«Ένιωσα ένα απέραντο ουρλιαχτό»
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα δεινά που επέφερε σε όλη την ανθρωπότητα το τέρας του Φασισμού-Ναζισμού, άρχισε και η συζήτηση (επιστημονική, ιστορική, ψυχολογική, κοινωνιολογική, πολιτική, οικονομική κλπ.) για την «ευθύνη» των λαών που στα σπλάχνα τους εκκολάφθηκε το αυγό του φιδιού.
Ήταν όλοι οι Ιταλοί φασίστες; Ήταν όλοι οι Γερμανοί Ναζί; Ή έστω η πλειοψηφία τους; Πώς γιγαντώθηκαν και απέκτησαν την ηγεμονική τους θέση μέσα σε κοινωνίες δημοκρατικές και μάλιστα μέσω «δημοκρατικών» διαδικασιών;
Είναι τελικά επίκαιρο ή άστοχο να φέρουμε την ίδια συζήτηση και τα αυτά ερωτήματα στη χώρα που ζούμε σήμερα; Υπάρχουν διδάγματα ή τυχόν παραλληλισμοί που οφείλουν να τύχουν της προσοχής μας;
Μία κουβέντα χωρίς φόβο, αλλά με πάθος με τον δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Κατσαρή. Στην λαχτάρα για ζωή δεν υπάρχει ο χώρος για τον φόβο.
Δημήτριος Κατσαρής: «Φασίστας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι»
Οι κοινωνίες τελικά ανέχτηκαν ή όχι την ανάπτυξη φασιστικών αντιλήψεων και πρακτικών;
Είναι μάλλον ασφαλές να υποθέσουμε πως ο κόσμος, ο λαός, στη μεγάλη του πλειοψηφία δεν εμφορείται εκ γενετής από ναζιστικά-φασιστικά ιδεώδη και προτάγματα. Φασίστας δεν γεννιέσαι, γίνεσαι. Πώς έγινε λοιπόν και ανέχθηκαν αυτοί οι λαοί την κυοφόρηση και την άνοδο του εκτρωματικού αυτού μορφώματος του Ναζισμού, στα σπλάχνα τους; Η απάντηση είναι μάλλον αυτή: «ανέχθηκαν»…
Ίσως δεν αποδέχθηκαν ολοκληρωτικά τη ναζιστική ιδεολογία, ίσως δεν επιθυμούσαν κιόλας την επικράτηση του φασισμού, ενδεχομένως δεν υποστήριξαν φανερά και με όλες τους τις δυνάμεις τις πρακτικές του. Κι ακόμη κι αν υπήρξε, που υπήρξε, ένα μεγάλο κομμάτι του λαού που όχι μόνο δεν αποδέχθηκε αλλά φανερά αντιστάθηκε και πολέμησε τους φασίστες, οι τελευταίοι επιβλήθηκαν τυγχάνοντας της αποδοχής (ή μήπως εδώ παραδεκτά μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο ανοχή;) της μεγάλης μερίδας του πληθυσμού.
Φαντάζομαι ότι αναφέρεστε σε καθημερινούς ανθρώπους.
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ανατρέξει κανείς σε μελέτες που ακολούθησαν το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και να διαγνώσει τη συλλογική ψυχολογία των ανθρώπων που επέζησαν και προσπαθούσαν να απενοχοποιηθούν από το μαύρο στίγμα που αιματοκύλισε όλο τον κόσμο. «Όχι, εγώ δεν ήμουν Ναζί, αλλά αυτοί είχαν επικρατήσει, δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε, αν έφερνες αντίρρηση η ζωή σου κινδύνευε, αν αντιστεκόσουν ήσουν χαμένος, …, όπως και οι “άλλοι”…».
Μα ποιοι ήταν όλοι αυτοί που φοβήθηκαν να αντισταθούν; Ποιοι ήταν όλοι αυτοί που υπέκυψαν και νικήθηκαν από το φόβο; Ποιοι ήταν όλοι αυτοί που αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα, την πλάτη πάνω στην οποία πάτησε και σήκωσε κεφάλι το τέρας;
Ο άνθρωπος της καθημερινότητας, ο έμπορος, ο υπάλληλος, δημόσιος ή ιδιωτικός, ο εργάτης, ο δάσκαλος, ο μαγαζάτορας, ο καθένας. Ο άνθρωπος που κοιτάει τη δουλειά του…
«Εμένα δεν με ένοιαζε η πολιτική, αντιλαμβανόμουν ως χρέος μου το να κάνω τη δουλειά μου με ευσυνειδησία…», «ακούγαμε διάφορα…, αλλά εγώ κοίταζα τη δουλειά μου και δεν ασχολήθηκα».
