Πλήρης η εξάρτηση της διατροφής μας από τις εισαγωγές. Του Νίκου Ταυρή.
Περίπου 13 εκατομμύρια αιγοπρόβατα εκτρέφονται στην Ελλάδα και αυτός είναι ίσως από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς αιγοπροβάτων στην Ευρώπη. Ένα ζωικό κεφάλαιο που θα μπορούσε να προσφέρει εργασία και μέλλον σε ένα σημαντικό αριθμό κατοίκων της ελληνικής υπαίθρου. Κι όμως, τα στοιχεία που προκύπτουν από τους αρμόδιους οργανισμούς είναι απολύτως ανησυχητικά: μέσα σε μια πενταετία (2006-2010) ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων μειώθηκε περίπου 10%. 10.000 κτηνοτρόφοι «χάθηκαν», ενώ και η επάρκεια της κατανάλωσης σε αιγοπρόβειο κρέας και γάλα απειλείται από τις φθηνές και αθρόες εισαγωγές από χώρες με οργανωμένη κτηνοτροφία.
Κι αν στην αιγοπροβατοτροφία υπάρχει ακόμα μια σχετική αυτάρκεια, στην βοοτροφία και τη χοιροτροφία τα πράγματα είναι αρκετά αποκαλυπτικά της ραγδαίας μετατροπής της Ελλάδας σε χώρα-εισαγωγέα βασικών διατροφικών αγαθών, όπως το κρέας και το γάλα. Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του Ελληνικού Οργανισμού Γάλακτος και Κρέατος (ΕΛΟΓΑΚ), το 89% του βόειου και το 55% του χοιρινού κρέατος που καταναλώνεται στη χώρα μας είναι πλέον εισαγόμενο (και μάλιστα με ανοδικές τάσεις). Αντίστοιχα απειλείται η αυτάρκεια της χώρας και στα προϊόντα πτηνοτροφίας (κρέας πουλερικών και αβγά), όπου παραδοσιακά υπήρχε μεγάλη παραγωγή.
Αν πιστέψουμε τις διακηρύξεις της κυβέρνησης ότι η γεωργία και ο τουρισμός μπορούν να αναδειχθούν σε «πυλώνες της ανάπτυξης», τότε η μεν κτηνοτροφία ήδη καταρρέει, με τη γεωργία να ακολουθεί κατά πόδας, ενώ και ο άλλος «πυλώνας ανάπτυξης», ο τουρισμός, σε επίπεδο κατανάλωσης κτηνοτροφικών προϊόντων τουλάχιστον, ευνοεί την παραγωγή… άλλων χωρών, κυρίως της κεντρικής Ευρώπης.
Αθρόα συγκέντρωση σε λίγα χέρια
Παρά τη μείωση των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, οι 93.693 παραγωγοί αιγοπρόβειου γάλακτος και κρέατος που καταγράφηκαν το 2010, αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της ελληνικής οικονομίας η οποία, συνήθως, κατηγορείται ότι «δεν παράγει τίποτα». Η μείωσή τους δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχη μείωση του ζωικού κεφάλαιου, το οποίο αντίθετα αυξήθηκε ελαφρά από 12,3 σε 12,8 εκατ. ζώα.
Χαρακτηριστικό της συγκέντρωσης αυτού του ζωικού κεφαλαίου σε όλο και λιγότερα χέρια (δες διαγράμματα) είναι ότι την τελευταία πενταετία οι κτηνοτρόφοι που παράγουν κάτω από 10 τόνους γάλακτος ετησίως μειώνονται, ενώ αντίστροφα αυξάνονται ραγδαία αυτοί που παράγουν άνω των 40 τόνων γάλακτος ετησίως.
Η συγκέντρωση της μεταποίησης σε ελάχιστα χέρια είναι πλέον εξόφθαλμη: οι «αγοραστές» γάλακτος είναι όλοι κι όλοι 750, από τους οποίους 550 (το 73,3%) είναι τυροκομεία, ένα ποσοστό 19% μικρές μεταποιητικές μονάδες, 43 είναι κτηνοτρόφοι-μεταποιητές (5,7%) και μόνο 15 εταιρίες ασχολούνται με την εμπορία του γάλακτος. Κι όμως, 16 συνολικά γαλακτοκομικά προϊόντα από αιγοπρόβειο γάλα είναι αναγνωρισμένα πλέον ως προϊόντα ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και θα περίμενε κανείς να έχουν εκτινάξει την ελληνική κτηνοτροφία στα ύψη.
Οι επιλογές, όπως το σχέδιο εκποίησης της συνεταιριστικής Δωδώνης, που προωθεί η κυβέρνηση επιτείνουν κι άλλο τα προβλήματα.
Η εικόνα της αγελαδοτροφίας σε αριθμούς
Από 12.402 παραγωγούς αγελαδινού γάλακτος το 2000-2001, σε μια δεκαετία απέμεινε το 1/3. Μόνο 4.252 παραγωγοί καταγράφηκαν τη γαλακτοκομική περίοδο 2010-2011. Παρ’ όλα αυτά, το γάλα που συγκεντρώνεται παραμένει περίπου σταθερό στους 700 χιλιάδες τόνους ετησίως (με μια αύξηση την περίοδο 2005 – 2009).
