Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές διεξάγεται στη Γενεύη, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό, σε συνέχεια του ναυαγίου των διαπραγματεύσεων στο Κραν Μοντανά το 2017, εν μέσω των ολοένα και αναβαθμισμένων διεκδικήσεων της Τουρκίας. Τις μέρες αυτές συμπίπτει και μια σημαντική επέτειος της πρόσφατης Κυπριακής ιστορίας, αυτή του μεγαλειώδους όχι του κυπριακού λαού, στο δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν, στις 24 Απριλίου του 2004, κόντρα στις προσταγές των μεγάλων δυνάμεων και των ντόπιων ελίτ.

17 χρόνια μετά από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, με τα αδιέξοδα σχέδια αυτοκατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας να διαδέχονται το ένα το άλλο, παρουσιαζόμενα δήθεν ως «Λύση», το γεωπολιτικό τοπίο προμηνύει μεγαλύτερες αστάθειες και εντάσεις, που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη βιωσιμότητα του Ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο.

Από το 1974, την εισβολή του Αττίλα και την κατοχή του μισού νησιού, που ακόμη και τώρα αποτελεί τη βασική αιτία του κυπριακού, πολύ νερό έχει κυλίσει στο αυλάκι. Πέρα από την περιπέτεια του Σχεδίου Ανάν, όπου ο λαός, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, απέτρεψε τα χειρότερα, είχαμε και την χρεοκοπία της κυπριακής οικονομίας το 2013, με το σπάσιμο της ραχοκοκαλιάς του κυπριακού τραπεζικού συστήματος από την ευρωκρατία, που διαδέχθηκε την ελληνική κρίση των μνημονίων.

Με αυτά και με αυτά ο ελληνισμός, έχοντας χάσει πολλά στοιχεία της κυριαρχίας του, βρίσκεται χωρίς πυξίδα, πλήρως δεμένος στους σχεδιασμούς των δυτικών του συμμάχων. Το σημαντικότερο όμως είναι πως έχει μεγαλώσει η απόσταση Ελλάδας και Κύπρου, κάνοντας πράξη εκείνο το μνημειώδες «κείται μακράν». Την ίδια στιγμή που πηγάζει από την ίδια την ιστορία η ανάγκη για κοινή στρατηγική και συναδέλφωση του ελληνικού λαού στις δύο του πατρίδες, ως όρος επιβίωσης, ενδυνάμωσης και δημιουργικής αντιμετώπισης των προκλήσεων στο παρόν και το μέλλον.

Έχοντας αυτά κατά νου θέλουμε να δούμε ποια είναι η κατάσταση πνευμάτων σήμερα στην Κύπρο σχετικά με το Κυπριακό; Ποιες ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις διαμορφώνονται στο πολιτικό σύστημα, και πως τέμνονται με τις διαθέσεις της κυπριακής κοινωνίας; Πώς το κατακερματισμένο αυτό τοπίο, κάνει ακόμη πιο πολύπλοκη την ανάγκη συγκρότησης του λαού, του ελληνισμού σε Ελλάδα και Κύπρο;

Παρακάτω επιχειρούμε μια μικρή χαρτογράφηση των τάσεων αυτών, έχοντας ξεκάθαρο, πως δεν μιλάμε για διακριτά συμπαγή και στεγανά μπλοκ, αλλά ακριβώς για τάσεις, δυναμικές που γεννιούνται στο έδαφος των αδιεξόδων, και μετασχηματίζονται στο χρόνο.

 1. Η χρεοκοπημένη ομοσπονδία

Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) αποτελεί την εθνική γραμμή από το 1977 και τις συμφωνίες Μακαρίου-Ντεκτάς. Επανέρχεται ως βάση των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, με διαφορετικές κατά καιρούς ερμηνείες ως προς το περιεχόμενο της. Σήμερα με τα αδιέξοδα να έχουν συσσωρευτεί, η ΔΔΟ μοιάζει πλέον μια έννοια παρωχημένη. Πλέον φτάνουν να μιλούν για αποκεντρωμένη ομοσπονδία, επί της ουσίας μια συνομοσπονδία, όπως αυτή που ζητά διαχρονικά η Τουρκία, και απέρριψαν οι Κύπριοι το 2004, που καταργεί την Κυπριακή Δημοκρατία, καθιστώντας την όμηρο της Άγκυρας.

Υποστηρικτές της «λύσης» αυτής τα δύο μεγάλα κόμματα. Το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, ή αλλιώς το ενιαίο ΔΗΣΑΚΕΛ που παρά τις κατά καιρούς αψιμαχίες φέρει από κοινού το βάρος των κυβερνητικών πολιτικών, της οικονομικής κρίσης, της διαφθοράς, των διαρκών υποχωρήσεων απέναντι στην Τουρκία για να μην χαθεί η ευκαιρία. Έφτασαν μέχρι στο σημείο να παρουσιαστούν ως εκπρόσωποι «κοινότητας» και όχι κυρίαρχου κράτους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όλα αυτά τα χρόνια παρουσίασαν ως ρεαλισμό την αναίρεση της αρχής της ισότητας της ψήφου, και ως βιώσιμη επιλογή το δικαίωμα βέτο των Τουρκοκυπρίων. Ένα χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα, επαναφέρει μια χρεοκοπημένη λύση επιδιώκοντας την επιβίωση του. Με την πολιτική τους απομειώνουν την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και ανοίγουν περαιτέρω την όρεξη της Τουρκίας.

