Η αποξένωση, η ρήξη αρμονικής σχέσης με τη φύση και ο αβάσταχτος πόνος της απώλειας είναι μερικά από τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήματα που εξετάζει ο 33χρονος Αμερικανός σκηνοθέτης της εμβληματικής «Διαδοχής» (2018) Άρι Άστερ, στη νέα του αριστουργηματική ταινία «Μεσοκαλόκαιρο», με τίτλο αναφορά στον Μπέργκμαν. Αυτό το καλοφτιαγμένο κινηματογραφικό μακάβριο παραμύθι τρόμου, σε πρωτότυπο σενάριο του ίδιου του σκηνοθέτη, διαπραγματεύεται το συχνό φαινόμενο απάθειας στις διαπροσωπικές σχέσεις, σε συνδυασμό με τη λατρεία της νέας γενιάς σκηνοθετών για τα εμπορικά κινηματογραφικά είδη, όπως θρίλερ και ταινίες τρόμου, με μια βαθιά υπαρξιακή και ψυχαναλυτική διάθεση μπεργκμανικών και αντονιονικών καταβολών, που μεταφράστηκε σε εικονοκλαστικό κινηματογράφο από τους Κιούμπρικ, Πολάνσκι, Ζουλάφσκι, Χάνεκε καιΤρίερ.
Ο Άστερ διευρύνει την ψυχαναλυτική προσέγγιση της προηγούμενης ταινίας του γύρω από το πένθος, τη διάλυση της οικογενειακής εστίας και το μεταφυσικό μυστήριο, επιδιώκοντας να διερευνήσει σε μια μικρή κοινότητα, τη διατήρηση κοινωνικής συνοχής και συλλογικού πνεύματος, μέσα από την αναβίωση αρχετυπικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης.
Ο τραγικός χαμός μέσα σε μια νύχτα της οικογένειας της νεαρής Ντάνι (Φλόρενς Πιου) έρχεται τη στιγμή που η μακρόχρονη σχέση με τον αγαπημένο της Κρίστιαν (Τζακ Ρέινορ) βρίσκεται σε τέλμα. Σανίδα σωτηρίας για την Ντάνι αποτελεί η συμμετοχή στο ταξίδι στη Σουηδία που σχεδίαζε από καιρό ο Κρίστιαν με τους ανθρωπολόγους συμφοιτητές του, προκειμένου να φιλοξενηθούν σε μια απομονωμένη αγροτική κοινότητα, που επιβιώνει σε αρμονία με τους κύκλους ζωής στη φύση, για να παρακολουθήσουν την αναβίωση μιας ιδιαίτερης τελετής που πραγματοποιείται κάθε 90 χρόνια, κατά το θερινό ηλιοστάσιο. Κάτω από έναν λαμπερό ήλιο που φωτίζει ακόμα και τις βραδινές ώρες και ανάμεσα στους εγκάρδιους κατοίκους που φορούν χειροποίητες παραδοσιακές στολές, η Ντάνι παλεύει να ξεχάσει τον πόνο της. Η σταδιακή όμως αποκάλυψη αλλόκοτων εθίμων συμπίπτει με τη μυστηριώδη εξαφάνιση των φιλοξενούμενων.
Στα στενά πλαίσια μιας μικρής κοινότητας που σε πείσμα των καιρών επιμένει να επιβιώνει δίχως ηλεκτρικό και σύγχρονες ανέσεις, η αναβίωση πατροπαράδοτων εθίμων, με ασυνήθιστες τελετουργίες, επαναφέρει εκτός από τη σημασία της συλλογικότητας, τη συμφιλίωση με την αποτρόπαιη βία του θανάτου. Η οικειοθελής ολοκλήρωση του φυσικού κύκλου ζωής μέσα από τη θυσία και την προσφορά, εκλαμβάνεται στην κοινότητα της ταινίας ως μια αέναη διαδικασία ανακύκλωσης θανάτου-ζωής.