Κι εδώ η συγκέντρωση φαίνεται, ενδεικτικά, από τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ για το 2009-2010:
• 2.368 παραγωγοί, δηλαδή το 52% του συνόλου, παραδίδουν λίγο παραπάνω από 44 χιλιάδες τόνους γάλακτος, δηλαδή μόνο το 7% της συνολικής ποσότητας.
• 312 παραγωγοί, δηλαδή μόλις το 7% του συνόλου των αγελαδοτρόφων, παραδίδουν περίπου 300 χιλιάδες τόνους, δηλαδή το 44% της συνολικής ποσότητας του αγελαδινού γάλακτος που παράγεται στη χώρα μας.
Το ξεκλήρισμα της μικρής κτηνοτροφίας είναι πια γεγονός.
Εισαγωγές αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ
Τα στοιχεία των ποσοτήτων κρέατος που καταγράφει πλέον με μεγαλύτερη ακρίβεια ο ΕΛΟΓΑΚ, ο οποίος συγκεντρώνει τα ισοζύγια κρέατος από παραγωγούς και εισαγωγείς, είναι αποκαλυπτικά (δες πίνακα). Σημειώνονται αθρόες εισαγωγές φθηνότερων προϊόντων από τις χώρες της Ε.Ε. που έχουν καλύτερη οργάνωση και εμπορική πολιτική για την κτηνοτροφική τους παραγωγή (Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία κ.ά.) καθιστώντας μη ανταγωνιστική την ελληνική κτηνοτροφία, ακόμη και… εντός Ελλάδας. Μέσω των επιδοτήσεων, επί πολλά χρόνια οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να στραφούν σε συγκεκριμένες καλλιέργειες (που κατόπιν αποδείχτηκαν κι αυτές μικρής σημασίας) και να απομακρυνθούν από παραδοσιακές δραστηριότητες μέσω των οποίων αλληλοσυμπληρώνονταν η φυτική και η ζωική παραγωγή. Έτσι, η σχεδόν παντελής έλλειψη εγχώριων ζωοτροφών και η υποκατάστασή τους από πανάκριβες εισαγόμενες, έκαναν και κάνουν ακόμα πιο αδύνατη την ανάπτυξη εγχώριας κτηνοτροφίας. Η ανυπαρξία ενός σχεδίου στήριξης της υπαίθρου, έχει καταστήσει τη διατροφή μας σχεδόν πλήρως εξαρτώμενη από τις εισαγωγές.
Η συγχώνευση των οργανισμών με την ουσιαστική κατάργηση του ΕΛΟΓΑΚ, που διαθέτει τα στοιχεία και την οργάνωση για να στηρίξει την ελληνική κτηνοτροφία, αλλά και μια οικονομική αυτοτέλεια που προέρχεται από τα τέλη που εισπράττει επί κάθε κιλού γάλακτος και κρέατος που διακινείται στη χώρα (εγχώριου ή εισαγόμενου), είναι το τελευταίο χτύπημα.
Η διατροφική μας εξάρτηση φαίνεται ότι είναι ένα από τα βασικά στοιχεία οικονομικού εκβιασμού που υφίσταται αυτή τη στιγμή η χώρα και, όπως και με τις υπόλοιπες πλουτοπαραγωγικές πηγές, είναι κι ένας τομέας που παραδίδεται από τους υποτελείς εγχώριους υπαλλήλους της τρόικας ως… δώρο για εκμετάλλευση.
Με… μοντέλο εξ αλλοδαπής
Κι αν αυτή είναι η σημερινή εικόνα, το όραμα είναι ακόμη πιο εφιαλτικό για τους κτηνοτρόφους που ασχολούνται με την κρεοπαραγωγή. Αυτό που έχουν στο μυαλό τους τα εκάστοτε κυβερνητικά επιτελεία είναι οι κτηνοτρόφοι να συνδέσουν τη μοίρα τους με τις επιχειρήσεις επεξεργασίας κρέατος και τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Το μοντέλο έχει εφαρμοστεί σε όλες τις προηγμένες χώρες-«πρότυπα»: η αλυσίδα σούπερ μάρκετ ζητά από τη βιομηχανία κρέας που «θα πρέπει» να το πουλάει σε συγκεκριμένη χαμηλή τιμή, η βιομηχανία συμβολαιοποιεί την παραγωγή των συνδεδεμένων με αυτήν κτηνοτρόφων και αφού αφαιρέσει τα λειτουργικά της έξοδα, το κέρδος της κ.λπ., αφήνει μερικά ψίχουλα (ό,τι περισσεύει) για τον κτηνοτρόφο, χωρίς ποτέ να λαμβάνει υπ’ όψιν το διαρκώς αυξανόμενο κόστος παραγωγής του τελευταίου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που και οι Ευρωπαίοι κτηνοτρόφοι αισθανόμενοι περισσότερο το αδιέξοδο στον καιρό της οικονομικής κρίσης, αρχίζουν να βγαίνουν στους δρόμους…