Αγρυπνία

Εν τω μέσω της νυκτός αναρωτιέμαι
τι θα γίνει ξανά με τη Χιλή;
Τι θα γίνει η φτωχή, η μαύρη μου η πατρίδα;

Αγαπώντας τόσο τούτο το μακρύ κομψό καράβι,
αυτές τις πέτρες, αυτούς τους χωμάτινους σβώλους,
το επίμονο ρόδο
της ακτογραμμής που ζει με τον αφρό,
έφτασα να γίνω εγώ ένα με τη γη μου,
εγνώρισα ένα-ένα όλα τα παιδιά της
και μέσα μου περπάτησαν οι εποχές,
η καθεμιά με τη σειρά της πάντα,
και με θρήνους και με ανθοφορίες.

Μα νιώθω ότι τώρα, αφού
πέρασε το νεκρό έτος των αμφιβολιών,
τώρα με σβησμένο το λάθος που μας ρούφηξε το αίμα,
αρχίσαμε πια να ζητάμε ξανά
το καλύτερο, να θέλουμε ό,τι πιο δίκαιο για τη ζωή,
αλλά να τη η απειλή εμφανίζεται πάλι
και πάνω στους τοίχους η μνησικακία επέταξε μπόι.

Έρωτες: Στην πόλη

Φοιτητικός έρωτας εαρινός
με κερασιές φλεγόμενες στα φτωχικά δρομάκια
και με τα τραμ να στριγγλίζουν στις γωνίες,
με κορίτσια σαν το κρύο νερό, κορμιά
πλασμένα με χιλιάνικο πηλό, λάσπη και χιόνι,
και από φως και μαύρη νύχτα, όλα μαζί ένα,
αγιόκλημα ριγμένο στο κρεβάτι
με τη Ρόσα ή τη Λίνα ή την Κάρμεν ήδη γυμνές
και με το μυστήριό τους μάλλον εξηγημένο
ή να ’ναι, έστω, κάπως μυστήριες ακόμα, καθώς κυλούσαν
στην αγκαλιά, ή στη σπείρα ή στον πύργο
ή στον κατακλυσμό γιασεμιών και στομάτων.
Έγινε χτες ή αύριο εκείνη η φευγαλέα
άνοιξη; Ω ρυθμέ
της ηλεκτρισμένης μέσης,
ω πεντακάθαρε σπασμέ του σπέρματος
που πετάγεται απ’ το τούνελ του να γίνει είδος
και η νικημένη εσπέρα να ’ναι μ’ έναν νάρδο
μισοκοιμισμένη και στα χαρτιά μου ανάμεσα
με τις αράδες τις δικές μου εκεί συρμένες,
με τη ζύμη την άμιχτη, με το κύμα,
με την περιστέρα και με την κόμη λυμένη.
Έρωτες του χτες, γρήγοροι
και διψασμένοι, κλειδί το κλειδί συνταιριασμένοι,
μαζί με όλη την περηφάνια του μοιρασμένου πράγματος!
Η ποίησή μου – έχω τη γνώμη – δεν θεμελιώθηκε
στη μοναξιά, όχι, αλλά σ’ ένα κορμί,
σε κορμιά κι άλλα κορμιά, που
είχαν δέρμα όλο από φεγγαρήσιο φως
και απ’ των φιλιών της γης την αφθονία.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!