Χρειάζονται μέτρα άμεσα και μεγάλου βεληνεκούς, όπως σε καιρούς συλλογικών καταστροφών
Του Ετιέν Μπαλιμπάρ*
Σ’ ένα δραματικό κύριο άρθρο, η μεγάλη γαλλική εφημερίδα αναγγέλλει «τον κλινικό θάνατο της Ευρώπης», ανίκανης να αντιμετωπίσει συλλογικά την προσφυγική κρίση. «Οι ιστορικοί θα σηματοδοτήσουν σίγουρα από αυτή την υπόθεση την αρχή της διάλυσης της Ευρώπης».
Αλίμονο, δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε τη γνώμη των ιστορικών. Το γεγονός είναι ήδη εδώ. Και οι συνέπειές του θα είναι καταστροφικές. Όχι μόνον για το «ευρωπαϊκό σχέδιο», ή για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως θεσμό, αλλά για τους λαούς που την αποτελούν, και καθέναν απ’ αυτούς ως άτομα και ως πολίτες. Όχι γιατί αυτή η Ένωση, για την οποία λένε πως ο μόνος τομέας όπου δραστηριοποιείται είναι «η διαχείριση της ενιαίας αγοράς», θα ήταν μια όαση αλληλεγγύης και δημοκρατίας, πόρρω απέχει. Αλλά γιατί η διάλυσή της θα σημάνει βραχυπρόθεσμα ακόμα λιγότερη δημοκρατία, με την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, ακόμα λιγότερες δυνατότητες να αντιμετωπιστούν οι παγκόσμιες οικονομικές και οικολογικές προκλήσεις, και λιγότερη ελπίδα να ξεπεραστούν κάποτε οι δολοφονικοί εθνικισμοί από τους οποίους, τουλάχιστον θεωρητικά, έπρεπε να μας προφυλάξει.
Από αυτήν τη ζοφερή εικόνα που μπορεί κανείς να συμμεριστεί (και που συμμερίζομαι), μου φαίνεται πως λείπει ένα στοιχείο, όπως συμβαίνει και σε άλλα σχόλια: η συμμετοχή της Γαλλίας σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Δεν θα έπρεπε ίσως να την απομονώσουμε, αλλά το να την αποσιωπήσουμε θα ήταν μια απάτη και μια αποποίηση των ευθυνών μας. Ως Ευρωπαίος και ως Γάλλος ο ίδιος, δεν μπορώ και δεν θέλω να την αποδεχτώ.
Όταν στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού η καγκελάριος Μέρκελ πήρε τη μονομερή απόφαση να χαλαρώσει τους όρους του Δουβλίνου για να μπορέσει να υποδεχθεί στη Γερμανία τους πρόσφυγες, που, κατά εκατοντάδες χιλιάδες τώρα, φεύγουν να σωθούν από το μακελειό στη Συρία (για το οποίο αρχίζουν να λένε ότι παίρνει χαρακτήρα γενοκτονίας που διαπράττεται από πολλούς εμπόλεμους συγχρόνως) και άλλες εμπόλεμες περιοχές της Μέσης Ανατολής, υπήρχαν δύο επιλογές: να ενισχύσουμε την πρωτοβουλία της και να στηρίξουμε την προσπάθεια των Γερμανών ή να τη σαμποτάρουμε.
