Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει υιοθετήσει μια γραμμή ολομέτωπης επίθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ, στηριζόμενος σε μια επιχειρηματολογία ότι είναι εντελώς αναξιόπιστος, λαϊκίστικος φορέας, υπεύθυνος για το ξεχαρβάλωμα της χώρας. Παράλληλα προσπαθεί να αποδομήσει την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι δηλαδή μετατρέπει την Ν.Δ. σε ακροδεξιά και άκρως νεοφιλελεύθερη παράταξη. Στόχος του Μητσοτάκη, μέσα από αυτήν την τακτική είναι να φτάσει να γίνει πρωθυπουργός με αυτοδυναμία και να μπορέσει να έχει κάποιον σύμμαχο ή ένα τμήμα του κεντρώου εκλογικού σώματος στο πλάι του. Αυτό θα κάνει την «διαφορά» και θα οδηγήσει τον Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία. Άρα ολομέτωπη επίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ, συγκάλυψη των νεοφιλελεύθερων χαρακτηριστικών, η ακροδεξιά φρασεολογία αποσύρεται κάπως και αναζήτηση επιρροής στον κεντρώο χώρο.
Πρώτο λοιπόν κόμμα η Ν.Δ., με διαφορά από το δεύτερο, αλλά με αβέβαιο το αποτέλεσμα ως προς την αυτοδυναμία. Χωρίς ρεύμα μέσα στην κοινωνία και χωρίς ορατούς συμμάχους πάρα τις αναφορές για «κεντροδεξιό» χώρο. Φυσικά εντός του Πασοκικού χώρου, οι Α. Λοβέρδος και Ε. Βενιζέλος κι ότι εκφράζουν, θα μπορούσαν να δώσουν κάτι από την «διαφορά» που χρειάζεται ο Μητσοτάκης. Αυτός είναι ο λόγος που ο Α. Λοβέρδος στοχοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ με το σκάνδαλο Novartis.
Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται πως οι πτέρυγες της Ν.Δ., η καραμανλική και η σαμαρική δεν βλέπουν με θετικό μάτι την ενδυνάμωση του μητσοτακέικου εντός της Ν.Δ. και ιδιαίτερα η πρώτη, έχει άλλη αντίληψη για το πώς πρέπει να στηθούν οι σχέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ και τις μεταλλάξεις του. Κυρίως κατανοούν ότι αυτά που έρχονται δεν θα είναι εύκολα να τιθασευτούν με μια μονοκομματική κυβέρνηση και μια κάθετη διχοτόμηση τού πολιτικού σκηνικού.
Έτσι με «έκπληξη» ακούστηκαν δύο τοποθετήσεις: Η μία του Βαγγέλη Μεϊμαράκη που είπε πως «η πρόταση υποψηφιότητας για το Νομπέλ Ειρήνης στον οποιονδήποτε Έλληνα πρωθυπουργό αναμφίβολα είναι τιμητική για τη χώρα». Νόμπελ Ειρήνης, αν πάρει ο Τσίπρας μαζί με τον Ζάεφ θα είναι για τη Συμφωνία των Πρεσπών… Αλλά ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δεν ήθελε να εξάρει τόσο τη συμφωνία όσο να αποσυναρμολογήσει τον κυρίαρχο λόγο και ταχτική του Κ. Μητσοτάκη. Γι’ αυτό προκάλεσε εκνευρισμό στην ηγεσία του κόμματος.
Η δεύτερη ήταν της αδελφής του Κυριάκου, της Ντόρας Μπακογιάννη που δήλωσε ότι «ήμασταν έτοιμοι το 2015 να προχωρήσουμε σε έναν Μεγάλο Συνασπισμό» εννοώντας ότι μπορούσε –αν ήταν αναγκαίο– να γίνει μια συγκυβέρνηση μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η τοποθέτηση δείχνει πως υπάρχει η πίεση και η τάση σε εγχώριους και κυρίως διεθνείς κύκλους για τέτοιες λύσεις «εθνικής ενότητας» και συγκυβερνήσεων. Για όσους θυμούνται, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 χρειάστηκε μια ορισμένη «μετάγγιση», έτρεξαν πρόθυμα τα υπόλοιπα κόμματα να υπερψηφίσουν το τρίτο μνημόνιο. Ήταν 13 Αυγούστου 2015, και ψήφισαν υπέρ του τρίτου μνημονίου 222 βουλευτές (ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ., Ποτάμι, ΑΝ.ΕΛ., ΠΑΣΟΚ).
Με βάση όλα αυτά, μην ξεχνώντας ότι «η εξουσία ενώνει» και άρα οι πτέρυγες αναδιπλώνονται, αναδιατάσσονται, αλλάζουν θέση κ.λπ., ας κρατήσουμε ότι το «έργο» για τον Κ. Μητσοτάκη δεν θα είναι τόσο εύκολο όσο νομίζουν αρκετοί.