«Το φάσμα των διεθνών σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική κινείται στην γκάμα από την ‘ανεξαρτησία’ (Βενεζουέλα), τη ‘σχετική αυτονομία’ στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού καπιταλισμού (Βραζιλία) και τη σχετική αυτονομία και κριτική αντιπολίτευση (Βολιβία), μέχρι την επιλεκτική συνεργασία (Χιλή) και τη βαθιά συνεργασία στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο (Μεξικό, Περού και Κολομβία)»(1)i. Ο δρόμος της σχετικής αυτονομίας στις διεθνείς σχέσεις της Βραζιλίας που χάραξε ο Λούλα, ο ιδιαίτερος ρόλος του κράτους στην οικονομία και ταυτόχρονα τα μέτρα πενιχρής ενίσχυσης των πολύ φτωχών που ωστόσο έστρεψαν τη φτωχολογιά στο πλευρό του, είναι αυτά που σε ένα βαθμό χωρίζουν τη νέα υποψήφια του Κόμματος Εργασίας Ρουσέφ που θα διεκδικήσει στο δεύτερο γύρο στις 31 Οκτώβρη μια σχεδόν βέβαια νίκη από το δεξιό υποψήφιο Σέρα. Όμως σε ό,τι αφορά το «πλαίσιο του ανταγωνιστικού καπιταλισμού» που αντιμετωπίζει τα σημάδια προεόρτιων οικονομικής ύφεσης και «πρέπει» και αυτός να στραφεί σε μεγαλύτερη απελευθέρωση της αγοράς και πιο σκληρά μέτρα, οι διαφορές ανάμεσα στους δύο υποψηφίους είναι μάλλον πολύ μικρές.
Η προεκλογική εκστρατεία του Εργατικού Κόμματος έμοιαζε σε ορισμένες όψεις να είναι περισσότερο του Λούλα -που όμως δεν δικαιούται τρίτη θητεία- παρά της Ρουσέφ. Είναι λογικό. Ο Λούλα προήδρευσε «μιας Βραζιλίας που ασπάστηκε τον καπιταλισμό και την παγκοσμιοποίηση. Στις αρχικές καμπάνιες [πριν το 2003] είχε αποκηρύξει το ‘νεοφιλελευθερισμό’. Στην πράξη έθεσε υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, ξεπλήρωσε το χρέος και έθρεψε τις συνθήκες για να ανθίσουν οι βραζιλιάνικες επιχειρήσεις στη διεθνή αγορά». Ένα σημαντικό μέρος του επιχειρηματικού κόσμου, της μεγαλοαστικής τάξης στηρίζει το «Λουλαϊσμό». Κι όμως την ίδια στιγμή ο Λούλα κατάφερε να κερδίσει με το μέρος του τη φτωχολογιά σε μια χώρα που το 95% ζει με λιγότερα από 550$ το μήνα, και που είναι τέταρτη στον κόσμο σε κοινωνική ανισότητα με το 10% να κατέχει πάνω από 75% του πλούτου. Το κατάφερε αυτό, από τη μια, με πιο ευέλικτες πολιτικές μεγαλύτερης ηπιότητας, π.χ στη χρήση της κατασταλτικής βίας, στο χειρισμό των ακτημόνων ή στην καταστροφή του Αμαζονίου, και από την άλλη με πολιτικές όπως το bolsa familia που παρέχει οικογενειακό επίδομα 12$ το μήνα για κάθε παιδί που πηγαίνει στο σχολείο και 40$ για κάθε οικογένεια που χαρακτηρίζεται πολύ φτωχή. Έτσι, χωρίς να υπονομεύει στο ελάχιστο μια κατά βάση νεοφιλελεύθερη πολιτική πέτυχε μέχρι σήμερα να διατηρήσει κάποιες πολιτικές ισορροπίες. Αλλά πόσο θα κρατήσουν οι ισορροπίες αυτές;
Η βραζιλιάνικη Aριστερά πέραν του συνασπισμού που στήριξε την εκλεκτή του Λούλα, υποστηρίζει ότι η Ρουσέφ θα προχωρήσει σε «μεταρρυθμίσεις» στο φορολογικό, στο ασφαλιστικό και στις εργασιακές σχέσεις, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και το κοινωνικό κράτος, απελευθέρωση των απολύσεων κ.ά. με σκοπό την αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων, με πρόσχημα να διατηρήσει η Βραζιλία την ιδιαιτερότητά της και να μην παρασυρθεί βαθιά στη διεθνή οικονομική κρίση. Λίγο πριν τον πρώτο γύρο των εκλογών έγινε αισθητή μια δεξιά στροφή της Ρουσέφ. Έτσι αρνήθηκε από τηλεοράσεως την αύξηση της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων, αν και αυτό βρισκόταν στο πρόγραμμα του ΡΤ, ενώ απέφυγε να δεσμευθεί για την καθιέρωση του 40ωρου εργασίας και για όρια στην ιδιοκτησία γης, που επίσης βρίσκονται στο πρόγραμμα του ΡΤ. Από την άλλη, η Ρουσέφ έσπευσε να συναντηθεί με ηγέτες της Καθολικής και Ευαγγελικής Εκκλησίας για να τους δηλώσει πως είναι «υπέρ της ζωής», δηλ. κατά της διενέργειας δημοψηφίσματος για την κατάργηση της απαγόρευσης των αμβλώσεων.
Ίσως αυτό να έγινε και γιατί η Πράσινη υποψήφια Μαρίνα Σίλβα, που τελικά κέρδισε το 19% των ψήφων έναντι του 13% που της έδιναν οι δημοσκοπήσεις, είναι η ίδια θρησκευόμενη και δέχτηκε τη στήριξη ενός μέρους της Εκκλησίας και όχι μόνο. Μέλος του ΡΤ μέχρι τον Αύγουστο του 2009, υπουργός Περιβάλλοντος του Λούλα, σε άριστες σχέσεις με την Green Peace και άλλες διεθνείς ΜΚΟ, με πρόγραμμα δεξιότερο σε πολλά από αυτό του Λούλα, δέχτηκε τη στήριξη των ίδιων αυτών ισχυρών ΜΜΕ που πολέμησαν τον Λούλα προεκλογικά και «ξέχασαν» όσα έγιναν στον Αμαζόνιο και αλλού επί υπουργίας της, παρουσιάζοντάς την ως αγνή οικολόγο που παραιτήθηκε επειδή διαφωνούσε, σε μια προσπάθεια να χαθούν ψήφοι για τη Ρουσέφ από τα «αριστερά» (που… δεν είναι), όσο ο δεξιός Σέρα δεν φαινόταν να μπορεί να απειλήσει το ΡΤ.
Μετά τον Τσάβες στη Βενεζουέλα, η Βραζιλία του Λούλα το 2002 ήταν η πρώτη στο γαϊτανάκι των αριστερών ή κεντροαριστερών κυβερνήσεων που αναδείχτηκαν στη Λατινική Αμερική αλλάζοντας το σκηνικό. Η οποιαδήποτε στροφή και εξελίξεις στη Βραζιλία επηρεάζουν, λόγω του ειδικού της βάρους, τις εξελίξεις σε όλη τη Λατινική Αμερική. Άρα η πολιτική που τελικά θα ακολουθήσει η Ρουσέφ αναμένεται έτσι κι αλλιώς με μεγάλο ενδιαφέρον και έξω από τα όρια της χώρας της.
(1) Neoliberalism and the Dynamics of Capitalist Development in Latin America, James Petras and Henry Veltmeyer.