Γράφτηκαν πολλά για να κατευνασθεί η ανησυχία των πολιτών έναντι της κλιμακούμενης αμφισβήτησης της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας μας από την Τουρκία. Αξιοποιήθηκε στο έπακρο, αποκλειστικά και μόνο στα λόγια, η αντιπαράθεση Ουάσιγκτον-Άγκυρας για να «πεισθούμε» ότι η πλήρης υπαγωγή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας στους σχεδιασμούς ΗΠΑ και ΝΑΤΟ ήταν ικανή να μας διαφυλάξει από την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας. Δημοσιολόγοι και δημοσιογράφοι «ανακάλυψαν» την Ελλάδα ως «χώρα πρώτης γραμμής» για να τονίσουν τις «ευκαιρίες» που προσέφερε στη χώρα η γεωπολιτική σύγκρουση γιγάντων στη Μέση Ανατολή. Αν, προς στιγμή, αφήσουμε στην άκρη τους κινδύνους που κρύβει η έννοια «χώρα πρώτης γραμμής», ας αναλογιστούμε την σοβαρότητα της εκτίμησης από τις δηλώσεις του ναύαρχου Αποστολάκη, αρχηγού ΓΕΕΘΑ, ότι «θα είμαστε μόνοι μας σε ενδεχόμενη σύρραξη με την Τουρκία».
Ανακαλύφθηκε η «γεωπολιτική αναβάθμιση» της Ελλάδας και επιταχύνθηκε ο «στρατηγικός διάλογος» με τις ΗΠΑ με μοναδικό ορατό αποτέλεσμα την μετατροπή της χώρας σε ένα απέραντο νατοϊκό στρατόπεδο με δηλωμένο στόχο την άμυνα της Δύσης από την επιθετική πολιτική της Ρωσίας. Σούδα, Άκτιο, Καλαμάτα, Λάρισα, Βόλος και προσεχώς Αλεξανδρούπολη αναβαθμίστηκαν επιχειρησιακά και επιλύθηκε το «Μακεδονικό» με νατοϊκό τρόπο έτσι ώστε να οδηγηθούμε στη σοβαρή κρίση των διπλωματικών σχέσεων της χώρας με την Ρωσία. Το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα αποτελεί πια στρατηγικό στόχο μιας ενδεχόμενης στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και ταυτόχρονα καταστήσαμε τη Ρωσία διπλωματικό μας αντίπαλο, όχι μόνο στη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση στη Μ. Ανατολή, αλλά και σε ολόκληρη την γκάμα των εθνικών θεμάτων σε Βαλκάνια, Αιγαίο, Αν. Μεσόγειο και Κύπρο.
Σήμερα οι μύθοι της «γεωπολιτικής αναβάθμισης» και της «Ελλάδας-χώρα πρώτης γραμμής» καταρρέουν με πάταγο. Και αν απλά επρόκειτο για διαψεύσεις εκτιμήσεων η ζημιά δεν είχε καμιά απολύτως σημασία. Η κατάρρευση των μύθων επαναφέρει στο προσκήνιο την παντελή απουσία κάθε σχεδίου αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Και μαζί την έλλειψη κάθε προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα έναντι μιας πιθανής θερμής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης.
Η ματιά των ΗΠΑ στραμμένη μόνιμα στην Άγκυρα
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Άγκυρα δεν είναι ψεύτικη. Ούτε οι θεματικές αντιστροφές στις σχέσεις των δύο χωρών είναι ψεύτικες. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η εκτίμηση των όρων και των ορίων αυτής της αντιπαράθεσης. Χωρίς αυτή την εκτίμηση γίνεται ακατανόητη η διαδοχή τόσο αντικρουόμενων γεγονότων.
Έτσι, αν μείνουμε στις πιο πρόσφατες εξελίξεις, από την απαγόρευση πώλησης των F-35 που αποφάσισε η Γερουσία των ΗΠΑ και τον οικονομικό πόλεμο που ξεκίνησε ο ίδιος ο Τραμπ κατά τις Άγκυρας το περασμένο καλοκαίρι φθάσαμε στην τηλεφωνική συνομιλία Τραμπ-Ερντογάν που έστω και προσωρινά αλλάζει τα δεδομένα. Στη συζήτηση των δύο υπήρξε μια νέα προσφορά για την παράδοση των πιο σύγχρονων οπλικών συστημάτων των ΗΠΑ στην Τουρκία με παράλληλη αναβάθμιση του ρόλου της στην Συρία μετά την αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ. Η πρόταση αυτή του Τραμπ ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στο εσωτερικό των ΗΠΑ και ισχυρότατες αντιρρήσεις από τους στρατηγικούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή. Ισραήλ και Σαουδική Αραβία βλέπουν με επιφύλαξη την ενίσχυση της Τουρκίας αλλά και του άξονα που έχει συμπτύξει στην περιοχή με Ρωσία και Ιράν. Ο Τραμπ δεν δίστασε να συγκρουσθεί με τον υπουργό Άμυνας Μάτις και το σύνολο της στρατιωτικής ηγεσίας των ΗΠΑ, δεν δίστασε να δυσαρεστήσει τους πραγματικά στρατηγικούς εταίρους του στην περιοχή, δεν δίστασε να δημιουργήσει σκιές στο ίδιο το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ που εξήγγειλε ο ίδιος στις αρχές του περασμένου χρόνου. Και όλα αυτά προκειμένου να συγκρατήσει την Τουρκία στο δυτικό άξονα.
