Τα μηδενικά επιτόκια και τα “αντισυμβατικά” μέτρα που ανακοίνωσε η ΕΚΤ επιδιώκουν αποτροπή της κρίσης του ευρώ με τα μέσα που την γέννησαν…
Η απόφαση της ΕΚΤ να μηδενίσει και τυπικά τα βασικά επιτόκια δανεισμού και να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα προς την ποσοτική χαλάρωση, αποτελεί κατ’ αρχήν μια έμμεση αποκαλυπτική ομολογία: ότι η Ευρωζώνη βρίσκεται μια ανάσα από τη διολίσθηση στην ύφεση και την πλήρη ανακύκλωση της κρίσης. Άρα, ότι όλη η πολιτική της εξουθενωτικής λιτότητας, της διάσωσης των τραπεζών και της δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει αποτύχει παταγωδώς.
Το παράδοξο είναι ότι η «αντισυμβατική» απάντηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στον κίνδυνο αυτό μοιάζει με θεραπεία ομοιοπαθητικής. Τα μέσα νομισματικής πολιτικής που επιστρατεύει για να αποτρέψει την ανακύκλωση της κρίσης είναι περίπου αυτά που υποδείχθηκαν ως γενεσιουργές αιτίες της.
Ας θυμηθούμε την ιστορία επιγραμματικά: πριν η χρηματοπιστωτική κρίση μεταλλαχθεί σε κρίση δημοσίου χρέους, χάρη στον πακτωλό δημόσιου χρήματος που διέθεσαν ΗΠΑ, Ε.Ε. κι άλλες χώρες για να διασώσουν τις τράπεζες, ήταν τα αμερικανικά subprimes, τα χρεόγραφα με τα οποία τιτλοποιήθηκαν τα στεγαστικά δάνεια των ανυποψίαστων Αμερικανών, η φούσκα πάνω στην οποία κάθισε το διεθνές -και το ευρωπαϊκό- τραπεζικό σύστημα. Η φούσκα έσκασε, τα «εγγυημένα» χρεόγραφα έγιναν χαρτοπόλεμος, οι τράπεζες κατέρρευσαν ή κλονίστηκαν σοβαρά.
Η συνταγή που επιλέγει η ΕΚΤ μας οδηγεί ακριβώς στις απαρχές της κρίσης.
Με την απόφασή της δεσμεύεται από τον προσεχή μήνα να αγοράσει εγγυημένα ομόλογα ιδιωτικών επιχειρήσεων και τιτλοποιημένα, εγγυημένα δάνεια, κατά κανόνα στεγαστικά, αντί της αγοράς των εγγυημένων από τα κράτη της Ε.Ε. ομολόγων του δημοσίου τομέα. Το να διοχετεύσεις περίπου μισό τρισ. ευρώ, έστω και σταδιακά, με ρέγουλο, ξανά στις τράπεζες και μάλιστα στα πιο «βεβαρυμένα» περιουσιακά τους στοιχεία, στα υποθηκευμένα ακίνητα, μοιάζει με κίνηση απελπισίας. Και επί της ουσίας είναι.
Μια μέρα μετά την απόφαση της ΕΚΤ, η Eurostat ανακοίνωσε επίσημα μηδενική ανάπτυξη της Ευρωζώνης το β΄ τρίμηνο του έτους, ενώ ο ίδιος ο Ντράγκι μείωσε για δεύτερη φορά τις εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ΑΕΠ όλο το έτος. Η ΕΚΤ θέλει απεγνωσμένα να διοχετεύσει ρευστότητα στις τράπεζες και το μεγαλύτερο μέρος της να φτάσει με κάθε τρόπο στην επενδυτική δραστηριότητα. Και γι’ αυτό αναλαμβάνει όλα τα ρίσκα.
Το ρίσκο να βγει από το πλαίσιο της «αυστηρά νομισματικής πολιτικής» της, το ρίσκο να μπει στα χωράφια της δημοσιονομικής πολιτικής που ασκούν η Κομισιόν και το Eurogroup, το ρίσκο να φορτωθεί ένα σωρό τοξικά ομόλογα, το ρίσκο της καθαρής ποσοτικής χαλάρωσης και της εκτύπωσης χρήματος σε επόμενη φάση, το ρίσκο να χρηματοδοτήσει μια πρόσκαιρη αναπτυξιακή, επενδυτική φούσκα.
Για να είμαστε, όμως, ειλικρινείς, ο Ντράγκι και η πλειοψηφία της ΕΚΤ που στήριξε τις αποφάσεις έχουν να διαχειριστούν μιαν εξ ορισμού τοξική νομισματική ένωση, συντεθειμένη από τοξικά συστατικά. Τα φάρμακα που είναι ανεκτά στον οργανισμό της θα ήταν παράδοξο να είναι άλλης φύσης.
