρίβει μέχρι που η λευκή κρέμα απορροφήθηκε εντελώς από την αφυδατωμένη επιδερμίδα. Μετά ξανάπιασε το σίδερο και αφοσιώθηκε στο σεντόνι που άχνιζε κάτω από το πρόσωπό της. Ξαφνικά, μια λάθος κίνηση την έκανε να τραβηχτεί πίσω, βάζοντας ένα δάχτυλο στο στόμα. Το σάλιο ανακούφισε κάπως το φευγαλέο κάψιμο και η γυναίκα συνέχισε να σιδερώνει όπως και πριν. «Έτσι είναι η ζωή», σκέφτηκε μειδιώντας, «καίει και πονάει, μα ο κόσμος συνεχίζει να την ονειρεύεται και να την υπομένει. Κάνει ό,τι μπορεί», κατέληξε παραβλέποντας το ελαφρύ τσούξιμο στον παράμεσο που της δυσκόλευε κάπως τη δουλειά της.
Δίπλωσε το σεντόνι και το ακούμπησε πάνω στην ράχη μιας καρέκλας. Έπειτα τράβηξε μια μαξιλαροθήκη από τη λεκάνη και ψέκασε με Merito τη χειροποίητη δαντέλα. Σιδέρωσε προσεκτικά -τρυφερά σχεδόν- το προικώο εργόχειρο και μετά το ακούμπησε πάνω στο σεντόνι. Επανέλαβε μηχανικά την κίνηση και με τη δεύτερη μαξιλαροθήκη κι έπειτα πήρε το σετ και εξαφανίστηκε στο υπνοδωμάτιο απ’ όπου αναδύθηκε σε λίγο με άδεια χέρια.
Πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Η θέα κλειστοφοβική. Φαντάστηκε μιαν Αθήνα σιωπηλή, άδεια, απλωμένη. Από κάπου μακριά ακουγόταν ένα τραγούδι της Ρόζας Εσκενάζυ. Αμυδρά. Ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ένα αεροπλάνο χάραζε τα χρώματα της δύσης αφήνοντας πίσω του μια λευκή γραμμή πορείας. Προσπάθησε να φανταστεί τον επιβάτη της θέσης 29Β, τις στολές των αεροσυνοδών, το ωραίο πρόσωπο του πιλότου. Αναστέναξε ακολουθώντας το ιπτάμενο μηχάνημα με το βλέμμα. Αναρωτήθηκε σε ποιο σημείο της γης κατευθυνόταν. Τι γλώσσα να μιλούσαν και πώς να έμοιαζαν οι άνθρωποι εκεί.
Άξαφνα, η φωνή της Λάμιας που συζητούσε με τον Τζεμίλ και τον Κεμάλ από απέναντι την επανέφερε στην πραγματικότητα του ακάλυπτου. Το τηλεοπτικό Κισμέτ μιας ξένης, εξωραϊσμένης ζωής με νέους και ωραίους πρωταγωνιστές ξεκινούσε κι απόψε. Τα μπαλκόνια άδεια. Οι στατιστικές των καναλιών στα ύψη.
Το σιδέρωμα είχε τελειώσει. Η νύχτα είχε αρχίσει να απλώνεται μαλακά πάνω στις τέντες και τις κεραίες. Στα παράθυρα του ακάλυπτου αντανακλούσε η γαλάζια λάμψη της τηλεόρασης ή το κίτρινο φως μιας κοινής λάμπας. Το σπίτι ήταν βυθισμένο σε μια απόκοσμη ησυχία. Η στοίβα με τα κολλαρισμένα ρούχα έστεκε ήσυχα πάνω στην καρέκλα. Το σαλόνι σκοτεινό. Το αεροπλάνο είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Στο παρτέρι νιαούριζε μια πεινασμένη γάτα. Αστέρι ούτε για δείγμα στον ουρανό.
«Όλοι οι ακάλυπτοι του κόσμου ίδιοι πρέπει να είναι…», σκέφτηκε η γυναίκα αναστενάζοντας μαλακά και έγλυψε το μικρό έγκαυμα στο δάχτυλο αφηρημένα.
Λίγο πριν κλείσει το παράθυρο και τραβήξει τη βουάλ κουρτίνα, ένιωσε πως κοίταζε μια οθόνη τηλεόρασης που την έκοβε στα δυο η άκρη μιας θλιβερής σιδερώστρας.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας.
Σχόλια