Η φετινή «καινοτομία» του διεθνούς διαγωνισμού είναι η εισαγωγή της εξέτασης στη «δημιουργική σκέψη» («creative thinking»). Από το 2012 και μετά, σε κάθε διαγωνισμό προβλέπεται και η εξέταση σε ένα νέο πεδίο στα πλαίσια των «ικανοτήτων του 21ου αιώνα». Για το 2025 το νέο πεδίο θα είναι η εξέταση στον «ψηφιακό κόσμο».
Σύμφωνα λοιπόν με τους διοργανωτές του PISA, «η αξιολόγηση στη δημιουργική σκέψη θα εξετάζει την ικανότητα των μαθητών να δημιουργούν ποικίλες και πρωτότυπες ιδέες, να αξιολογούν και να βελτιώνουν ιδέες, σε ένα εύρος θεμάτων με ερωτήματα ανοιχτού τύπου και επίλυση προβλημάτων». Σύμφωνα με το πλαίσιο του συγκεκριμένου πεδίου που έχει δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα του διαγωνισμού, η «δημιουργική σκέψη» των μαθητών αρχίζει και τελειώνει στο πεντάλεπτο που δίνεται για να γράψει μια σύντομη ιστορία με βάση ένα οπτικό ερέθισμα, ή στις λύσεις που πάλι μέσα σε ένα πεντάλεπτο θα προτείνει ο μαθητής ή η μαθήτρια, για παράδειγμα για την εξοικονόμηση του νερού. Όπως φαίνεται στο συγκεκριμένο παράδειγμα, οι εξεταζόμενοι/ες θα πρέπει να σκεφτούν μια εφαρμογή στο κινητό που θα επιβραβεύει όσους συμβάλλουν στις λύσεις που έχουν σκεφτεί. Πράγματα απλά, νοικοκυρεμένα και κυρίως απογυμνωμένα από κάθε ουσιαστική κριτική για τις αιτίες των προβλημάτων, ενταγμένα σε μια ακραία αγοραία λογική. Γιατί οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας είναι γνωστές για την ευαισθησία τους απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα (ίσως να οφείλεται και στο το ότι η Deutche Telekom είναι μία από τις εταιρείες και τις ΜΚΟ που υποστηρίζουν ευγενικά τον διαγωνισμό…).
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω πρότυπα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. καθιερώνει τον «ελληνικό» PISA. Έχει ιδιαίτερη σημασία η επιλογή της «ονοματοδοσίας» του συγκεκριμένου διαγωνισμού. Από τη μια, είναι η προσπάθειά της να του δώσει «κύρος» και «αξιοπιστία». Τα αποτελέσματά του θα είναι «αντικειμενικά», μακριά από οποιαδήποτε «υποκειμενική» ή «μεροληπτική» αξιολόγηση των μαθητών/τριών που θα συμμετέχουν σε αυτόν. Τα δεδομένα είναι αμείλικτα, άρα και οι «προτάσεις» προς συμμόρφωση δεν θα χωρούν καμία αμφισβήτηση. Ταυτόχρονα, θα ισχύει και το αντίστροφο: οι συντηρητικές αναδιαρθρώσεις που ήδη έχουν δρομολογηθεί θα δικαιολογούνται από τα αποτελέσματα του διαγωνισμού. Για μια ακόμα φορά η ανάγκη για περισσότερη και πιο «αποτελεσματική» αξιολόγηση, μέτρηση, και προσαρμογή στις αναδιαρθρώσεις. Το γεγονός ότι φέτος προκρίθηκε η πιλοτική εφαρμογή του μάλλον έχει να κάνει περισσότερο με τη δυσκολία χρηματοδότησης ενός τόσο μεγαλεπήβολου project παρά με τις αντιδράσεις που υπάρχουν (προβλέπονται 251.816 ευρώ από το ΕΣΠΑ). Ο νόμος προβλέπει την καθολική εφαρμογή του, και μάλιστα, αν χρειαστεί, σε περισσότερες τάξεις και σε περισσότερα μαθησιακά αντικείμενα. Επίσης, κατεβάζει πολύ χαμηλά το ηλικιακό επίπεδο, κάτι που δεν κάνει ο διεθνής διαγωνισμός, αλλά που θυμίζει άλλες εξετάσεις που κατατάσσουν και κατηγοριοποιούν σχολεία και που γίνονται ακόμα και στις μικρότερες τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως τα σταθμισμένα τεστ στις ΗΠΑ ή τα τεστ INVALSI στην Ιταλία. Το «teaching to the test» εμπεδώνεται, επεκτείνεται και γίνεται κύριο στοιχείο μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που θεωρεί ότι τα αποτελέσματα και η μέτρησή τους θα φέρουν και τα προσδοκώμενα αποτελέσματα για τη «βελτίωση» της εκπαίδευσης.
Απόσπασμα από το άρθρο της Αιμιλίας Τσαγκαράτου «Ο “κεκλιμένος πύργος” του διαγωνισμού PISA πρέπει να πέσει!».
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr