Η συναρπαστική και συνάμα τραγική ζωή της ζωγράφου Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα που γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και πέθανε στον ίδιο τόπο, το 1900, έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό χάρις στη μυθιστορηματική βιογραφία που έγραψε γι’ αυτήν η συγγραφέας Ρέα Γαλανάκη με τον τίτλο Ελένη ή ο Κανένας. Αν και αντικείμενο της σημερινής αναφοράς είναι η έκθεση του (επίσης) ζωγράφου γιου της Ιωάννη Αλταμούρα η οποία εγκαινιάστηκε την περασμένη Τετάρτη στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς) εν τούτοις αξίζουν μερικές κουβέντες για την Ελένη Αλταμούρα, ώστε να γίνει κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο έζησε ως καλλιτέχνης και μητέρα η ίδια, αλλά και οι επιρροές της στον μεγαλύτερο γιο της.
Η Ελένη Αλταμούρα, λοιπόν, πρωτότοκη κόρη του Σπετσιώτη Γιάννη Μπούκουρα έλαχε να γεννηθεί τη χρονιά που ξέσπασε η Eλληνική Eπανάσταση. Ήταν αυτονόητο ότι εκείνα τα ταραγμένα και απελευθερωτικά χρόνια δεν θα άφηναν άθικτο τον απείθαρχο χαρακτήρα και την αντισυμβατική της συμπεριφορά. Ένα χαρακτήρα που την οδήγησε, απ’ τα μικρά της ακόμη χρόνια, στην επιθυμία- διεκδίκηση να γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτή η απόφασή της την τοποθετούσε στον αντίποδα των ενδιαφερόντων που είχαν τα συνομήλικά της κορίτσια, καθώς το επάγγελμα του ζωγράφου ήταν απαγορευμένος καρπός για το θηλυκό κόσμο της εποχής. Με τη διακριτική εμψύχωση του οξυδερκούς πατέρα της, ξεκίνησε τα πρώτα μαθήματα δίπλα στον Ιταλό ζωγράφο Ραφαέλο Τσέκολι. Τα μαθήματά τους κράτησαν αρκετά χρόνια έως ότου «η Ελένη άρχισε να αντιλαμβάνεται τον πίνακα σαν μια οργάνωση ζωής, ένα δίχτυ αναφορών κι αισθημάτων, όπου πιανόταν η ανθρώπινη ψυχή, όχι για να φυλακιστεί, μα αντίθετα για να πετάξει από κει ελεύθερη από τα δεσμά της ύλης και του μετρημένου χρόνου».
Ο δάσκαλός της, μάλιστα, πίστευε πως «το πάθος της για τη ζωγραφική, μολονότι απαγορευμένο στις γυναίκες, δεν έπρεπε να μαραζώσει, μα να καλλιεργηθεί και να καρποφορήσει. Σαν να ήταν άντρας….». Μεταμφιεσμένη σαν να ήταν άντρας ταξίδεψε στην Ιταλία για να συνεχίσει τα μαθήματα ζωγραφικής στις καλλιτεχνικές ακαδημίες της Νεάπολης, της Ρώμης και της Φλωρεντίας όπου γίνονταν δεκτοί μόνο άνδρες σπουδαστές. Το ταξίδι των σπουδών αποδείχτηκε μοιραίο καθώς ο έρωτάς της για τον Ιταλό ζωγράφο και επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα είχε στη συνέχεια απρόβλεπτες συνέπειες στην ψυχολογική της ισορροπία της Ε. Μπούκουρα. Με τον Σαβέριο απέκτησαν τρία παιδιά: τον Ιωάννη, την Σοφία και τον Αλέξανδρο.
Όμως, το 1857 ο σύζυγός της την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την Αγγλίδα φίλη της ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέι, παίρνοντας μαζί του και το μικρότερο γιο τους, τον Αλέξανδρο. Η Ε. Αλταμούρα επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Ιωάννη και τη Σοφία, όπου άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας. Όμως, το 1872 πέθανε από φυματίωση η κόρη της σε ηλικία μόλις 18 ετών! Τέσσερα χρόνια αργότερα ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωνε τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μητέρα. Όμως, η χαρά της είχε σύντομη διάρκεια καθώς κι ο γιος προσβλήθηκε από φυματίωση πεθαίνοντας τον Μάιο του 1878 σε ηλικία 26 χρόνων.
Η απώλεια των δύο παιδιών προκάλεσε νευρικό κλονισμό στη μητέρα, οδηγώντας την στην τρέλα. Σε ηλικία 60 ετών περίπου, η Μπούκουρα-Αλταμούρα επέστρεψε στις Σπέτσες, όπου έκαψε όλα τα ζωγραφικά έργα της. Πέθανε σχεδόν άγνωστη στον γενέθλιο τόπο, το 1900. Ας επιστρέψουμε, όμως, στον ταλαντούχο γιο της ο οποίος μετά την επιστροφή του από τη Δανία, λες και είχε κάποιο προαίσθημα για τον επικείμενο θάνατό του, ζωγράφιζε ασταμάτητα σαν να μην ήθελε να μη πάει χαμένη ούτε η παραμικρή στιγμή, από όσες μετρημένες του είχαν απομείνει. Μέρος αυτής της δουλειάς του, που περιλαμβάνει 200 περίπου έργα του Αλταμούρα, πολλά εκ των οποίων εκτίθενται στο κοινό για πρώτη φορά, θα φιλοξενούνται στο Μουσείο Μπενάκη μέχρι τις 22 Μαϊου. Στην έκθεση θα δούμε ακόμη ιστορικά έγγραφα και αντικείμενα της οικογένειάς του, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. Στο πλαίσιο της έκθεσης έχει προγραμματιστεί να γίνουν και τέσσερις προβολές με ταινίες αφιερωμένες στην οικογένεια Αλταμούρα και τους απόγονους του καλλιτέχνη.