Μνημόνια, μέτρα, ανεργία, πανδημία και άλλα αντίστοιχα έδωσαν στο πολιτικό σύστημα τη δυνατότητα να εφαρμόσει την πλέον μακροχρόνια, επιθετική πολιτική σε βάρος των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων εδώ και 12 χρόνια. Τα αποτελέσματα είναι η δραματική συρρίκνωση των εισοδημάτων άμεσα (με μειώσεις μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών) και έμμεσα (με αυξήσεις φόρων, εισφορών, τιμολογίων ΔΕΚΟ, συμμετοχές σε δαπάνες υγείας, χαράτσια κ.λπ.). Με δεδομένο ότι σύμφωνα με τα εισοδήματα του 2019, που ήταν έτος ανάπτυξης, το 1/3 του πληθυσμού βρισκόταν στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό γίνεται κατανοητό ότι σήμερα, μετά από ενάμισι χρόνο σε συνθήκες πανδημίας, η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη.

Φυσικά ενώ μειώθηκαν τα εισοδήματα των πλέον αδύναμων τα εισοδήματα της ελίτ πήραν για μία ακόμα φορά την άνοδο είτε άμεσα (αύξηση κερδοφορίας των επιχειρήσεων, κύρια λόγω της μείωσης του εργατικού κόστους) είτε έμμεσα (μειώσεις φόρων επιχειρήσεων, επιδοτήσεις, «δωράκια» και άλλα «βοηθήματα» από τις κυβερνήσεις στο όνομα της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, της στήριξης της οικονομίας κ.λπ.).

Σε διεθνές επίπεδο στην περίοδο της πανδημίας είδαμε μειώσεις εισοδημάτων για τους εργαζόμενους και ιλιγγιώδη άνοδο της κερδοφορίας και των εισοδημάτων της «αφρόκρεμας» της διεθνούς ελίτ. Οι χωρίς προηγούμενο ιστορικά πακτωλοί χρημάτων που δόθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες (χρήματα από το ελικόπτερο) για να στηρίξουν τα συμφέροντα των ολίγων στις χρηματιστηριακές αγορές έφεραν θεαματικά αποτελέσματα. Οι περιουσίες των εκλεκτών εκτοξεύθηκαν σε αστρονομικά μεγέθη. Ταυτόχρονα όμως αυτές οι εξελίξεις διαμόρφωσαν σε διεθνές επίπεδο συνθήκες για άνοδο του πληθωρισμού, τον οποίο επίσης εκμεταλλεύονται οι ολίγοι σε βάρος των πολλών. Δηλαδή για μία ακόμα φορά οι εργαζόμενοι υφίστανται τον κανόνα «μονά κερδίζει η ελίτ, ζυγά χάνουν οι εργαζόμενοι»…

Το φάντασμα του πληθωρισμού επανεμφανίστηκε στο διεθνές επίπεδο όπου έχουν ξεκινήσει σημαντικές ανατιμήσεις. Με δεδομένα: α) την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές αγαθών, β) τις προσπάθειες της ντόπιας ελίτ να διατηρήσει ή και να αυξήσει την κερδοφορία της σε συνθήκες αύξησης των τιμών των εισαγωγών (πρώτες ύλες, καύσιμα, ημικατεργασμένα ή/και τελικά προϊόντα) και γ) τις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης για την πλήρη απελευθέρωση στις μερικώς ρυθμιζόμενες αγορές ενέργειας (ρεύματος και φυσικού αερίου) βρισκόμαστε από το καλοκαίρι και μετά σε συνθήκες διαρκών ανατιμήσεων σε όλα.

