Του Τάσου Βαρούνη
Δεν είναι εύκολο να καταλάβεις «τι κρύβεται» πίσω από την απλόχερη βοήθεια του ελληνικού λαού προς τους πρόσφυγες. Κοιτάς λίγο τριγύρω, πολύ μέσα σου, προσπαθείς να εντοπίσεις τη στιγμή -άρα το παρελθόν και το μέλλον της-, να μην ξεχειλώσεις τα «δεδομένα» καταπώς σε βολεύουν ή θα επιθυμούσες.
Όταν χιλιάδες ή και εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκουν τον δικό τους τρόπο να προσφέρουν στον συνάνθρωπο που βασανίζεται, αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σημαντικό. Δεν είναι ακριβώς ένα κίνημα, αλλά κάτι διαφορετικό. Μια κοινωνία σε κίνηση, που παραμένει ενεργή και ευαίσθητη. «Α, ρε Έλληνα», ψιθύριζε ένας παππούς σε καροτσάκι την περασμένη Κυριακή στο Σύνταγμα και μόνο ένας κομπλεξικός θα τον κατηγορούσε για εθνικιστικό παροξυσμό. Είναι κι αυτή μια ακόμα διαχωριστική γραμμή που γεννήθηκε μέσα στην κρίση με τη δικιά της πρωτότυπη φυσιογνωμία που δύσκολα χωρά σε κουτάκια. Γιατί η αλληλεγγύη διατρέχει όλο το πολιτικό φάσμα. Όχι, βέβαια, των κομμάτων αλλά των πολιτών που ανεξαρτήτως τοποθέτησης έχουν κάτι να προσφέρουν. «Αριστεροί», «δεξιοί» και «ποταμίσιοι», θρησκευόμενοι και μη. Συχνά στην ιστορία αυτού του τόπου εκφράστηκαν φαινόμενα με έναν παλλαϊκό χαρακτήρα και μια ορισμένη καθολικότητα. Είναι η διαμόρφωσή μας; Οι συλλογικές μας εμπειρίες; Πιθανόν.
Υπάρχουν παλιά και νέα φορτία, παλιά και νέα συναισθήματα που φαίνεται να εκλύονται σε τέτοιες οριακές συγκυρίες. Μοιάζει σαν να επιλέγονται στάσεις και συμπεριφορές που ξεπερνούν το «καθημερινό» και τις σταθμίσεις του, έστω και ελάχιστα. Η αμοιβαιότητα και η μοιρασιά αντί της ανταποδοτικότητας. Ο πλούτος της ανθρώπινης σχέσης αντί αυτού που εμπεριέχεται στα πράγματα. Η συνείδηση ότι «μπορώ να ζήσω με λιγότερα», αλλά πάντως όχι δίπλα σ’ αυτούς που δεν έχουν τίποτα. Ο τρόπος με τον οποίο αξιοποιείται ο χρόνος και αξιολογείται η κούραση. Το «σήμερα εσύ, αύριο εγώ». Ίσως ακόμα και μια σιωπηλή αυτοκριτική για τα νοήματα που δώσαμε ή θάψαμε στη μέχρι τώρα ζωή μας. Κάποτε τα καρβέλια που περίσσευαν τα πετούσαμε, τώρα όχι. Τίποτα μελιστάλαχτο, κανένας εξωραϊσμός, ούτε σαν όλα αυτά να είναι πια ο «κανόνας». Εξάλλου, όλοι «εδώ» προσφέραμε το κατιτίς μας και ξέρουμε καλά ότι αυτό είναι «τρίχες κατσαρές».
Η αλληλεγγύη και… αυτοί
Η αλληλεγγύη τούς βολεύει όλους μια χαρά. Από την επίσημη Εκκλησία που φωτογραφίζεται στο λιμάνι, το κράτος «εν γένει» που -διαλυμένο- αδυνατεί να σηκώσει το βάρος, την κυβερνώσα αριστερά που από τη μια υπογράφει τα πάντα και από την άλλη παρασιτεί στον εθελοντισμό του λαού, το καλλιτεχνικό σκυλολόι και τους ευεργέτες που οικοδομούν το φιλανθρωπικό προφίλ τους, μέχρι τις μπίζνες που θα αλώσουν και αυτό το πεδίο. Η αλληλεγγύη δεν έχει σχέση με αυτούς. Ναι, να δοθούν χρήματα από οποιονδήποτε για να σωθεί ένα ακόμα παιδί. Να έρθουν οι ΜΚΟ για να βοηθήσουν στο να οργανωθούν οι καταυλισμοί.