Το βουκολικό σκηνικό στα ηλιόλουστα ανθισμένα λιβάδια βρίσκεται σε παραπλανητική αντιδιαστολή με την έκβαση της αρχικής τραγωδίας στη χειμωνιάτικη χιονισμένη μεγαλούπολη, μακριά από το στερεότυπο που ταυτίζει σκοτάδι με κακό και φως με μια ανακουφιστικά αίσια εκδοχή. Αυτή ακριβώς την αντίστροφη σύμβαση είχε χρησιμοποιήσει και η αγγλική ταινία «Το καταραμένο σκιάχτρο» (1973) του Ρόμπιν Χάρντυ, όπου η βία διεξάγεται υπό την εκτυφλωτική λάμψη του ήλιου. Αν βασική επιρροή για τη «Διαδοχή» του Άστερ ήταν «Το μωρό της Ρόζμαρι» (1968) του Πολάνσκι, ο συσχετισμός παγανισμού με την αίσθηση τρόμου στο «Μεσοκαλόκαιρο» προέρχεται από αυτή την καλτ παγανιστική ταινία του Χάρντυ, που εξέφρασε σε μορφή ταινίας τρόμου μερικά απ’ τα εναλλακτικά προτάγματα του ’70, όπως η επιστροφή στην αγνότητα της φύσης σε μικρές κοινότητες.
Στη «Διαδοχή» δεσπόζουν οι τεκτονικοί συμβολισμοί της αίρεσης αποκωδικοποιήσιμοι από λίγους και εκλεκτούς, εντείνοντας την αίσθηση μυστηρίου, ενώ στο «Μεσοκαλόκαιρο», τα επαναλαμβανόμενα σύμβολα είναι ρόμβοι και εγκιβωτισμένα τρίγωνα, τόσο στις μετωπικές και συμμετρικές σκηνές του τελετουργικού δείπνου, όπου τα σχήματα αυτά ακολουθεί και η διάταξη των τραπεζιών στα πλάνα κάτοψης, όσο και στην επιμελημένη αρχιτεκτονική αισθητική τριγωνικών κτιρίων με αιχμηρές οξείες γωνίες, που υποδηλώνουν αίσθηση απειλής, όπως ο αλλόκοτος κατακίτρινος ναός.
«Πειραγμένα» έθιμα που ανακαλούν παλιότερες λαϊκές παραδόσεις για καρποφορία και γονιμότητα συγχέονται με μυστήριες τελετουργίες, ξόρκια, ελιξίρια και παραισθησιογόνα, όπου η ψυχική αγαλλίαση της Ντάνι εκφράζεται σκηνοθετικά με το εφέ του γρασιδιού που φυτρώνει στα χέρια της, στην εναρμόνισή της με το φυσικό στοιχείο. Εξαιρετικά αποδίδεται και η έκσταση στο χορό των κορασίδων για την εκλογή της Βασίλισσας του Μάη, με τις νεανίδες πιασμένες χέρι-χέρι να χορεύουν μέχρι τελικής πτώσεως, σε ομόκεντρους κύκλους αντίστροφης περιστροφικής κίνησης, γύρω από ένα γαϊτανάκι. Στη σκηνή αυτή μεταφέρεται ο ρυθμικός συγχρονισμός της ομήγυρης, που συντονίζεται με μια ανάσα και μια φωνή. Αντίστοιχα λειτουργούν και οι σκηνές όπου όλοι μαζί ξεσπούν σε συλλογικό οδυρμό, στα όρια μαζικής υστερίας, σε μια λειτουργία δημόσιας συλλογικής εκτόνωσης, όπως στην ταραντέλα, κινησιολογικές πρακτικές που ανακαλούν την πολύπλοκη ψυχοκινητική λειτουργία του χορού. Αντίστοιχα λειτουργεί και η τελετουργία σεξουαλικής συνεύρεσης δημοσίως, καθώς και οι σκηνές που η Ντάνι κλαίει ουρλιάζοντας, επιμερίζοντας την οδύνη της στα πλαίσια μιας συλλογικότητας, με το συνοδευτικό κλάμα των κοριτσιών, σε αντίθεση με την απάθεια του Κρίστιαν στην αρχή.