Οι ανατιμήσεις στο ρεύμα έχουν ήδη ξεκινήσει σε ποσοστά της τάξης του 30% και θα γίνουν ακόμα πιο αισθητές με τους νέους λογαριασμούς που θα εκδοθούν από το Σεπτέμβριο και μετά. Σύμφωνα ακόμα και με κυβερνητικά στελέχη η συνολική επιβάρυνση των καταναλωτών στα τιμολόγια προβλέπεται να φθάσει τελικά το 50%. Η βασική αιτία αυτών των αυξήσεων οφείλεται στη απόφαση για αλλαγή του τρόπου τιμολόγησης στη «λογική της πράσινης ανάπτυξης» και τη σύνδεση της με τα διεθνή χρηματιστηριακά παιγνίδια της «αγοράς» των ρύπων, οι τιμές των οποίων μέσα σε ένα δεκάμηνο έχουν σχεδόν διπλασιαστεί (+96%). Δεύτερος παράγοντας που επηρεάζει την αύξηση των τιμών είναι οι διεθνείς τιμές φυσικού αερίου, που έχουν αυξηθεί 72% στο πλαίσιο των ανταγωνισμών για τις πηγές προμηθειών με στόχο τον αποκλεισμό της Ρωσίας. Την ίδια περίοδο η αύξηση στην τιμή της βενζίνης είναι 16,8% και του πετρελαίου κίνησης 20,25%.

Οι αυξήσεις στο ρεύμα και το μεταφορικό κόστος στα καύσιμα πυροδοτούν ένα σπιράλ αυξήσεων σε όλα τα είδη ευρείας λαϊκής κατανάλωσης. Παράλληλα οι ελλείψεις στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα της βιομηχανίας τεχνολογίας με ημιέτοιμα προϊόντα έχει σαν συνέπεια τις τεράστιες ελλείψεις στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών. Το αποτέλεσμα είναι οι ελλείψεις και οι ανατιμήσεις σε προϊόντα τεχνολογίας.

Ήδη από τον Ιούλιο οι αυξήσεις στο «καλάθι της νοικοκυράς» είναι γεγονός. Οι μεγάλοι διεθνείς κολοσσοί στην Ελλάδα δίνουν το σήμα σε αυξήσεις τιμών όπως έγινε ήδη με την Coca-Cola ενώ ετοιμάζεται η Nestle. Για το επόμενο διάστημα αναμένονται αυξήσεις από 2% ως 15% σε είδη βασικής λαϊκής κατανάλωσης όπως γάλατα, φέτα, καφέ, αλεύρι, δημητριακά, ψωμί, ζυμαρικά, κατεψυγμένα λαχανικά, τοματοειδή κ.λπ.

Συνολικά μπαίνουμε σε μία περίοδο μεγάλης ανόδου των τιμών τόσο για τα είδη που αποτελούν το βασικό «καλάθι της νοικοκυράς» όσο και για τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά, (οικιακός εξοπλισμός, έπιπλα, λευκές ηλεκτρικές συσκευές, είδη τεχνολογίας, αυτοκίνητα κ.λπ.).

Για την κυβέρνηση οι ανατιμήσεις είναι κάτι «φυσιολογικό και αναμενόμενο» σύμφωνα με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κ. Γιάννη Οικονόμου. Δήλωσε ότι «έχουμε κάποιες αυξητικές τιμές των αγαθών παγκοσμίως. Αυτό αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια δυσάρεστη, αλλά αναμενόμενη εξέλιξη», «γιατί η αντιμετώπιση της πανδημίας […] απαίτησε και οδήγησε στην εκτύπωση χρήματος από τις τράπεζες παγκοσμίως. Αυτό, λοιπόν, ήταν αναμενόμενο ότι θα δημιουργήσει αυτά τα κύματα ανατιμήσεων».

