Στημένο παιχνίδι και συμφωνημένοι μονόδρομοι. Της Αλίκης Βεγίρη
Η κρίση δεν άλλαξε μόνο το οικονομικό τοπίο των περισσοτέρων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά επηρέασε καθοριστικά και την εκλογική συμπεριφορά όσων εκλογικών σωμάτων μπήκαν στην περιπέτεια της αλλαγής των κυβερνήσεών τους τη χρονιά που διανύσαμε. Συγκεκριμένα, τόσο τα εκλογικά σώματα της Ιρλανδίας, στο τέλος Φεβρουαρίου, όσο και της Πορτογαλίας στις αρχές Ιουνίου, και της Ισπανίας τον περασμένο μήνα, κλήθηκαν να αποφασίσουν για μια νέα κυβέρνηση, η οποία όμως δεν θα έφερνε τίποτε νέο και ελπιδοφόρο, μια και απαράβατη προϋπόθεση της εκταμίευσης των κονδυλίων «διάσωσης» από την τρόικα, ήταν η νέα κυβέρνηση που θα προέκυπτε και ήταν λίγο-πολύ γνωστή ποια θα ήταν, να είχε εκ των προτέρων δεσμευτεί, και μάλιστα εγγράφως, στους «διασώστες» ότι θα εφάρμοζε πιστά τους σκληρούς όρους που τα συνόδευαν.
Έτσι, οι δεξιές κυβερνήσεις των Enda Kenny στην Ιρλανδία, Coelho στην Πορτογαλία και Rajoy στην Ισπανία, που προέκυψαν, είχαν ήδη ένα βαρύ συμβόλαιο λιτότητας να εκτελέσουν. Συμβόλαιο το οποίο και επικύρωσαν, εν γνώσει τους, οι ψηφοφόροι εκλέγοντάς τους.
Το καινούργιο, όσο και παράδοξο στοιχείο των εκλογικών αυτών αναμετρήσεων ήταν ότι οι ψηφοφόροι καλούνταν να επιλέξουν όχι ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά προγράμματα, όπως γίνεται συνήθως, αλλά να αναδείξουν το πολιτικό εκείνο σχήμα που θα εφάρμοζε το ένα και μοναδικό πρόγραμμα, όπως είχε υπαγορευτεί από την τρόικα. Οι ψηφοφόροι ανταποκρίθηκαν, ψήφισαν με τη θέλησή τους αυτούς που ψήφισαν και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν λίγους μήνες αργότερα δεν έπαιρναν τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τα αποτελέσματα των μέτρων, τα οποία οι ίδιοι είχαν προ ολίγου ψηφίσει.
Οι Πορτογάλοι κατέβηκαν σε γενική απεργία, κάτι που είχαν να κάνουν από αρκετές δεκαετίες πριν, και οι Ιρλανδοί προσφάτως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, απέσυραν τη στήριξή τους στον Kenny και τον κυβερνητικό συνασπισμό. Για τους Ισπανούς είναι ακόμα νωρίς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την καινούργια χρονιά το ίδιο θα συμβεί κι εκεί.
Η ίδια ακριβώς παγίδα, οιονεί δημοκρατίας, που στήθηκε στις παραπάνω χώρες, στήνεται τώρα και στη χώρα μας, αλλά με κάποια μεγαλύτερη, είναι αλήθεια δυσκολία. Έφτυσαν αίμα οι τροϊκανοί μέχρι να αποσπάσουν την ενυπόγραφη δέσμευση Σαμαρά ότι θα ασπαστεί την ορθόδοξη οικονομική τους σκέψη. Όχι ότι ο Σαμαράς είχε κάτι διαφορετικό στην ατζέντα του, αλλά η συγκυρία ήταν τέτοια που οι δημοσκοπήσεις τελευταία τού έκλειναν πονηρά το μάτι και τον άφηναν να ελπίζει ότι θα μπορούσε και να γινόταν ο χαλίφης στη θέση του χαλίφη Παπανδρέου.
Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου (αν γίνουν) θα μπορούσαν να ιδωθούν και ως μια παραχώρηση της τρόικας, ως αντίδοτο, ας πούμε, στο πραξικόπημα Παπαδήμου, μια και το πραξικόπημα Μόντι, την ίδια ακριβώς περίοδο, δεν συνοδεύτηκε από κάτι τις ανάλογο. Οι Ιταλοί θα δούνε τις κάλπες μόνο στο κλείσιμο της τετραετίας, απαλλαγμένοι, για την ώρα, από φιλοσοφικές αναζητήσεις περί του νοήματος των εκλογών, σε περιόδους σημαδεμένες από εξωτερικούς οικονομικούς επικυρίαρχους και νομοθέτες.
Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου κουβαλούν τόσες δεσμεύσεις επάνω τους που, αναμφίβολα, δεν έχουν να δώσουν κάτι διαφορετικό από το μνημονιακό μονόδρομο, παρά μονάχα αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς κάνουν την έκπληξη και ανατρέψουν άρδην το σκηνικό. Οι δημοσκοπήσεις, όμως, συστηματικά δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, κι ούτε υπάρχει κανένα σημάδι στον ορίζοντα για κοινή τους κάθοδο και συνεργασία. Η Νέα Δημοκρατία παίζοντας ανάμεσα στη συμμετοχή, τη συγκυβέρνηση και την αντιπολιτευόμενη συγκυβέρνηση κατορθώνει να συγκρατεί τα ποσοστά της, ενώ δεν θα δυσκολευτεί να βρει τους μαϊντανούς για να σχηματίσει κυβέρνηση όταν έρθει εκείνη η ώρα. Το ΠΑΣΟΚ ή μάλλον μέρος του ΠΑΣΟΚ, όπως Χρυσοχοΐδης, Λοβέρδος, Βενιζέλος κ.λπ., προσπαθεί εναγωνίως να απεκδυθεί τον μνημονιακό του μανδύα και να παρουσιαστεί στις εκλογές με το παλιό «αντεξουσιαστικό» του προσωπείο. Ίσως και να προσδοκά σε ένα θαύμα.
Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, επειδή το παιχνίδι είναι εξαρχής σικέ, δεν υπάρχει και μεγάλη προθυμία από τη μεριά των ψηφοφόρων να προσέλθουν σύντομα στις κάλπες. Το ποσοστό αυτών που θέλουν την κυβέρνηση Παπαδήμου να εξαντλεί την τετραετία, με εξαίρεση τη δημοσκόπηση της MRB (15/12) που δίνει ένα 11,8%, είναι αρκετά υψηλό: η MARC (18/12) δίνει ένα 40,3%, η ΜETRON ANALYSIS (9/12), ένα 44,5% και η PUBLIC ISSUE (8/12), ένα 48%. Και δεν είναι γιατί ο Παπαδήμος χαίρει αρκετής δημοφιλίας και καλλιεργεί προσδοκίες. Το χαρτί τής προ μηνός ευφορίας έχει ήδη αρχίσει να καίγεται με γοργούς ρυθμούς, όπως οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν.
Οι εκλογές, το μόνο νομιμοποιημένο εργαλείο το οποίο θα μπορούσε να ανατρέψει το σκηνικό της φρίκης, έχει ήδη νοθευτεί με τους περιορισμούς που έθεσε η τρόικα στα μεγαλύτερα κόμματα ως προς το είδος της πολιτικής που επιτρέπεται να ακολουθήσουν και τους οποίους έχουν ρητά αποδεχτεί. Η δυστυχία είναι ότι στους όρους αυτούς έχει παγιδευτεί και ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, ώστε να αποζητά κυβερνήσεις με κριτήρια αποτελεσματικότητας και συμμόρφωσης προς τις τροϊκανές επιταγές, όπως συνέβη και στις χώρες που προαναφέραμε. Αν η σύγχυση αυτή δεν διαλυθεί, τότε δεν θα έχουμε να περιμένουμε πολλά από τις επικείμενες εκλογές.
Έτσι, οι δεξιές κυβερνήσεις των Enda Kenny στην Ιρλανδία, Coelho στην Πορτογαλία και Rajoy στην Ισπανία, που προέκυψαν, είχαν ήδη ένα βαρύ συμβόλαιο λιτότητας να εκτελέσουν. Συμβόλαιο το οποίο και επικύρωσαν, εν γνώσει τους, οι ψηφοφόροι εκλέγοντάς τους.
Το καινούργιο, όσο και παράδοξο στοιχείο των εκλογικών αυτών αναμετρήσεων ήταν ότι οι ψηφοφόροι καλούνταν να επιλέξουν όχι ανάμεσα σε διαφορετικά πολιτικά προγράμματα, όπως γίνεται συνήθως, αλλά να αναδείξουν το πολιτικό εκείνο σχήμα που θα εφάρμοζε το ένα και μοναδικό πρόγραμμα, όπως είχε υπαγορευτεί από την τρόικα. Οι ψηφοφόροι ανταποκρίθηκαν, ψήφισαν με τη θέλησή τους αυτούς που ψήφισαν και δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα, αν λίγους μήνες αργότερα δεν έπαιρναν τους δρόμους διαμαρτυρόμενοι για τα αποτελέσματα των μέτρων, τα οποία οι ίδιοι είχαν προ ολίγου ψηφίσει.
Οι Πορτογάλοι κατέβηκαν σε γενική απεργία, κάτι που είχαν να κάνουν από αρκετές δεκαετίες πριν, και οι Ιρλανδοί προσφάτως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, απέσυραν τη στήριξή τους στον Kenny και τον κυβερνητικό συνασπισμό. Για τους Ισπανούς είναι ακόμα νωρίς, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με την καινούργια χρονιά το ίδιο θα συμβεί κι εκεί.