Αλλά ο εθελοντισμός δεν είναι επάγγελμα. Και η προσφορά -ακόμα και ως ξεροκόμματο- δεν είναι δουλειά των ειδικών. Γιατί αυτοί βλέπουν μονάχα αδύναμους και κατατρεγμένους ανθρώπους. Ενώ εδώ υπάρχουν χώρες που διαλύονται και ιστορίες ολόκληρων λαών που γράφονται μέσα στον απόλυτο εξευτελισμό. Ο ανθρωπισμός είναι θεμιτός όταν εκφράζει τις βαθιές –ή και κρυμμένες- δυνάμεις των ανθρώπων, είναι όμως επιζήμιος –και πολύ ύπουλος- όταν γίνεται πολιτική διαχείρισης από μεριάς των κυβερνώντων.
Τα πράγματα θα χειροτερέψουν. Και η αλληλεγγύη θα πάψει να μοιάζει με λύση. Μπορεί να γίνει και θυμός. Αντίδραση. Ξενοφοβία. Κι αν η Πλατεία Βικτωρίας είχε 4.000 μετανάστες αντί για 500; Κι αν οι κάτοικοι των νησιών νιώσουν ότι αυτό που ζουν θα γίνει μόνιμο καθεστώς; Κι αν στις πόλεις οι «προσωρινοί» εξεγερθούν ενάντια στον εγκλωβισμό τους στη χώρα; Κι αν οι μυστικές υπηρεσίες (εκτός αν κάποιος νομίζει ότι αυτό είναι συνωμοσιολογία…) σύρουν πληθυσμούς σε περίεργους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς; Κι αν οι σύγχρονοι μαυραγορίτες που πατάνε επί πτωμάτων αυξηθούν; Κι αν αρχίσει να εκδηλώνεται -και να ενισχύεται- ο φόβος που σίγουρα υπάρχει;
Νέα πεδία σύγκρουσης
Είναι σίγουρο ότι σε μια επόμενη φάση το «προσφυγικό» θα δημιουργήσει νέες πολώσεις και νέα πεδία σύγκρουσης. Θα αποκαλύψει δηλαδή τον πολιτικό του χαρακτήρα, πέρα από τη διαχείριση και την ομόνοια αλληλεγγύης. Γιατί θα αλλάξει η κλίμακα του ζητήματος. Και τότε το σύνθημα «refugees welcome» δεν θα κάνει τη δουλειά του -ουδέποτε την έκανε όσο παρέμενε σε μονοκαλλιέργεια- και τα «ανοιχτά σύνορα» -τα ελληνικά πάντα- ίσως μετατραπούν σε ιμπεριαλιστικές διαταγές.
Τότε δεν θα είναι εύκολο να χαρακτηρίσεις αυτόν που αντιδρά στα στρατόπεδα -όπως και να τα ονομάσουν- ή αυτόν που τρομάζει όταν κάπου οι ξένοι γίνονται περισσότεροι από τους ντόπιους. Μπορούμε βέβαια να το γράψουμε «ξένοι» για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Ή να θεωρήσουμε ότι μπορούν πραγματικά να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία -σε ποια παραγωγή; σε ποια οικονομία; σε ποιο κράτος; σε ποια καθημερινότητα; σε ποιο πολιτισμό;- απλά και μόνο επειδή είναι άνθρωποι.
Όλες αυτές οι πράξεις αλληλεγγύης είναι στο βάθος-βάθος και χειρονομίες αντίστασης ενός λαού κόντρα σε όσους τον επιβουλεύονται. Ενός μικρού λαού που νιώθει και ξέρει ότι παλεύει με θηρία και πλανητικούς σχεδιασμούς.
Το Προσφυγικό, λοιπόν, δεν πρόκειται να επιλυθεί μονάχο του. Γιατί οι εμπλεκόμενοι δεν είναι οι μετανάστες αλλά συνολικά η ζωή σε αυτή τη χώρα. Αν αυτή η λαϊκή ενέργεια, οι διαφορετικές αξίες που γεννιούνται μέσα από τη βοήθεια στους «κολασμένους», ενισχυθούν, κατοχυρωθούν και κυρίως οδηγήσουν σε μια ματιά και μια στάση πιο ευρεία και βαθύτερα πολιτική, τότε ίσως να υπάρξει κάποια διέξοδος.