Ο κ. εκπρόσωπος αγνοεί ότι α) δεν μπορεί να «τσουβαλιάζει» τον ελληνικό λαό μετά από 12 χρόνια αιματηρών μέτρων μαζί με όλα τα άλλα κράτη που δεν έζησαν ούτε τώρα ούτε και στο παρελθόν ιστορικά αντίστοιχες καταστάσεις, β) πολύ μεγάλο μέρος της ευθύνης των ανατιμήσεων, ξεκινώντας από το ρεύμα ως αιτία, οφείλεται σε κυβερνητικές αποφάσεις, γ) η δομή της οικονομίας (υπηρεσίες και μάλιστα χαμηλής παραγωγικότητας) επιτείνει τις αυξητικές τάσεις στις τιμές λόγω της εξάρτησης από τις εισαγωγές και τη χαμηλή ελληνική παραγωγή, δ) η ασυδοσία στην αγορά, ειδικά από τους «μεγάλους» έχει διαμορφωθεί ως καθεστώς από όλες τις κυβερνήσεις. Με όλα αυτά δεδομένα οι εργαζόμενοι καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα «βαρύ χειμώνα» σκληρών ανατιμήσεων με την αναμενόμενη από 1/1/2022 «φοβερή» αύξηση του 2% (!), σύμφωνα με την κυβερνητική απόφαση, στους κατώτατους μισθούς και τα ημερομίσθια.

Η διεθνής συζήτηση για την εμφάνιση των πληθωριστικών πιέσεων έχει και κάποια στοιχεία αισιοδοξίας. Εκτιμούν ότι το φαινόμενο θα είναι παροδικό. Αναμένουν να τεθεί υπό έλεγχο από το 2022 καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν τη χρηματοδοτική ενίσχυση των αγορών. Όμως στην Ελλάδα η εμπειρία από τις αυξήσεις των τιμών είναι οδυνηρή τόσο ως προς το μέγεθός τους όσο και τη χρονική τους διάρκεια και ποτέ δεν είχαν καμία σχέση με ότι συνέβαινε στον αναπτυγμένο κόσμο.

Συνεπώς με αυτά τα δεδομένα μπαίνουμε σε ένα «βαρύ» και μακροχρόνιο χειμώνα και στο θέμα των ανατιμήσεων.

Κυβερνητικά μέτρα-ασπιρίνες

Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια σταδιακά αυξάνει και θα ενταθεί όσο προχωρούν οι ανατιμήσεις. Για να διασφαλίσει την εικόνα της, ο πρωθυπουργός και το επιτελείο του ετοιμάζονται να αναγγείλουν μέτρα στήριξης. Όποια μέτρα ανακοινωθούν τελικά θα είναι φτιασιδώματα καθώς τόσο η παρούσα κυβέρνηση όσο και το πολιτικό σύστημα δεν θέλουν ούτε μπορούν, λόγω των πολλαπλών δεσμεύσεων σε δανειστές και συμφέροντα, να λάβουν μέτρα ουσίας που θα διασφαλίζουν το λαϊκό εισόδημα και θα μπαίνουν φραγμός στην κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια. Υπό αυτές τις συνθήκες σκοπός τους είναι να διαθέσουν κάποιο ποσό από τον κρατικό προϋπολογισμό αφού το περάσουν από τον έλεγχο των δεσμεύσεων των δανειστών. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο προσανατολισμός είναι σαφής όσον αφορά τα περιθώρια για δημοσιονομικά μέτρα. Για το 2022 πρέπει να ελαχιστοποιηθούν τα ελλείμματα που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας και από το 2023 πρέπει να επανέλθουμε στα πρωτογενή πλεονάσματα υπό τον έλεγχο των δανειστών.

Με αυτά τα δεδομένα το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται τα μέτρα ανακούφισης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων από τον κυκεώνα των ανατιμήσεων. Τα μέτρα αυτά θα ανακοινωθούν το Σάββατο 11/9/2021 από τον πρωθυπουργό στην ομιλία του στη ΔΕΘ. Σύμφωνα με όσα έχουν «διαρρεύσει» κατά τις δημοσιογραφικές πληροφορίες σαν σύνολο τα μέτρα θα είναι ιδιαίτερα φτωχά και θα περιορίζονται σχετικά σε λίγους.