2. Ο «νεορεαλισμός» της διχοτόμησης

Μπροστά στα διαρκή αδιέξοδα των διαπραγματεύσεων, εμφανίζεται έναν νέος ρεαλισμός. Αυτή την φορά, βλέπει ως λύση την οριστική διχοτόμηση νησιού, για να πάψει πια το Κυπριακό να αποτελεί πρόβλημα. Δεν είναι μόνο η Τουρκία του Ερντογάν που απειλεί με μια τέτοιου τύπου προοπτική, λέγοντας πως δεν έχει πια νόημα να συζητάμε, και επιχειρώντας να νομιμοποιήσει έτσι την κατοχή και να καταστεί μέσω της επιδιωκόμενης κυριαρχικής ισότητας, κυρίαρχη στο Βορρά και συγκυρίαρχη στον Νότο.

Φαίνεται ότι αυτού του τύπου ο «νεορεαλισμός» βρίσκει υποστηρικτές και στην Κυπριακή Δημοκρατία, ίσως όχι ως επιδίωξη, αλλά τουλάχιστον ως προσαρμογή στις συνθήκες. Χαρακτηριστικές οι πρόσφατες τοποθετήσεις του κ. Χ. Γεωργιάδη, αντιπροέδρου του ΔΥΣΗ, που λίγο πολύ θεωρεί την διχοτόμηση εκ’ των πραγμάτων τετελεσμένη, «χωρίς να είναι ποτέ δική μας επιλογή, προκύπτει εκ των πραγμάτων». Ο κ. Γεωργιάδης εκτιμά πως η ευκαιρία της ομοσπονδιακής λύσης χάθηκε το 2004 οριστικά, και πως με αυτή την Τουρκία και τις αιτιάσεις της δεν υπάρχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης. Αποσιωπά όμως πως είναι η στρατηγική και του δικού του κόμματος που εξέθρεψε αυτή την αχόρταγη Τουρκία. Και τι πράττει τώρα; Μήπως προσπαθεί να αποτρέψει αυτή την απειλή; Όχι, μας καλεί «να ζυγίσουμε σωστά τα δεδομένα, να αποφασίσουμε τι πρέπει οπωσδήποτε να διαφυλάξουμε (…) να μιλήσουμε τη γλώσσα της αλήθειας». Και κάπως έτσι να αποδεχθούμε τον εποικισμό και την τουρκοποίηση του μισού νησιού, τον ξεριζωμό και την κλοπή των περιουσιών την ίδια τη διχοτόμηση, ως φυσικό γεγονός που δεν μπορεί να αντιστραφεί.

3. Οι δύο όψεις του Κυπριωτισμού

Γέννημα των διαρκών αδιεξόδων των συνομιλιών και ο «κυπριωτισμός» που κερδίζει ακροατήρια. Βλέπει σαν ορίζοντα ξεπεράσματος των αδιεξόδων την άρση των εθνοτικών και ταυτοτικών διαφορών, και την εξάλειψη της διαχρονικής ελληνικότητας του νησιού, στο όνομα της πάλης ενάντια στον εθνικισμό. Στη θέση αυτών προωθεί μια «καθαρή» κυπριακή ταυτότητα. Όχι βασισμένη στην κοινή εμπειρία του λαού στην Κύπρο, αλλά μια ταυτότητα κατασκευασμένη στα πανεπιστήμια της Αγγλίας και πιστή στο «γλωσσάρι του ΟΑΣΕ», που πασχίζει να σβήσει την πραγματικότητα της εισβολής και κατοχής και να κρατήσει μόνο τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς τα «τζαι» και τα «δαμέ» που θαρρεί πως την απομακρύνουν από την Ελλάδα.

Ας μη ξεχνάμε πως το σβήσιμο της ελληνικής ταυτότητας και συνείδησης, αποτέλεσε διαχρονική επιδίωξη της πάλαι ποτέ Βρετανικής Αυτοκρατορίας, και συνεχίζει να επανέρχεται μέσα από τα νεοαποικιοκρατικά δίκτυα των ΜΚΟ και των διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Το τελευταίο διάστημα αυτές οι επιθετικές φωνές, παίρνουν και κινηματική μορφή, με την πρωτοβουλία «Ως Δαμέ», πατώντας πάνω στην κοινωνική δυσαρέσκεια για την διαχείριση της πανδημίας, τα σκάνδαλα και τη διαφθορά. Φωνάζουν πως η «διαπλοκή είναι εχθρός της λύσης», πιέζοντας για μεγαλύτερη υποχωρητικότητα απέναντι στις τουρκικές απαιτήσεις.