Η ίδια ακριβώς παγίδα, οιονεί δημοκρατίας, που στήθηκε στις παραπάνω χώρες, στήνεται τώρα και στη χώρα μας, αλλά με κάποια μεγαλύτερη, είναι αλήθεια δυσκολία. Έφτυσαν αίμα οι τροϊκανοί μέχρι να αποσπάσουν την ενυπόγραφη δέσμευση Σαμαρά ότι θα ασπαστεί την ορθόδοξη οικονομική τους σκέψη. Όχι ότι ο Σαμαράς είχε κάτι διαφορετικό στην ατζέντα του, αλλά η συγκυρία ήταν τέτοια που οι δημοσκοπήσεις τελευταία τού έκλειναν πονηρά το μάτι και τον άφηναν να ελπίζει ότι θα μπορούσε και να γινόταν ο χαλίφης στη θέση του χαλίφη Παπανδρέου.
Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου (αν γίνουν) θα μπορούσαν να ιδωθούν και ως μια παραχώρηση της τρόικας, ως αντίδοτο, ας πούμε, στο πραξικόπημα Παπαδήμου, μια και το πραξικόπημα Μόντι, την ίδια ακριβώς περίοδο, δεν συνοδεύτηκε από κάτι τις ανάλογο. Οι Ιταλοί θα δούνε τις κάλπες μόνο στο κλείσιμο της τετραετίας, απαλλαγμένοι, για την ώρα, από φιλοσοφικές αναζητήσεις περί του νοήματος των εκλογών, σε περιόδους σημαδεμένες από εξωτερικούς οικονομικούς επικυρίαρχους και νομοθέτες.
Οι εκλογές της 19ης Φεβρουαρίου κουβαλούν τόσες δεσμεύσεις επάνω τους που, αναμφίβολα, δεν έχουν να δώσουν κάτι διαφορετικό από το μνημονιακό μονόδρομο, παρά μονάχα αν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Αριστεράς κάνουν την έκπληξη και ανατρέψουν άρδην το σκηνικό. Οι δημοσκοπήσεις, όμως, συστηματικά δεν δείχνουν κάτι τέτοιο, κι ούτε υπάρχει κανένα σημάδι στον ορίζοντα για κοινή τους κάθοδο και συνεργασία. Η Νέα Δημοκρατία παίζοντας ανάμεσα στη συμμετοχή, τη συγκυβέρνηση και την αντιπολιτευόμενη συγκυβέρνηση κατορθώνει να συγκρατεί τα ποσοστά της, ενώ δεν θα δυσκολευτεί να βρει τους μαϊντανούς για να σχηματίσει κυβέρνηση όταν έρθει εκείνη η ώρα. Το ΠΑΣΟΚ ή μάλλον μέρος του ΠΑΣΟΚ, όπως Χρυσοχοΐδης, Λοβέρδος, Βενιζέλος κ.λπ., προσπαθεί εναγωνίως να απεκδυθεί τον μνημονιακό του μανδύα και να παρουσιαστεί στις εκλογές με το παλιό «αντεξουσιαστικό» του προσωπείο. Ίσως και να προσδοκά σε ένα θαύμα.
Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, επειδή το παιχνίδι είναι εξαρχής σικέ, δεν υπάρχει και μεγάλη προθυμία από τη μεριά των ψηφοφόρων να προσέλθουν σύντομα στις κάλπες. Το ποσοστό αυτών που θέλουν την κυβέρνηση Παπαδήμου να εξαντλεί την τετραετία, με εξαίρεση τη δημοσκόπηση της MRB (15/12) που δίνει ένα 11,8%, είναι αρκετά υψηλό: η MARC (18/12) δίνει ένα 40,3%, η ΜETRON ANALYSIS (9/12), ένα 44,5% και η PUBLIC ISSUE (8/12), ένα 48%. Και δεν είναι γιατί ο Παπαδήμος χαίρει αρκετής δημοφιλίας και καλλιεργεί προσδοκίες. Το χαρτί τής προ μηνός ευφορίας έχει ήδη αρχίσει να καίγεται με γοργούς ρυθμούς, όπως οι ίδιες δημοσκοπήσεις δείχνουν.
Οι εκλογές, το μόνο νομιμοποιημένο εργαλείο το οποίο θα μπορούσε να ανατρέψει το σκηνικό της φρίκης, έχει ήδη νοθευτεί με τους περιορισμούς που έθεσε η τρόικα στα μεγαλύτερα κόμματα ως προς το είδος της πολιτικής που επιτρέπεται να ακολουθήσουν και τους οποίους έχουν ρητά αποδεχτεί. Η δυστυχία είναι ότι στους όρους αυτούς έχει παγιδευτεί και ένα μεγάλο κομμάτι του εκλογικού σώματος, ώστε να αποζητά κυβερνήσεις με κριτήρια αποτελεσματικότητας και συμμόρφωσης προς τις τροϊκανές επιταγές, όπως συνέβη και στις χώρες που προαναφέραμε. Αν η σύγχυση αυτή δεν διαλυθεί, τότε δεν θα έχουμε να περιμένουμε πολλά από τις επικείμενες εκλογές.
Σχόλια