Ήταν αυτό ακριβώς το μοντέλο του καλού και αγαθού πολίτη που κοίταζε τη δουλειά του και δεν πήρε θέση απέναντι στις πρακτικές επικράτησης του φασισμού, αποτέλεσε έτσι με τη στάση του τη λυδία λίθο της κοινωνικής αποσάθρωσης και κατάρρευσης, ο πολίτης που άφησε ελεύθερο χώρο στο τέρας να ελιχθεί, να βρει έδαφος, να βρει πάτημα να σκαρφαλώσει, να μεγαλώσει.
Οι άνθρωποι αυτοί, αφού δεν ήταν εναντίον των φασιστών, κατέληξαν να θεωρηθούν και να καταμετρηθούν υπέρ τους.
Οι άνθρωποι αυτοί, οι ευσυνείδητοι πολίτες της χώρας, έγιναν αυτό που λέμε «παθητικοί φασίστες».
Βλέπουμε αντιστοιχίες στην Ελλάδα;
Σήμερα στην Ελλάδα και, μην γελιόμαστε, σιγά-σιγά και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, οι φασίστες αποπειρώνται την ανέλιξή τους. Τελικά αυτό που μαθαίνουμε σήμερα είναι ότι ο κίνδυνος είναι υπαρκτός.
Το ζητούμενο να απαντηθεί είναι το αν η ελληνική κοινωνία διαθέτει τα απαραίτητα ανακλαστικά ώστε να αντισταθεί, ή θα κάνει το ίδιο λάθος και θα χαθεί; Ακριβώς αυτό! Θα κάνει το ίδιο λάθος; Θα κάνουμε το ίδιο λάθος;
Δεν είμαι αισιόδοξος. Πιστεύω πως συμβαίνει ακριβώς το ίδιο λάθος: «ανοχή».
Το ότι ναζιστικό κόμμα συμμετέχει στις εθνικές εκλογές, αυτό και μόνο θα έπρεπε να τύχει σθεναρής αντίδρασης από την κοινωνία, αντ’ αυτού αφεθήκαμε στη θαλπωρή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των θεσμών.
Πόσο σοβαρές θεωρείτε τις συνέπειες από την ανοχή;
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά, όπως εμφανή είναι πλέον και τα δείγματα γραφής και οι πρακτικές που ακολουθούν. Διείσδυση-όσμωση των φασιστών στην αστυνομία, βασανιστήρια μέσα στην κεντρική αστυνομική διεύθυνση. Εγκληματικά πογκρόμ κατά αδυνάτων κοινωνικών ομάδων υπό την κάλυψη –ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε συγκάλυψη;– της αστυνομίας. Ρατσιστικές δολοφονίες που περνούν στα ψιλά. Εισβολή ειδικών δυνάμεων και βασανιστήρια κρατουμένων μέσα στις φυλακές. Στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δημόσια διαπόμπευση οροθετικών γυναικών ή συλληφθέντων σε πορείες. Δικαστικά πραξικοπήματα, αθρόες προφυλακίσεις. Απαγωγή του Μπουλούτ Γιαϊλά από την «ελληνική» αστυνομία σε συνεργασία με ξένες μυστικές υπηρεσίες… Στην περίπτωση του απεργού πείνας Κώστα Σακκά, μετά από δικαστικό πραξικόπημα ο χρόνος προφυλάκισης χωρίς δίκη έφτασε στην Ελλάδα να είναι 36 (δεν είναι τυπογραφικό λάθος, τριάντα έξι) μήνες και μάλλον καθίσταται να γίνει αορίστου διαρκείας…
Ένας ατελείωτος κατάλογος θεσμικής έκπτωσης.