Μια ευκαιρία «σεισάχθειας» για τις τράπεζες
Υποτίθεται ότι ο Ντράγκι διαβεβαίωσε όλους τους ανησυχούντες ότι η ΕΚΤ θα είναι προσεκτική στις αγορές ABS, δηλαδή των τιτλοποιημένων δανείων και των εταιρικών ομολόγων. Που σημαίνει ότι για την επιλογή τους θα παίρνει υπ’ όψιν τις εγγυήσεις που τα καλύπτουν, άρα και τον τρόπο που τα βαθμολογούν οι πιστοποιημένοι από τις αγορές οίκοι. Αφορά άραγε αυτό και τις ελληνικές τράπεζες και τα δικά τους τιτλοποιημένα δάνεια;
Η Τράπεζα της Ελλάδος, ο επικεφαλής της οποίας, Γιάννης Στουρνάρας, είναι μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, διαρρέει ότι έχει λάβει σχετική διαβεβαίωση από την ηγεσία της ΕΚΤ ότι θα υπάρξει μέριμνα να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα και οι ελληνικές τράπεζες, παρά τη χαμηλή βαθμολόγηση που παίρνουν τα τιτλοποιημένα δάνειά τους. Η κατ’ εξαίρεση ένταξη των ελληνικών τραπεζών στα μέτρα της ΕΚΤ χρειάζεται προφανώς «ειδική ρύθμιση», αλλά και αποσαφήνιση μιας σειράς εκκρεμοτήτων στη διαπραγμάτευση με την τρόικα. Μιας και όταν μιλάμε για τις ελληνικές τράπεζες και τα χαρτοφυλάκιά τους, εννοούμε κυρίως τα «κόκκινα» δάνεια. Το υπουργείο Ανάπτυξης διαρρέει ότι στο Παρίσι πήρε το κατ’ αρχήν «ναι» της τρόικας στο σχέδιο για τη συνολική ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων, στεγαστικών και κυρίως επιχειρηματικών, από κοινού με τις οφειλές προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους ιδιώτες, αλλά η τρόικα έχει ζητήσει τον συνολικό λογαριασμό, προφανώς για να μετρήσει τη δημοσιονομική επίπτωση μιας ευρείας ρύθμισης.
Συν τοις άλλοις, η ΕΚΤ θα περιμένει και τα αποτελέσματα των stress tests για να μετρήσει την κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών, πριν αποφασίσει να φορτωθεί ένα μέρος από τα τοξικά περιουσιακά τους στοιχεία. Πάντως, αυτό είναι ένα ακόμη από τα ρίσκα που αναλαμβάνει για να σώσει την παρτίδα της Ευρωζώνης. Να ξεπλύνει το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα από ένα μέρος της «σαπίλας» που έχει στο χαρτοφυλάκιό του. Αν μάλιστα αυτό εξελιχθεί σε πολιτικό χρόνο ανεκτό για τη συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ, οι τράπεζες θα έχουν την ευκαιρία μιας ευρείας δημιουργικής λογιστικής στους ισολογισμούς τους (μια «σεισάχθεια» για πάρτη τους) έτσι ώστε να μείνει αχρείαστο από τις ίδιες το μαξιλάρι των 11 δισ. ευρώ του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και να αξιοποιηθεί στην επικείμενη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Ωστόσο, σ’ αυτό τον σχεδιασμό πρέπει να πάρει κανείς σοβαρά υπ’ όψιν τη επισήμανση του Κ. Σημίτη ότι η νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα αργήσει αρκετά.
Μικρορουσφέτια των δανειστών στην κυβέρνηση
Ηακριβής αποτίμηση της «συνάντησης» (και όχι «διαπραγμάτευσης») του Παρισιού, μεταξύ τρόικας και κυβερνητικού κλιμακίου, θα γίνει σήμερα, Σάββατο, κατά την ομιλία Σαμαρά στη ΔΕΘ. Από το εύρος των «εξαγγελιών» του πρωθυπουργού για μικρές φοροελαφρύνσεις και μικροδιευκολύνσεις θα φανεί πόσο διαλλακτικοί και γενναιόδωροι ήταν οι εκπρόσωποι των δανειστών στο ρουσφέτι που τους ζήτησε η κυβέρνηση. Δηλαδή, να διευκολύνουν την κυβερνητική επιχείρηση εξωραϊσμού και παραπλάνησης της κοινής γνώμης. Αυτό δεν τους κόστιζε τίποτα, έτσι ο πρωθυπουργός αναμένεται να «εξαγγείλει» την αναμενόμενη μείωση του φόρου στο πετρέλαιο θέρμανσης, τη διατήρηση του χαμηλού ΦΠΑ στην εστίαση και κάποιες παρεμβάσεις στον ΕΝΦΙΑ, επιπέδου υπουργικής εγκυκλίου. Είναι ασαφές -και μάλλον απίθανο- να υπάρξει από πλευράς Σαμαρά στη Θεσσαλονίκη κάτι πιο εντυπωσιακό, που να στηρίξει την κυβερνητική μυθολογία του τέλους των μνημονίων.
Επί της ουσίας, η διαπραγμάτευση που ξεκινά το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου στην Αθήνα, στο πλαίσιο της πέμπτης αξιολόγησης του Μνημονίου, έχει μια ατζέντα τόσο βαριά που και μόνο η εκφώνησή της ακυρώνει την κυβερνητική προσπάθεια να περιγράψει τον ρόδινο ορίζοντα του μέλλοντός μας. Απαριθμούμε: ομαδικές απολύσεις, αναμόρφωση της συνδικαλιστικής νομοθεσίας (νομιμοποίηση λοκ άουτ, περιορισμός στο δικαίωμα της απεργίας), ομαδικές απολύσεις, επισφαλή δάνεια, πλειστηριασμοί, ρυθμίσεις οφειλών προς Ταμεία και Δημόσιο, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, δημοσιονομικό και χρηματοδοτικό κενό 2015, ισοδύναμα μέτρα για ενδεχόμενες φοροελαφρύνσεις και τις «διορθώσεις» στα μισθολόγια ενστόλων και δικαστικών. Κι αυτά είναι μόνο τα χοντρά. Με τέτοια ατζέντα δύσκολα στήνεται σκηνικό εκλογικής διαφυγής.