Του Νίκου Ηλιάδη*

 

Ήταν Οκτώβρης και τότε, πριν από ακριβώς είκοσι χρόνια, όταν διάβηκα για πρώτη φορά το κατώφλι της Μακεδονίας. Από την πλαϊνή πόρτα, καθώς το εσωτερικό ήταν ακόμη γιαπί. Από την ίδια πόρτα που βγήκα και τώρα, μιας και η κεντρική είχε προλάβει να κλείσει, πριν από την εφημερίδα.

Θυμάμαι την πρώτη μάζωξη, του πρώτου πυρήνα των ανθρώπων που ανέλαβαν την προετοιμασία της επανέκδοσης των εφημερίδων Μακεδονία και Θεσσαλονίκη, μετά το ναυάγιο του 1996. Με προσεκτικές δρασκελιές, στα σκοτεινά, ανάμεσα από μπάζα και παλιά έπιπλα, συγκεντρωθήκαμε σ’ ένα γραφείο που το φώτιζε μια μπαλαντέζα. Μαέστρος ο Λάζαρος ο Χατζηνάκος, πρώτο βιολί ο Γιώργος ο Σκαμπαρδώνης και γύρω τους εμείς, καμιά δεκαριά. Η Εύα η Μέρτζου για τις Επιλογές, ο Γιώργος ο Μίνος για το δίκτυο διανομής, η Ελένη η Τσιτούρη για το δίκτυο των ανταποκριτών κ.ά. Θυμάμαι την πρώτη αποστολή έναν μήνα μετά, τον Νοέμβριο, στη Θράκη, με τη Βούλα και τον Βασίλη, για ρεπορτάζ και επαφές με τους τοπικούς παράγοντες, παρότι η εφημερίδα θα κυκλοφορούσε πέντε μήνες αργότερα, τον Μάρτιο του 1998.

Θυμάμαι το πρώτο κουδούνισμα του τηλεφώνου, το θρυλικό «521621», απόδειξη ότι η ζωή επανήλθε, ότι η επικοινωνία με τον έξω κόσμο αποκαταστάθηκε, ότι η Θεσσαλονίκη αναζητούσε και πάλι την εφημερίδα της. Της έλλειψε. Την περίμενε. Θυμάμαι τα ατελείωτα καθημερινά 20ωρα, το στρες, τις αγωνίες, την ομίχλη από τον καπνό του τσιγάρου και τη βουή που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε όσο πλημμύριζε ο ένας όροφος μετά τον άλλον από δημοσιογράφους, τεχνικούς, διοικητικούς… Στις φλέβες του «συγκροτήματος» άρχισε επιτέλους και πάλι να κυλά το μελάνι.

Θυμάμαι το πρώτο φύλλο, της 29ης Μαρτίου 1998. Ήταν η πρώτη μεγάλη απογοήτευση… Οι κύλινδροι στο παλιό πιεστήριο δεν είχαν ξανακυλίσει μετά το 1996 κι έριξαν όλο το «μαύρο» τους πάνω στο πρώτο μας φύλλο που με τόσο κόπο και τόσο μεράκι είχαμε σχεδιάσει. Θυμάμαι το πρώτο πάρτι, στον Μύλο, τον Δεκέμβριο του 1999 όπου όλα έμοιαζαν ιδανικά, ο άνεμος, μας έλεγαν, φυσούσε ούριος, όμως λίγο καιρό μετά η επιχείρηση περνούσε από τον Ραπτόπουλο, στην Πειραιώς και στον Σαχπατζίδη.

Θυμάμαι τις αλλεπάλληλες αλλαγές διευθυντών, αλλά και τη μεγέθυνση του «συγκροτήματος» με τα ΣΠΟΡ του Βορρά, τον Ελληνικό Βορρά, τον 103FM. Την περίοδο εκείνη, καίτοι στα χέρια ενός τυχοδιώκτη, ο όμιλος έφτασε στο απόγειό του μετά το 1996. Σε «τίτλους», αλλά και σε κυκλοφορίες. Θυμάμαι τις αξημέρωτες εκλογικές βραδιές. Το εκλογικό θρίλερ του 2000, όταν τυπώσαμε το πρωτοσέλιδο με πρωθυπουργό τον Καραμανλή και κρεμάσαμε στο περίπτερο πρωθυπουργό τον Σημίτη.

Θυμάμαι το προεκλογικό φθινόπωρο του 2006, όταν η «Μακεδονία» ανέλαβε το βάρος των αποκαλύψεων για όσα συνέβαιναν στο βασίλειο του Παπαγεωργόπουλου. Την αμηχανία μέρους των παραδοσιακών αναγνωστών μας που δεν ήθελαν να πιστέψουν πώς μια «γαλάζια» διοίκηση είχε βουλιάξει μέσα στο βούρκο των σκανδάλων. Θυμάμαι την εξορία μας από τον «τρίτο» στον «τέταρτο». Μιας ομάδας ανεπιθύμητων και ανυπάκουων δημοσιογράφων, οι οποίοι εκτοπίστηκαν από τη διεύθυνση της εφημερίδας στην εβδομαδιαία πλέον Θεσσαλονίκη και κατόρθωσαν με το πείσμα και τη δουλειά τους να την κάνουν πρωταγωνίστρια στην πόλη, να είναι αυτή που έβαζε την «ατζέντα» για περισσότερα από δύο χρόνια. Θυμάμαι την παράτολμη απόφασή μας να βγάλουμε καθημερινή τη Θεσσαλονίκη την περίοδο των δημοτικών εκλογών του 2010. Δέκα νοματαίοι, όλοι κι όλοι, βγάζαμε μια ολόκληρη, πληρέστατη εφημερίδα, η οποία έδωσε τον τόνο σε εκείνο το εκλογικό θρίλερ.