Μετά από κάποιες υπεκφυγές, η γαλλική κυβέρνηση προσποιήθηκε ότι υιοθετεί την πρώτη για να πράξει στην πραγματικότητα τη δεύτερη. Έχοντας, τελικά, αποδεχθεί το σχέδιο Γιούνκερ για την κατανομή των προσφύγων στην Ευρώπη, εμφανώς ανεπαρκές, αλλά που αποτελούσε μια αρχή αντιμετώπισης του προβλήματος, η Γαλλία έκανε κάθε τι ώστε αυτή η συμφωνία να παραμείνει νεκρό γράμμα. Σήμερα, από τους 24.000 πρόσφυγες που όφειλε, έχει δεχθεί μόνο μερικές δεκάδες. Μας λένε πως οι πρόσφυγες «δεν επιθυμούν» να έρθουν στη Γαλλία. Αν υποθέσουμε ότι αυτό ισχύει, δεν αναρωτιόμαστε γιατί η άλλοτε «γη ασύλου» έγινε τόσο αποτρεπτική γι’ αυτούς που στερούνται τα πάντα στον κόσμο; Το ότι αυτή η εγκατάλειψη της άλλης μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας θα πείσει τους Γερμανούς ότι θα σηκώσουν μόνοι το βάρος, είναι πρόβλημά τους. Ας μην το παίζανε ανώτεροι από τους άλλους… Είναι πρόβλημά τους, αλλά κι εμείς ανακατευόμαστε. Και με τι τρόπο!
Τον περασμένο μήνα, με πρόφαση την ανάγκη συντονισμού των μέτρων ασφαλείας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις (και δεν έχω καμία πρόθεση να υποτιμήσω τη σοβαρότητα των μέτρων προστασίας που επιβάλλουν), ο πρωθυπουργός Manuel Valls πήγε στο Μόναχο να στηλιτεύσει την πολιτική στάση της Angela Merkel: δεύτερος κατά σειρά από τους Ευρωπαίους πρωθυπουργούς, μετά τον Viktor Orban, που έσπευσε επί τόπου να στηρίξει τη γερμανική ακροδεξιά, που έχει στόχο να αναγκάσει την καγκελάριο να υποκύψει ή να παραιτηθεί.
Και μόλις χθες, ο υπουργός Bernard Cazeneuve, έχοντας ξεκινήσει τη διαδικασία διάλυσης της «ζούγκλας» του Καλαί, πράγμα που θα πετάξει στους δρόμους εκατοντάδες απελπισμένους, σε συντονισμό με τον Βρετανό ομόλογό του, εκπλήσσεται βλέποντας το Βέλγιο να κλείνει τα σύνορά του. Φτάνουμε να πιστέψουμε πως η Marine Le Pen κυβερνά ήδη τη Γαλλία.
Ναι, η Ευρώπη διαλύεται κάθε μέρα και περισσότερο, και έχουμε μερίδιο ευθύνης. Θα υποστούμε λοιπόν τις συνέπειες σε όλα τα επίπεδα: της τιμής, που έχει λιγότερο αμελητέο μέρος απ’ όσο νομίζουμε από την ιστορική νομιμότητα των πολιτικών δομών, αλλά και της συλλογικής ασφάλειας ή της ατομικής προστασίας, που αποτελούν προϋποθέσεις της πολιτικής ζωής.
Εκτός και αν, στο χείλος της καταστροφής, ένα πεφωτισμένο κίνημα μαζί με μια γενναία αντίδραση των κυβερνώντων μας (ή μερικών απ’ αυτούς), άρχιζε μια ανάκαμψη. Δεν το πολυπιστεύω βέβαια, μετά από όσα είδαμε.