Σήμερα οι μύθοι της «γεωπολιτικής αναβάθμισης» και της «Ελλάδας-χώρα πρώτης γραμμής» καταρρέουν με πάταγο. Η κατάρρευση των μύθων επαναφέρει στο προσκήνιο την παντελή απουσία κάθε σχεδίου αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Μαζί και η έλλειψη προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα έναντι μιας πιθανής θερμής ελληνοτουρκικής σύγκρουσης
Το μέγεθος των εσωτερικών και διεθνών αντιπαραθέσεων που προκαλεί η πολιτική Τραμπ πιστοποιεί ταυτόχρονα και την στρατηγική σημασία που αποδίδουν οι ΗΠΑ στην γεωπολιτική και οικονομική θέση της Τουρκίας στην παγκόσμια σκηνή.
Τα όσα ακολούθησαν την πρόταση Τραμπ και κυρίως η ασαφής κατάληξη του ταξιδιού του επικεφαλής συμβούλου εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ Μπόλτον πιστοποιούν την παραπάνω εκτίμηση. Η Τουρκία έχοντας ήδη εξασφαλίσει ρόλο και λόγο στις εξελίξεις στην Συρία συνεχίζει να διαπραγματεύεται επιθυμώντας διεύρυνση των ωφελημάτων. Από την πλευρά τους τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία θα συνεχίσουν να πιέζουν και ταυτόχρονα να δελεάζουν την Τουρκία θεωρώντας το γεωπολιτικό της βάρος και τη συμβολή της χρήσιμη στους δικούς τους σχεδιασμούς.
Ορισμένοι αναλυτές βλέπουν στις εξελίξεις της περιόδου μια νέα σοβαρότερη κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Άγκυρας. Άλλοι δεν κρύβουν το «θαυμασμό» τους στον Ερντογάν που τολμά να αμφισβητεί ευθέως, στα όρια προσβολής, την υπερδύναμη. Άλλοι «διαβάζουν» στις εξελίξεις το «διπλωματικό στρίμωγμα» του Ερντογάν και το διαφαινόμενο τέλος της έπαρσης και των δυνατοτήτων ελιγμών του. Τι από όλα αυτά θα συμβεί παραμένει, προσωρινά, άγνωστο…
Ανταλλάγματα προς Δυσμάς
Εκείνο όμως που έχει σημασία, και αποκρύβεται, είναι ότι ο Τούρκος πρόεδρος διαπραγματεύεται έχοντας ένα στρατηγικό σχέδιο που συσπειρώνει συντριπτικά τις πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας του. Διαπραγματεύεται, αποσπά πλεονεκτήματα και συνεχώς ζητά περισσότερα εκμεταλλευόμενος στα άκρα την γεωπολιτική και γεωοικονομική θέση της χώρας του. Έναντι του κινδύνου διαμελισμού της Τουρκίας προβάλλει ένα νεοθωμανικό σχέδιο εδαφικής της επέκτασης εκμεταλλευόμενος τις αγεφύρωτες αντιθέσεις των ισχυρών ιμπεριαλισμών στη Μ. Ανατολή. Κυρίως έχει το μυαλό του στραμμένο ταυτόχρονα τόσο στη Μ. Ανατολή όσο και στην Αν. Μεσόγειο, την Κύπρο και το Αιγαίο.
Ο Ερντογάν στις μέχρι τώρα διαπραγματεύσεις έχει δείξει αδιάλλακτη στάση. Είναι βέβαιο ότι στο σύνολο των προτάσεων που έχουν μπει στο τραπέζι της διελκυστίνδας μεταξύ ΗΠΑ-Τουρκίας είναι και ο έλεγχος του φυσικού πλούτου της Κύπρου και της Αν. Μεσογείου και η επέκταση της Τουρκίας δυτικά σε Αιγαίο και Θράκη.
Η επιθετική ρητορική αλλά και η επιβολή τετελεσμένων με την απειλή ή και την περιορισμένη χρήση στρατιωτικών μέσων σε Αιγαίο και Κύπρο δεν γίνεται χωρίς την γνώση και την σιωπηρή ανοχή των ΗΠΑ. Και η διαπραγμάτευση που προβάλλει ο Ερντογάν έναντι της Ελλάδας δεν αφορά ερμηνείες και αντιθέσεις στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία ζητά από την Ελλάδα να αποδεχθεί, υπό στρατιωτική απειλή, νομιμοποίηση των τουρκικών διεκδικήσεων σε Αιγαίο και Μεσόγειο και τον συνολικό έλεγχο της Κύπρου.
Έναντι αυτής της εξωφρενικής απαίτησης έχουμε σιωπή από τον αμερικάνικο παράγοντα, από την Ε.Ε. –που τυπικά κλείνει την πόρτα στην Τουρκία αλλά εντείνει τις διμερείς σχέσεις με την Άγκυρα–, αλλά και από τους «νέους συμμάχους» της χώρας μας, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Όλοι, αφού πρώτα εξασφάλισαν τα δικά τους συμφέροντα στην ταραγμένη γειτονιά μας, δείχνουν απόλυτη αδιαφορία αν η Ελλάδα κληθεί να πληρώσει το τίμημα συγκράτησης της Τουρκίας στη δυτική συμμαχία.
Ο ελληνικός αστικός κόσμος εφησυχάζει ότι με το δόγμα «δίνουμε τα πάντα, δεν ζητάμε τίποτα» εξασφαλίζει την άμυνα της χώρας. Ξεχνά ότι αυτό που, κουτσά-στραβά, «εξασφαλίστηκε» κοντά 45 χρόνια είναι έτοιμο να τιναχθεί στον αέρα. Άλλωστε κανείς από τους «συμμάχους» δεν θα ευθύνεται για τις συνέπειες μιας πρόθυμης παράδοσης της χώρας. Πολιτικά, οικονομικά και εθνικά…