Αυτού του τύπου ο αγγλοτραφής «κυπριωτισμός» δεν έχει καμιά σχέση με τις φωνές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, που αντιστέκονται στην τουρκοποίηση και αναζητούν τη μια και αδιαίρετη ταυτότητα του κυπριακού λαού. Αυτοί τολμούν να πουν την κατοχή και τον εποικισμό με το όνομά τους. Βρίσκονται στο στόχαστρο της εξουσίας, και δεν συνομιλούν μαζί της στα συνέδρια και τα φόρουμ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε πρόσφατη διακοινοτική κινητοποίηση το πανό «στο Βορρά» έγραφε σε δύο γλώσσες «Ώμο με ώμο ενάντια στον φασισμό και την κατοχή», ενώ «στο Νότο» το ίδιο σύνθημα γράφτηκε με μια «μικρή» παράλειψη, αυτή της κατοχής.

4. Η μαγιά του δημοψηφίσματος

Παρ όλα όσα ο κυπριακός λαός συνεχίζει στη συντριπτική του πλειοψηφία να υποστηρίζει την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, και να πιστεύει πως μοναδική λύση είναι ένα ενιαίο και ανεξάρτητο κράτος. Το έδειξε ξεκάθαρα το 2004, όταν και ζητήθηκε η γνώμη του. Ενώ το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από σχετικές έρευνες της κοινής γνώμης μέχρι και σήμερα.

Το περιέγραψε καλύτερα ο Σενέρ Λεβέντ σε πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Τι θέλει ο καθένας σ’ αυτό το νησί» (kyklamino.org).

«Εκτός της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς, κανείς δεν θέλει την πλήρη ανεξαρτησία, τη μία κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα του νησιού. (…) Η Κυπριακή Δημοκρατία υπάρχει στη βάση αυτής της θέλησης της Ελλάδας και της ελληνοκυπριακής πλευράς. Αποδέχονται τους Τουρκοκύπριους ως ίσους πολίτες αυτής της δημοκρατίας και όχι ως μία χωριστή κοινότητα. Όπως τους Μαρωνίτες και τους Αρμένιους. Απορρίπτουν έναν συνεταιρισμό όπως εκείνον στις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου. Δεν θέλουν επιστροφή ξανά σε εκείνο τον συνεταιρισμό. Δέχονται την ομοσπονδία παρά να επιστρέψουν εκεί. Όμως, υπάρχουν πάρα πολλοί Ελληνοκύπριοι που βλέπουν την ομοσπονδία σαν τη διχοτόμηση και τα δύο κράτη. Αυτό που επιθυμούν εκείνοι είναι μία ενιαία Κύπρος. Ανησυχούν για πλήρη εκτουρκισμό του βόρειου τμήματος της Κύπρο, έστω κι αν θεωρούν λιγότερο βλαβερή τη συνέχιση της μη λύσης, δηλαδή του σημερινού στάτους κβο, από το να αποδεχτούν την ομοσπονδία με τους όρους που προβάλλει η Τουρκία. Ξέρουν ότι απέναντί τους υπάρχει ένας πληθυσμός από την Τουρκία και όχι μία αμιγής τουρκοκυπριακή κοινότητα πλέον.»

Τα τελευταία χρόνια η στρατηγική εξαντλήθηκε στην υπεράσπιση του στάτους κβο, απέναντι στις διεκδικήσεις της Τουρκίας. Αυτό αποτέλεσε γραμμή άμυνας και κερδίσματος χρόνου, πίσω απ’ την οποία κρύβεται κατά καιρούς και μερίδα της πολιτικής ηγεσίας που θέλει να μεταθέσει για το μέλλον το πολιτικό κόστος ενός οδυνηρού συμβιβασμού. Ένα κέρδισμα χρόνου όμως που έχει νόημα μόνο όταν παράλληλα οικοδομείς ισχύ και εναλλακτικές.

Απέναντι σ’ αυτή την πρόκληση βρισκόμαστε σήμερα. Χωρίς ηγεσία, αφού οι όποιες πολιτικές εκφράσεις αποδεικνύονται διαρκώς κατώτερες των περιστάσεων. Χωρίς σχέδιο, πέρα από τις κατακερματισμένες κατά καιρούς αντικατοχικές κινητοποιήσεις. Τι έχει μείνει από εκείνη την μαγιά του «όχι» στο δημοψήφισμα και τι διεργασίες μπορεί να γεννήσει; Προς αυτή την κατεύθυνση, προς τον λαό, τον συγκροτημένο σε συνειδητό υποκείμενο, πρέπει να αναζητηθεί η όποια ελπίδα διεξόδου για τον ελληνισμό σε Ελλάδα και Κύπρο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!