Η καθηλωτική μαρτυρία μιας «τυχερής» που εργάζεται με πεντάμηνη σύμβαση
Δεν το είχα φανταστεί ποτέ ότι θα εργαζόμουν στο Δημόσιο. Ούτε ως συμβασιούχα. Τουλάχιστον από το 2008 που έγιναν για τελευταία φορά οι εξετάσεις του ΑΣΕΠ για πρόσληψη καθηγητών, το είχα αποκλείσει. Σκεφτόμουν το δημόσιο σχολείο σαν ένα ίδρυμα κλειστό για εμένα και δεκάδες χιλιάδες άλλους συναδέλφους που λόγω «διαδικασιών» μείναμε με τα πτυχία και τα μεταπτυχιακά στο χέρι κι έπρεπε να βρούμε άλλους δρόμους να πορευτούμε. Οικονομικά, τουλάχιστον.
Ώσπου «έτσι τα έφερε η ζωή», η μνημονιακή συγκυβέρνηση για την ακρίβεια, και είπα να «κάνω τα χαρτιά μου» στην πρώτη προκήρυξη που βγήκε φέτος από τον ΟΑΕΔ για 10.000 ανέργους (πανελλαδικά!) σε προγράμματα «απασχόλησης κοινωφελούς εργασίας». Μητέρα μόνη κι άνεργη, κατ’ ουσίαν από το 2008, συγκέντρωσα τα «πολυπόθητα» μόρια και με πήραν. Με πεντάμηνη σύμβαση. Με 490(!) ευρώ καθαρά το μήνα. Με πήραν μαζί με άλλους 9.999 που έκαναν αίτηση. Από το 1.500.000 -και βάλε…- ανέργων.
Τα συναισθήματά μου ήταν γλυκόπικρα. Από τη μια χαιρόμουν(!) για τα 500 ευρώ που θα έβγαζα αυτούς τους πέντε μήνες, από την άλλη προβληματίστηκα. Όχι τόσο όταν έμαθα τη φύση της δουλειάς, όσο για το γεγονός ότι στην ουσία μας παγίδευσαν. Κι εξηγούμαι: Όταν κάναμε τις αιτήσεις για τις θέσεις «γενικών καθηκόντων» δεν ξέραμε ότι θα βγουν κι άλλες προκηρύξεις για πτυχιούχους. Κι όταν μας ειδοποίησαν από το δήμο ότι προσλαμβανόμαστε, μας τόνισε ο ΟΑΕΔ ότι δεν μπορούμε να αρνηθούμε τη θέση εργασίας, γιατί θα υπάρχουν κυρώσεις. Όποιος από τους «επιτυχόντες» δηλαδή αρνιόταν τη συγκεκριμένη θέση, θα του μηδένιζαν την κάρτα ανεργίας και δεν θα είχε δικαίωμα να ξανακάνει αίτηση για δύο(!) χρόνια.
Πήρα, λοιπόν, τον κατάλληλο εξοπλισμό από το Δήμο, τη σκούπα, το φαράσι και μπόλικες μαύρες σακούλες και ξεχύθηκα στους δρόμους του «τομέα» μου.
Οφείλω να ομολογήσω ότι στους δύο μήνες που δουλεύω ήδη, η αντιμετώπιση του κόσμου εν γένει είναι πολύ υποστηρικτική. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, η πλειονότητα ότι το να κρατάς μια σκούπα, ένα φαράσι κι ένα καρότσι για τα σκουπίδια και να καθαρίζεις για 8 συνεχόμενες ώρες και μάλιστα για ένα τέτοιο «υπέρογκο» μισθό, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο. Πολλοί -κυρίως γυναίκες, οφείλω να ομολογήσω- μας ρωτούν αν θέλουμε να μας φτιάξουν καφέ, μας κερνούν χειροποίητες πίτες και άλλα τινά. Σκεφτόμουν και σκέφτομαι ότι τα αντανακλαστικά κοινωνικής αλληλεγγύης ακόμη υπάρχουν στην καρδιά του Έλληνα.
Μέχρι που σήμερα βρέθηκα αντιμέτωπη με μια «αξιοπερίεργη» συμπεριφορά. Παρ’ όλο που μας έχουν προειδοποιήσει οι προϊστάμενοι ότι μπορεί «να ακούμε διάφορες κουβέντες από τον κόσμο, αλλά εμείς δεν θα πρέπει να δίνουμε σημασία, πρέπει να κάνουμε τη δουλειά μας, ο κόσμος έχει προβλήματα και πρέπει να τον κατανοούμε» -λες κι εμείς δεν είμαστε κομμάτι αυτού του κόσμου- κ.λπ, κ.λπ. σήμερα κόντεψα να τα πάρω πολύ άσχημα στο κρανίο με μια υπερήλικα. Η οποία μια χαρά ήταν και εντελώς σώας τας φρένας είχε, αν κρίνει κανείς από το βαθμό ουσιαστικής της εμπέδωσης της μαύρης προπαγάνδας -τύπου Αδώνιδος. Η εν λόγω κυρία με πολύ απηυδυσμένο ύφος μου είπε ότι δεν περνούν συχνά από το δρόμο του σπιτιού της να τον καθαρίσουν κι ότι εμείς οι καθαρίστριες παίρνουμε μόνο τα «πάνω-πάνω» και δεν κάνουμε ουσιαστική δουλειά κι ότι αναγκάστηκε να βγει μόνη της έξω να καθαρίσει. Της αντέτεινα ότι το προσωπικό του δήμου δεν επαρκεί κι ότι καθεμιά (γυναικοκρατούμενο, βλέπεις, το επάγγελμα πλέον του οδοκαθαριστή) από μας έχει να καθαρίσει μια απέραντη έκταση. Η δική μου π.χ. πιάνει από το 1ο Γυμνάσιο μέχρι και το Γήπεδο του Πιερικού και φυσικά τον ΟΑΕΔ και το 1ο ΕΠΑΛ. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να καλύπτουμε αυτές τις αχανείς σχεδόν εκτάσεις καθημερινά. Η υπερήλιξ μου ανταπάντησε πως «όλοι εσείς οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι κηφήνες, είστε που οδηγήσατε τη χώρα στην καταστροφή». Σκέφτηκα πως η ιδεολογία του Πάγκαλου του τύπου «όλοι μαζί τα φάγαμε» την έχει διαπεράσει μέχρι το μεδούλι. «Κάθεστε και δεν κάνετε τίποτε και παίρνετε από πάνω του κόσμου τα λεφτά». «Ξέρεις πόσα παίρνω;» της είπα. «490 το μήνα και με μεταπτυχιακό».
«Και τι να σου κάνω εγώ;».
«Να μην ξαναψηφίσεις Σαμαρά», σκέφτηκα, αλλά δεν της το είπα.
Διόλου μετανιωμένη που δεν εκφράστηκα ευθαρσώς, γιατί όπως λέει και ο λαός «στου κουφού την πόρτα, πάρε το φαράσι σου και φύγε».
ΥΓ: Αν ποτέ δείτε στο δρόμο οδοκαθαρίστρια σκυμμένη να κυνηγάει το σκουπίδι, ρωτήστε την άμα θέλει να της φτιάξετε καφέ. Κι αν δεν μπορείτε, προσφέρετέ της απλόχερα μια εγκάρδια «καλημέρα». Θα της αναπτερώσει το ηθικό.
Μπέττυ Σκούφα
(Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε
στην τοπική εφημερίδα Αντίλογος Πιερίας)