Θα αναφέρω εντούτοις τις δύο προϋποθέσεις που μου φαίνονται απαραίτητες:
Η πρώτη είναι να πούμε ξεκάθαρα πως η Μέρκελ είχε δίκιο και πως η πρωτοβουλία της (από την οποία, ακόμα και αμυνόμενη, δεν παραιτήθηκε επισήμως) δεν πρέπει να αποτύχει. Το θέμα δεν είναι να αναλύσουμε στα κίνητρά της τι ποσοστό έχει το οικονομικό όφελος και τι η ηθική. Είναι να αναγνωρίσουμε την ορθότητα μιας πολιτικής απόφασης, τη διαχωριστική γραμμή που χαράσσει μεταξύ δύο αντιλήψεων της Ευρώπης, και τη σημασία των ευθυνών που απορρέουν για όλους μας. Κατόπιν αυτού, είναι βέβαιο ότι η Μέρκελ πληρώνει με την απομόνωσή της τα χρόνια της «πολιτικής ισχύος» και της επιβολής της λιτότητας στην Ευρώπη, αλλά δεν είναι εκεί το θέμα – και δεν έχουμε να της ζηλέψουμε τίποτε ως προς αυτό, αφού την ακολουθήσαμε, όταν θα έπρεπε, αντιθέτως, να της αντισταθούμε. Ο Γάλλος πρόεδρος πρέπει λοιπόν να πάει στο Βερολίνο, αυτήν τη φορά για καλό σκοπό: να επισημάνει την ιστορική στιγμή όπου βρισκόμαστε και να καλέσει επισήμως μαζί με τη Γερμανία τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη να την αντιμετωπίσουν προς το συμφέρον τους και για το μέλλον τους.
Η δεύτερη είναι να αρνηθούμε άμεσα και δραστικά την απομόνωση της Ελλάδας, που κατακλύζεται από το μεγάλο κύμα των προσφύγων – δηλαδή τον αποκλεισμό της από τη ζώνη των ευρωπαϊκών χωρών που οι πολιτικο-οικονομικές απαιτήσεις της τρόικας δεν είχαν καταφέρει να επιβάλουν και που το κλείσιμο των συνόρων, από την Ουγγαρία και την Αυστρία μέχρι τη Μακεδονία και την Αλβανία, πραγματοποιούν ντε φάκτο, μετατρέποντας ολόκληρη τη χώρα σε υπαίθριο στρατόπεδο κράτησης όπου θ’ αναπτυχθούν για λογαριασμό μας και υπ’ ευθύνη μας πάσης φύσεως βιαιότητες που δεν θα είναι καιρός να θρηνήσουμε όταν θα έχουν γίνει πια ανεξέλεγκτες. Δεν αρκεί, απ’ αυτή την άποψη, να κάνουμε υποκριτικά υποδείξεις στους Βαλκάνιους γείτονες και στους ίδιους τους Έλληνες, ή να παρακαλάμε τους Τούρκους που εμπλέκονται όλο και πιο δραστήρια στον πόλεμο της Μέσης Ανατολής υποσχόμενοι λίγο περισσότερα χρήματα ή να αναθέτουμε στο ΝΑΤΟ ένα ναυτικό ανταρτοπόλεμο κατά των «διακινητών».
Χρειάζονται μέτρα άμεσα και μεγάλου βεληνεκούς, όπως σε καιρούς συλλογικών καταστροφών. Το πιο προφανές είναι να μεταφερθούν αεροπορικώς ή ακτοπλοϊκώς οι ήδη καταγεγραμμένοι πρόσφυγες και αυτοί που θα καταγραφούν, στις βόρειες χώρες -εξ ων η δική μας- που έχουν τη δυνατότητα να τους δεχτούν, κινητοποιώντας όλα τα πολιτικά και στρατιωτικά μέσα που διαθέτουμε.
Ονειρεύομαι; Όχι, ανοίγω τη συζήτηση, ώστε το χειρότερο να μην είναι ακόμα το πιο σίγουρο. Το χειρότερο είναι η παραίτηση, είναι ο παραλογισμός, είναι ο ιστορικός συντεχνιασμός ακόμα και όταν αυτοπαρουσιάζεται ως ρεαλισμός. Ας συζητήσουμε λοιπόν, παρακαλώ, αλλά μην καθυστερούμε πολύ, γιατί η αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη αρχίσει.
*Πολιτικός φιλόσοφος, συγγραφέας, πανεπιστημιακός.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στη Liberation (https://www.liberation.fr/ – Μετάφραση: Τερέζα Αλάτση)
Φωτογραφία : Γιώργος Μουτάφης