Στο καυτό θέμα της αύξησης της τιμής στο ηλεκτρικό ρεύμα η κυβέρνηση αντί να επιβάλει μέτρα συγκράτησης των τιμολογίων αφήνει την εξέλιξη των πραγμάτων ως έχουν μέχρι σήμερα και αναζητά κάποια αντίμετρα για πολύ λίγους ώστε αυτοί να μην υποστούν την αύξηση ή όλη την αύξηση. Έτσι προσανατολίζεται στη χορήγηση μεγαλύτερης έκπτωσης στα 500.000 περίπου νοικοκυριά που έχουν ήδη το κοινωνικό τιμολόγιο με κριτήρια εισοδηματικά, περιουσίας και κατανάλωσης. Στόχος είναι με την αύξηση της επιδότησης να παραμείνει η τελική επιβάρυνση των συγκεκριμένων νοικοκυριών στα ίδια επίπεδα (χωρίς καμία αύξηση) ή αν υπάρξει αύξηση αυτή να είναι πολύ μικρή.

ΣΕ ΟΛΑ τα υπόλοιπα θέματα των ανατιμήσεων οι κυβερνητικές παρεμβάσεις θα είναι έμμεσες καθώς θα στραφούν όχι στον έλεγχο των τιμών ή κάποιο άλλο άμεσο μέτρο αλλά στην προσπάθεια ενίσχυσης των εισοδημάτων με περικοπές φόρων και εισφορών, λαμβάνοντας όμως πάντοτε υπόψη τις δεσμεύσεις στο δημοσιονομικό πλαίσιο μακροπρόθεσμα. Έτσι φαίνεται να προσανατολίζεται σε:

α) Μείωση του ΕΝΦΙΑ. Πρακτικά βέβαια η μείωση είναι αναγκαία καθώς η αύξηση των τιμών των αντικειμενικών αξιών από 1/1/2022 θα επιφέρει αυξήσεις συγκριτικά με το 2021. Συνεπώς έχει ήδη το περιθώριο για αυτή την κίνηση μείωσης του συντελεστή φόρου αφού μετά από αυτό η επιβάρυνση θα είναι ουσιαστικά η ίδια. Έτσι το τελικό αποτέλεσμα δημοσιονομικά θα είναι ουδέτερο (διατήρηση εσόδων από ΕΝΦΙΑ στα ίδια επίπεδα).

β) Μείωση η ακόμα και κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Είναι κάτι για το οποίο έχει δεσμευτεί ότι θα το εφαρμόσει.

γ) Περεταίρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που ήδη έχει. Φυσικά οι μειώσεις θα αφορούν και τους μισθωτούς αλλά και τους εργοδότες για τους οποίους η μείωση είναι πολύ σημαντικότερη και συμβάλει στην αύξηση της κερδοφορίας.

δ) Διατήρηση του μειωμένου ΦΠΑ 13% στον σερβιριζόμενο καφέ, τις μεταφορές και το τουριστικό πακέτο.

ε) Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τον ιδιωτικό τομέα και αργότερα για τον δημόσιο τομέα και τους συνταξιούχους.

στ) Αύξηση του προϋπολογισμού του επιδόματος θέρμανσης για τον χειμώνα 2021-2022 με στόχο να αυξηθεί η επιδότηση ανά νοικοκυριό ώστε να καλυφθεί μέρος της αύξησης της τιμής των καυσίμων.

Φυσικά όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους τα μέτρα είναι μικρής σημασίας και μεγέθους και δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της μείωσης των εισοδημάτων λόγω της αύξησης των τιμών. Όμως θα ανακοινωθούν ή/και κάποια αντίστοιχα με μοναδικό σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων.

Συνεπώς για μία ακόμα φορά τα λαϊκά και μεσαία στρώματα βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται, αυτή τη φορά με τις ανατιμήσεις και η «λύση» που υιοθετεί η κυβέρνηση είναι η ελάχιστη μείωση κάποιων φόρων-χαρατσιών που επέβαλε στο παρελθόν και η συνέχιση της επιδοματικής πολιτικής για ελάχιστους. Έτσι «το μάρμαρο θα συνεχίσουν να το πληρώσουν» τα πλατιά λαϊκά στρώματα.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!