Το σουηδικό φολκλορ δεσπόζει στην ταινία του Άστερ, υποστηρίζοντας το παγανιστικό στοιχείο. Ανάμεσα στα φυτομορφικά παραδοσιακά μοτίβα που κοσμούν τα περίεργα κτίρια της κοινότητας, διακρίνονται λαϊκές ζωγραφιές με κοπέλες και μια αρκούδα στην πυρά, αφήνοντας υπόνοιες για ό,τι έπεται, ενώ ανακαλείται τόσο η ζωντανή αρκούδα στο κλουβί, όσο και οι θεματικές στους παραμυθένιους πίνακες, στο διαμέρισμα της Ντάνι. Τα περιστροφικά κινηματογραφημένα πλάνα στο χορό, με μουσικούς που παίζουν όργανα μεσαιωνικής εποχής, ανακαλούν πανηγύρια χωρικών στους μεσαιωνικούς πίνακες των Μπρίγκελ και Μπος, ενώ οι μέθοδοι ταρίχευσης θυμίζουν πίνακες του Τζουζέπε Αρτισμπόλντο, όπου λαχανικά, φρούτα, λουλούδια και ρίζες σχηματίζουν ανθρώπινα πορτραίτα. Αυτοί οι τρεις ζωγράφοι εκτιμήθηκαν από το κίνημα των υπερεαλιστών, που είχε εξίσου επηρεάσει την εικονογραφική απόδοση της ψυχεδέλειας του ’70, στην οποία αναφέρεται η ταινία.
Η σφραγισμένη με κολλητική ταινία πόρτα, στο συνταρακτικό μονοπλάνο της οικογενειακής τραγωδίας, ανακαλεί την Αγάπη (2012) του Χάνεκε, ενώ ο τρόπος που είναι συνδεδεμένη με σωλήνα η αδερφή της Ντάνι θυμίζει την υποχρεωτική σίτιση στο «Matrix» (1999), παραπέμποντας και σε δυσοίωνες μελλοντολογικές αφηγήσεις, όπου η επιβίωση σε τοξικά περιβάλλοντα προϋποθέτει μάσκες οξυγόνου. Οι αμφιλεγόμενες κρεατόπιτες φέρνουν στο νου τις τάρτες της κυρίας Λόβετ στο «Sweeney Tod» (2007) του Τιμ Μπάρτον, ενώ στο τέλος, η Ντάνι, ντυμένη ως Βασίλισσα του Μαΐου, με ογκώδη φορεσιά από άνθη, φέρνει στο νου την θαμμένη σε σωρό σκουπιδιών πρωταγωνίστρια του θεατρικού «Ευτυχισμένες Μέρες» του Μπέκετ. Μια δυσκαμψία που παραπέμπει και στην άκαμπτη στάση, σαν λατρευτικό ξόανο, της μοιραίας γυναίκας-σύμβολο στο «Λόλα Μοντές» (1955) του Μαξ Οφίλς.
Πλήθος σκηνοθετικά τεχνάσματα του Άστερ λειτουργούν ως προειδοποιητικά σινιάλα, εισάγοντας κλίμα ανησυχίας και απειλής. Καθώς η ανυποψίαστη συντροφιά πλησιάζει οδικώς στη φιλήσυχη κοινότητα, επιλέγεται ανάποδο ψηλοκρεμαστό πλάνο, με το αυτοκίνητο στο επάνω μέρος του κάδρου, σε αντίστοιχη λειτουργία με το επίσης ανάποδο τράβελινγκ στους σχολικούς διαδρόμους στο «Polytechnique» (2009) του Ντενί Βιλνέβ, ως προπομπό της τραγωδίας.
Τα υποκειμενικά πλάνα υπογραμμίζουν την απελπισία της νάρκωσης, στο τελικό εμβληματικό πύρινο παρανάλωμα, σε μια ταινία που μεταφέρει τα αρχετυπικά σχήματα εξαγνισμού και κάθαρσης, στη διαχείριση του πένθους.
Όλα αυτά, υπό ένα διαστρεβλωτικό πρίσμα υποδόριου κυνισμού, με σπλάτερ λεπτομέρειες σε επίμονα κοντινά και σαρκαστικές πινελιές απαράμιλλης ειρωνείας στα όρια μαύρου χιούμορ, που σαμποτάρουν τη σημασία των χαμένων παραδόσεων στον παγκοσμιοποιημένο χυλό της μαζικής κουλτούρας, όσο και την ανέφικτη πλέον επιστροφή στη φύση, σε ένα μεταλλαγμένο βιομηχανοποιημένο περιβάλλον.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]