Στο άρθρο «Οι προκλήσεις της παγκόσμιας οικονομίας το 2019» (Δρόμος φ. 437, 12/1/2019) είχαμε αναφέρει ότι από το 2019 φαίνεται να ξεκινά μια επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, με έμφαση στη Ε.Ε. Τρεις μήνες μετά, τα πράγματα δείχνουν πολύ πιο ανησυχητικά, αν δει κανείς τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία και τις τελευταίες εκθέσεις με αποκορύφωμα εκείνην του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ).

Η ενδιάμεση έκθεση του ΟΟΣΑ, που δημοσιοποιήθηκε στις 6/3/2019 μεταξύ άλλων επισημαίνει:

  • Την παγκόσμια επιβράδυνση της ανάπτυξης ανάπτυξη, έστω και οριακά. Συγκεκριμένα προβλέπεται το 2019 η ανάπτυξη να φτάσει το 3,3% και το 2020 το 3,4%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης (Νοέμβριος 2018) για 3,5% και 3,7% αντίστοιχα.
  • Σε όλες σχεδόν τις οικονομίες του G-20 (οι 19 μεγαλύτερες οικονομίες παγκόσμια συν η Ε.Ε.) οι ρυθμοί ανάπτυξης έχουν μειωθεί σε σχέση με την προηγούμενη εκτίμηση.
  • Η μεγαλύτερη αποκλιμάκωση παρατηρείται στην Ευρωζώνη, όπου ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να είναι 1% για το 2019 και 1,2% το 2020, από 1,6% και 1,8% που ήταν προηγούμενα.
  • Οι κύριοι «δηλωμένοι ασθενείς» στην Ευρωζώνη είναι η Γερμανία και η Ιταλία. Για την Γερμανία προβλέπεται ανάπτυξη 0,7% το 2019, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης 1,6%. Το 2020 προβλέπεται μικρή βελτίωση στο 1,1%. Για την Ιταλία προβλέπεται ύφεση το 2019, -0,3% και ελαφρά άνοδος +0,5% το 2020.
  • Οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να έχουν ένα σταθερό, σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης, 2,6% το 2019 και 2,2% το 2020.
  • Η ανάπτυξη στην Κίνα σταδιακά επιβραδύνεται. Αναμένεται να διαμορφωθεί σε 6,2% το 2019 από 6,5% το 2018 και σε 6% το 2020.

Η παγκόσμια οικονομία «κατεβάζει» ρυθμούς μεγέθυνσης επιταχυνόμενα, σε σχέση με ότι εκτιμήθηκε πριν από μερικούς μήνες. Την ίδια στιγμή υπάρχουν άλυτα μια σειρά μεγάλα προβλήματα που η επιδείνωσή τους μπορεί να οδηγήσει σε νέα παγκόσμια κρίση. Σε αυτές τις συνθήκες η Ε.Ε. και ειδικά η Ευρωζώνη βρίσκονται στη δυσκολότερη θέση και χωρίς διαθέσιμα αποτελεσματικά εργαλεία για αντιστροφή της πορείας

Τα παραπάνω στοιχεία προκαλούν έντονο προβληματισμό καθώς δεν έχουν λάβει υπόψη το «απαισιόδοξο σενάριο» που έχει να κάνει με μια σειρά από εκκρεμότητες. Ειδικότερα: α) Ενδεχόμενη αποτυχία, μερική ή ολική, στη διευθέτηση των προβλημάτων από τον «παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο» της διοίκησης Τραμπ. Ειδικά στο θέμα αυτό έχει μένει ανοιχτό το ζήτημα της ενδεχόμενης επιβολής δασμών από τις ΗΠΑ στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα, γεγονός που θα πλήξει ιδιαίτερα τη Γερμανία. β) Το Brexit θα υλοποιηθεί ομαλά, ώστε να αποφευχθούν πάσης φύσεως πρόσθετα οικονομικά προβλήματα λόγω «άτακτου Brexit», γ) Η σημαντική επιβράδυνση σε Γερμανία και Ιταλία (1η και 3η οικονομία της Ευρωζώνης) δεν θα διαχυθεί στα άλλα κράτη μέλη και η προβλεπόμενη βελτίωση στις δύο αυτές χώρες, θα επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα. δ) Τα κυβερνητικά μέτρα τόνωσης της κινέζικης οικονομίας θα αποδώσουν θετικά, σε συνθήκες μεγάλων ανισορροπιών όσον αφορά το χρέος του ιδιωτικού τομέα και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Σημειώνεται ότι η κατάσταση στην Κίνα αποτελεί ένα σημαντικό μέγεθος όσον αφορά την παγκόσμια κατανάλωση ειδών «πολυτελείας» και συνεπώς την παραγωγή στον αναπτυγμένο κόσμο. ε) Οι γνωστές παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες δεν θα οδηγηθούν σε κάποια όξυνση ώστε να υπάρξουν γενικότερα κρισιακά φαινόμενα.

 

Γερμανία και Ε.Ε.