Θυμάμαι τον Οκτώβρη (τι σύμπτωση!) του 2011 όταν η «Μακεδονία», μετά 15 χρόνια, ανέστειλε και πάλι την κυκλοφορία της. Είχε περάσει στο μεταξύ από τον έναν τυχοδιώκτη (Σαχπατζίδη) στον άλλον (Γιάννη Ρήγα). Θυμάμαι το τελεσίγραφο του μεγαλομετόχου, τον Δεκέμβριο του 2011 όταν μας διαμήνυσε πως «είτε μένετε οι μισοί και με σχεδόν τον μισό μισθό, είτε το κλείνω». Η απόφαση ήταν δύσκολη, ωστόσο, επιλογές δεν υπήρχαν. Διαλέξαμε το πρώτο. Κάποιοι συνάδελφοί μας προτίμησαν να φύγουν, βρίσκοντας δουλειές αλλού, πολλοί έφυγαν χωρίς τη θέλησή τους κι έμειναν για χρόνια στην ανεργία κι όσοι μείναμε, πασχίζαμε να κρατήσουμε ζωντανή μια επιχείρηση που την εγκατέλειψε ο ιδιοκτήτης της, αφού προηγουμένως της φόρτωσε και τα χρέη του.

Θυμάμαι την ελπίδα που ξαναγεννήθηκε τον Γενάρη του 2012 όταν μετά δυόμιση μήνες απουσίας οι εφημερίδες κρεμάστηκαν ξανά στα περίπτερα. Θυμάμαι τη δύσκολη μάχη που δώσαμε, όσοι απομείναμε, αυτά τα έξι χρόνια, για να αποτρέψουμε το μοιραίο. Όμως, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, ο αγώνας γινόταν ολοένα και πιο άνισος. Ώσπου, παρά τις συνεχείς θυσίες, τα παλιά χρέη μας γονάτισαν. Η Μακεδονία ήταν πλέον ένας πολυτραυματίας. Εκτεθειμένη στο τυχαίο, βαδίζοντας ολοταχώς προς το μοιραίο.

Κάθε αποχωρισμός είναι και ένας «μικρός θάνατος». Όμως, ο αργός θάνατος είναι ο χειρότερος όλων. Όποιος είχε την ατυχία μιας τέτοιας εμπειρίας, ξέρει καλά τι εννοώ. Αυτόν τον «αργό θάνατο» βιώναμε κι εμείς τα τελευταία τουλάχιστον τρία χρόνια. Αισθανθήκαμε το τέλος να πλησιάζει, κάναμε ό,τι ήταν δυνατόν για να το αποτρέψουμε, αλλά τους τελευταίους μήνες νιώθαμε ότι η προσπάθεια ήταν πλέον μάταιη. Ο «θάνατος», όσο αργός κι αν είναι, κάποτε επέρχεται.

Όμως, μαζί με τη θλίψη, φέρνει και ένα ανομολόγητο αίσθημα ανακούφισης. Ο «αργός θάνατος» σου παρέχει την πολυτέλεια να προετοιμαστείς για το μοιραίο. Να ζήσεις προκαταβολικά τα «πέντε στάδια» της απώλειας και να προετοιμαστείς για την «επόμενη μέρα». Γιατί η ζωή συνεχίζεται… Σε κάποια άλλη Μακεδονία, ίσως και σε κάποιον άλλο επαγγελματικό κλάδο. Όταν ένας δρόμος κλείνει, είσαι υποχρεωμένος να βαδίσεις κάποιον άλλον.

Η «Μακεδονία» ήταν για μένα μια σπουδαία περιπέτεια. Το σημαντικότερο κεφάλαιο της επαγγελματικής διαδρομής μου. Αισθάνομαι τυχερός και ευγνώμων που το έζησα. Κρατώ μέσα μου, πολύτιμη περιουσία μου, την κάθε στιγμή. Το κάθε ρεπορτάζ. Τις μεγάλες χαρές, μα και τις μεγάλες λύπες. Τις σπουδαίες δημοσιογραφικές επιτυχίες, αλλά και τα ασυγχώρητα λάθη. Τους επαίνους, αλλά και τα αναθέματα. Τους τρικούβερτους καβγάδες, μα και τη μοναδική συντροφικότητα… Στη Μοναστηρίου 85.

Υ.Γ.: Συγχωρέστε μου τη φλυαρία, αλλά είκοσι χρόνια ήταν αυτά…

 

* Ο Νίκος Ηλιάδης είναι δημοσιογράφος της εφημερίδας Μακεδονία

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!