Μέσα σε κλίμα έντονης δυσφορίας και ανοικτών αποδοκιμασιών και αντιπαραθέσεων πραγματοποιήθηκε η ετήσια ομιλία του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν ενώπιον των δύο νομοθετικών σωμάτων των ΗΠΑ. Σε πάνω από 70 λεπτά, έγινε αναφορά σε όλα τα κρίσιμα θέματα που διατηρούν διχασμένα τα δύο μεγάλα κόμματα της χώρας, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικάνους, με τον διχασμό να απλώνεται και σε ευρεία στρώματα των πολιτών. Ο Αμερικανός πρόεδρος εμφανίστηκε «ανοικτός» σε μια συνεργασία με τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά εισέπραξε σιωπή, που μετατράπηκε σε ανοικτή αποδοκιμασία όταν αναφέρθηκε στα θέματα που διχάζουν: οπλοκατοχή, αμβλώσεις, αύξηση του ορίου δανεισμού της αμερικάνικης οικονομίας, επιβολή αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου στους γίγαντες του Διαδικτύου, επιβολή υψηλότερης φορολογίας στους δισεκατομμυριούχους και τις πολυεθνικές εταιρείες. Είναι αλήθεια ότι στην υποτιθεμένη πιο προηγμένη Δυτική χώρα διχάζουν πολιτικές που στον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο θεωρούνται αυτονόητες!
Παρά τις σχετικά μικρές αναφορές στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο Μπάιντεν δεν παράλειψε να επιτεθεί σε Κίνα και Ρωσία. Είχε προηγηθεί η κατάρριψη ενός κινέζικου «μετεωρολογικού» μπαλονιού, κι ο Μπάιντεν δήλωσε πως η χώρα του θα αναλαμβάνει δράση σε περίπτωση που θεωρεί ότι «η Κίνα απειλεί την εθνική κυριαρχία μας». Παρά τις διαβεβαιώσεις του Πεκίνου πως το μπαλόνι ήταν επιστημονικό, συγκέντρωνε μετεωρολογικά δεδομένα και απλώς εξετράπη της πορείας του, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν κάθε συνεργασία για την περισυλλογή του. Δήλωσαν μάλιστα ότι δεν προτίθενται να επιστρέψουν τα θραύσματα και τον επιστημονικό του εξοπλισμό στη Κίνα. Ο Μπάιντεν ξεκαθάρισε τις επιλογές του απέναντι στη Κίνα: «Δεν θα ζητήσω καμιά συγγνώμη που επενδύουμε για να κάνουμε την Αμερική πιο ισχυρή. Επενδύουμε στην αμερικανική καινοτομία, σε βιομηχανίες που θα καθορίσουν το μέλλον, στο οποίο η κινεζική κυβέρνηση έχει σκοπό να γίνει κυρίαρχη».
Το ίδιο επιθετικές ήταν οι αναφορές του κατά της Ρωσίας λίγες μέρες μετά την απόφαση για αποστολή προηγμένων δυτικών αρμάτων μάχης στην Ουκρανία, και ενώ οι συζητήσεις για αποστολή και μαχητικών αεροπλάνων συνεχίζονται. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεσμεύτηκε πως η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία «για όσο κι αν χρειαστεί», την ίδια στιγμή που το Κογκρέσο ενέκρινε νέα στρατιωτική βοήθεια ύψους 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς το Κίεβο. Ταυτόχρονα ο Μπάιντεν προεξόφλησε με έπαρση την ήττα των «αυταρχικών καθεστώτων» και, μέσα σε ένα πλαστό κλίμα ενότητας, αποκάλυψε τις μύχιες προθέσεις της αμερικάνικης επιλογής για κλιμάκωση του πολέμου: «Μαζί κάναμε αυτό που η Αμερική κάνει όταν είμαστε στα καλύτερά μας. Ηγηθήκαμε. Ενώσαμε το NATO. Οικοδομήσαμε παγκόσμιο συνασπισμό»…
Πάντως η απόλυτη υποκρισία της Δύσης, και ιδίως των ΗΠΑ, δέχεται απανωτά πλήγματα από επιφανή στελέχη της Δυτικής συμμαχίας. Η αρχή έγινε από τις αποκαλύψεις Μέρκελ και Ολάντ, ότι η συμφωνία του Μινσκ υπεγράφη από τους Δυτικούς απλά και μόνο για να παραπλανήσει τη Ρωσία και να δοθεί χρόνος για την στρατιωτική προετοιμασία του Κιέβου. Σε αυτές προστέθηκε τώρα η αποκάλυψη του πρώην πρωθυπουργού του Ισραήλ, Ναφτάλι Μπένετ, ότι είχε καταφέρει να εξασφαλίσει την ειρηνική διευθέτηση των αντιθέσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αλλά η προσπάθειά του ακυρώθηκε από εμπρηστικές παρεμβάσεις των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και Βρετανίας.
Η φανερή παρέμβαση της Δύσης για την κλιμάκωση των συγκρούσεων και οι κίνδυνοι που απορρέουν από τη συνέχιση και εξάπλωση των συγκρούσεων διευρύνει τις αντιθέσεις και μέσα στον Δυτικό κόσμο. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Λείπει δραματικά ένα παγκόσμιο κίνημα ικανό να τελειώσει οριστικά την σφαγή στην Ουκρανία και να φρενάρει την απειλή γενίκευσης του πολέμου.