Όσον αφορά τη Γερμανία και κατ’ επέκταση την Ε.Ε., τα πράγματα είναι σαφώς δύσκολα. Πρόσφατα και το οικονομικό Ινστιτούτο Ifo προέβλεψε τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης στο 0,6% το 2019 και με ελαφρά υψηλότερη ανάπτυξη 1,4% το 2020. Το σημαντικότερο όμως είναι η εκτίμηση πως έκλεισε ο πολυετής ανοδικός κύκλος της γερμανικής οικονομίας που στηριζόταν βασικά στον εξαγωγικό προσανατολισμό μέσω της βιομηχανικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι για το 2019 η συμμετοχή της βιομηχανικής παραγωγής στη μεγέθυνση του ΑΕΠ αναμένεται να είναι μηδαμινή. Παράλληλα, στη Γερμανία, μετά από 5 χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών να «συμμαζευτεί» η προβληματική κατάσταση της Deutsche Bank, ξεκίνησαν επίσημα τις προηγούμενες μέρες οι συζητήσεις για συγχώνευσή της με την Commerzbank. Το εγχείρημα είναι από μόνο του προβληματικό, λόγω του μεγέθους των δύο τραπεζών (μαζί θα αποτελούν την 3η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή τράπεζα) αλλά και των προβλημάτων που καλούνται να επιλύσουν μέσω της συγχώνευσης. Δεν είναι καθόλου απίθανο, τελικά, να δημιουργηθούν, μακροπρόθεσμα, πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτά που η συγχώνευση καλείται να λύσει. Σημειώνεται ότι οι δύο τράπεζες μαζί έχουν άμεσα περιουσιακά στοιχεία ύψους 1,8 τρισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 50% του γερμανικού ΑΕΠ. Σε αυτά δεν έχουν ληφθεί υπόψη τα παράγωγα, που αποτελούν και έναν από τους μεγαλύτερους «πονοκεφάλους» για την Deutsche Bank.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι το πρόβλημα εστιάζεται για μία ακόμα φορά στην Ε.Ε. και ειδικότερα την Ευρωζώνη. Δημιουργείται δε το ερώτημα, υπάρχουν «εργαλεία» (κοινώς μέσα οικονομικής πολιτικής) που να μπορούν να αντιστρέψουν την κατάσταση; Η εμπειρία της οικοδόμησης της Ευρωζώνης και οι εφαρμοσθείσες οικονομικές πολιτικές σε συνθήκες κρίσης δείχνουν όχι μόνο ότι τα εργαλεία δεν υπάρχουν, αλλά και ό,τι χρησιμοποιήθηκε μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά έλυσε τα προβλήματα. Απλά δόθηκαν «ανάσες» σε χώρες που αντιμετώπισαν προβλήματα χωρίς αυτά να λυθούν ουσιαστικά, για να μην πούμε ότι σε ορισμένους τομείς επιδεινώθηκαν στον μέγιστο βαθμό. Η περίπτωση της Ελλάδας είναι κραυγαλέα.

Ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του συνιστά: α) μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ των εταίρων, β) αξιοποίηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τα κράτη που έχουν τέτοια δυνατότητα (αλήθεια ποια είναι αυτά και πως θα το επιτρέψει η γερμανική «ορθοδοξία»;) κυρίως μέσω δημοσίων επενδύσεων, γ) προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα στηρίξουν την παραγωγικότητα και την καινοτομία, δ) μεταρρυθμιστικά μέτρα που θα πρέπει να είναι επωφελή για τους εργαζόμενους και να βελτιώνουν τους μισθούς και ε) αξιοποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Μεταξύ των παραπάνω προτεινόμενων μέτρων, προξενούν εντύπωση, σε σχέση με τις μέχρι σήμερα υποδείξεις του ΟΟΣΑ, εκείνα που αφορούν την αύξηση των δημοσίων δαπανών και την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζόμενων. Το γεγονός ότι καταφεύγουν σε τέτοιες επισημάνσεις δείχνει πλέον το αδιέξοδο στο οποίο έχει οδηγηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία με τις μέχρι σήμερα πολιτικές και κυρίως με το δόγμα της γερμανικής «ορθοδοξίας». Ήδη πάντως, λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης, η πρώτη απάντηση δόθηκε εκεί που θεσμικά ήταν εύκολο. Η ΕΚΤ, όπως ανακοίνωσε στις 7/3/2019 ο κ. Ντράγκι: α) επαναφέρει σε μια πιο ήπια μορφή την ποσοτική χαλάρωση και β) αποφασίζει τη διατήρηση των επιτοκίων χαμηλά, ως έχουν σήμερα, μέχρι το τέλος του 2019, και όχι μέχρι το τέλος Ιουνίου όπως είχε ανακοινώσει τον περασμένο Ιανουάριο. Σημειώνουμε όμως ότι, όπως φάνηκε από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης 2015-2018 και τα 2,6 τρισ. ευρώ που διατέθηκαν στην αγορά σε μια περίοδο παγκόσμιας ανάπτυξης, τα αποτελέσματα στην πραγματική οικονομία της Ευρωζώνης με την αύξηση της παραγωγής ήταν πολύ περιορισμένα. Οπότε, σήμερα, κάτω από πιο δύσκολες συνθήκες, τα μέτρα κάθε άλλο παρά θα λύσουν το πρόβλημα. Απλά με την εφαρμογή τους δεν θα υπάρξει ένας ακόμα παράγοντας επιδείνωσης του κλίματος, όπως αναμενόταν με τον τερματισμό του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στο τέλος του 2018 και την έναρξη αύξησης των επιτοκίων το β’ εξάμηνο 2019.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!