Όσοι διαφωνούν, ή τολμήσουν να διαμαρτυρηθούν (και στο σημείο αυτό θα έπρεπε να κάνουμε μία τεράστια παρένθεση και να συμπληρώσουμε: όσοι θεωρούνται από τη φασιστική ιδεολογία πως ανταποκρίνονται στην εικόνα του «εσωτερικού εχθρού»), συλλαμβάνονται και οδηγούνται στον άλλο πυλώνα της δημοκρατίας, τη Δικαιοσύνη, με κατηγορίες που έχουν συνταχθεί από τους ανωτέρω αστυνομικούς…
Όλα αυτά θα τύχουν της ανοχής της κοινωνίας; Η απάντηση στις πρακτικές επικράτησης των φασιστών θα είναι η αδράνεια; Ως πότε η κοινή γνώμη θα αδιαφορεί για όλα τα παραπάνω και θα ανέχεται;
Ας το επαναλάβουμε για μία ακόμη φορά: ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κοινωνία είναι να αφεθεί ο λαός να διολισθαίνει στην κατάσταση του παθητικού φασίστα.
Καμία ανοχή πλέον
Το ξέρω πως όλα τούτα (σ.σ. όσα αναφέρει στην παρακείμενη συνέντευξη) ακούγονται δυσοίωνα, και μια πικρή γεύση στο στόμα απομένει στην ερώτηση «τι μέλλει γενέσθαι». Κι όμως η απάντηση είναι, και μπορεί να είναι, απλή: καμία ανοχή πλέον στον φασισμό.
Θέλω να πω πως, αγαπημένη πρακτική επικράτησης του φασισμού είναι και το εξουσιαστικό «αποφασίζουμε και διατάζουμε». Μόλις λίγες μέρες πριν, επιχειρήθηκε η εφαρμογή του μοντέλου αυτού στην περίπτωση της κρατικής τηλεόρασης. Και πριν από αυτό η κυβέρνηση της γείτονος Τουρκίας προσπάθησε να απομακρύνει από ένα πάρκο περίπου πενήντα άτομα που διαφωνούσαν στην απόφαση της κυβέρνησης να κοπούν τα δένδρα.
Η πηγαία και αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου και στις δύο περιπτώσεις ήταν απλά να σηκωθούν και να πάνε επί τόπου στο σημείο, δεν χρειάστηκε ούτε καν να μιλήσουν ή να υψώσουν τον τόνο της φωνής τους. Απλά να βρεθούν στους δρόμους. Απλός κόσμος, ο πολίτης της καθημερινότητας που κοιτάει τη δουλειά του, που ίσως θα ήθελε να τσακώνεται για το ραδιόφωνο και να θέλει να λέει τι είδε στην τηλεόραση χθες βράδυ, και που απλά αισθάνθηκε πως δεν θα δείξει άλλη ανοχή!
Ίσως τότε καταφέρουμε να βρούμε ένα σπίρτο.
Δημήτριος Κατσαρής
[…] Και να γελάω με την παράνοια σου,/ Και να σου δίνω κασέτες που δεν θα τις ακούς, και να βλέπουμε καταπληκτικές ταινίες, και να βλέπουμε απαίσιες ταινίες, και να μαλώνουμε για το ραδιόφωνο,/ και να σε βγάζω φωτογραφίες όταν κοιμάσαι,/ και να σηκώνομαι πρώτος για να σου φέρω καφέ και κουλούρια και γεμιστά κρουασάν,/ Και να πηγαίνουμε για καφέ στο Φλοράντ τα μεσάνυχτα,/ Και να σ’ αφήνω να μου κάνεις τράκα τσιγάρα,/ Και να μην καταφέρνω ποτέ να βρω ένα σπίρτο,/ Και να σου λέω τι είδα στην τηλεόραση χτες το βράδυ,/ Και να μη γελάω με τα αστεία σου, και να σε θέλω το πρωί αλλά να σ’ αφήνω να κοιμηθείς λίγο ακόμα./ Και να φιλάω την πλάτη σου, και να χαϊδεύω το δέρμα σου./ Και να σου λέω πόσο μα πόσο αγαπώ τα μαλλιά σου, τα μάτια σου, τα χείλη σου, το λαιμό σου, το στήθος σου.
[…]
Και να σ’ αγκαλιάζω όταν σε πιάνει αγωνία,/ Και να σε κρατάω σφιχτά όταν πονάς,/ Και να σε θέλω όταν σε μυρίζω,/ Και να σε πληγώνω όταν σε αγγίζω,/ Και να κλαψουρίζω όταν είμαι πλάι σου, και να κλαψουρίζω όταν δεν είμαι,/ Και να κυλάει το σάλιο μου πάνω στο στήθος σου.
[…]
Αποσπάσματα από το «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν