Προτιμώ να μην “είμαι ο Άννα” – της Αρουντάτι Ρόι. Τις τελευταίες εβδομάδες, και μέσω της αλά Γκάντι απεργίας πείνας ενός γέροντα ινδουϊστή μοναχού, του Άννα Χαζάρε, ένα «κίνημα κατά της διαφθοράς» παρουσιάζεται να «συγκλονίζει» την Ινδία.

Ένα «κίνημα των πολιτών» κατά ενός σάπιου πολιτικού συστήματος που έχει φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση και που παρουσιάζεται και ως η ινδική εκδοχή των «αγανακτισμένων». Γιατί, όμως, ένα τόσο ενοχλητικό κίνημα έχει αγκαλιαστεί θερμά από όλα τα ινδικά και διεθνή ΜΜΕ, το εκθειάζουν οι Financial Times και ακόμα και ο ίδιος ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση της Ινδίας; Αναδημοσιεύουμε το άρθρο της γνωστής λογοτέχνη και ακτιβίστριας Αρουντάντι Ρόι, που φωτίζει εξαιρετικά πτυχές αυτού του «κινήματος», όχι άσχετες και με τις προσπάθειες «υπέρβασης» της πολιτικής κρίσης του συστήματος (και όχι μόνο στην Ινδία) προς όφελός του.

Προτιμώ να μην “είμαι ο Άννα”
Της Αρουντάτι Ρόι

Αν ότι βλέπουμε στην τηλεόραση είναι πράγματι επανάσταση, τότε θα πρέπει να είναι μία από τις πιο ανησυχητικές και τις πιο ακατάληπτες τα τελευταία χρόνια. Γιατί τώρα, ότι και αν τυχόν κάποιος ρωτήσει για το Jan Lokpal Bill[1], πιθανά αυτές είναι οι απαντήσεις που θα λάβει: σημειώστε το κατάλληλο κουτάκι – α) Vande Mataram, (Υποκλίνομαι σε σένα, Μητέρα[2]), β) Bharat Mata ki Jai (Ζήτω η Μητέρα Ινδία[3]), γ) Η Ινδία είναι ο Άννα, και ο Άννα η Ινδία, δ) Jai Hind (Ζήτω η Ινδία).

Για εντελώς διαφορετικούς λόγους και με εντελώς διαφορετικούς τρόπους, θα μπορούσες να πεις ότι οι Μαοϊκοί και ο νόμος Jan Lokpal έχουν ένα κοινό σημείο: και οι δύο σκοπεύουν στην ανατροπή του ινδικού κράτους. Οι μεν δουλεύουν «από τα κάτω», με τον ένοπλο αγώνα που έχει εξαπολύσει ένας στην πλειοψηφία του στρατός ιθαγενών, συγκροτούμενος από τους φτωχότερους των φτωχών. Ο δε, «από τα πάνω», μέσω ενός αναίμακτου πραξικοπήματος στυλ Γκάντι, καθοδηγούμενου από έναν με άρωμα μέντας άγιο και έναν στρατό από χωρίς αμφιβολία εύπορους κατοίκους των πόλεων. (Με τον οποίο η κυβέρνηση συνεργάζεται κάνοντας ότι είναι δυνατό για να ανατρέψει τον εαυτό της.)

Τον Απρίλιο του 2011, λίγες μέρες αφού είχε αρχίσει η πρώτη «μέχρι θανάτου» απεργία πείνας του Άννα Χαζάρε, αναζητώντας κάποιον τρόπο για να στρέψει την προσοχή από τα τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς που κατέστρεφαν την αξιοπιστία της, η κυβέρνηση κάλεσε την «ομάδα Άννα», το όνομα που έχει επιλέξει αυτή η οργάνωση της “κοινωνίας των πολιτών”, να συμμετέχει σε μία κοινή επιτροπή συγγραφής του νόμου Jan Lokpal. Λίγους μήνες αργότερα, παραιτήθηκε (η κυβέρνηση) από αυτή την προσπάθεια και κατέθεσε το δικό της σχέδιο νόμου στο κοινοβούλιο, έναν νόμο τόσο προβληματικό που ήταν αδύνατο να τον λάβει κανείς στα σοβαρά.

Έπειτα , στις 16 Απρίλη, το πρωινό της δεύτερης «μέχρι θανάτου» απεργίας πείνας, πριν την ξεκινήσει ή παραβεί κάποιο νόμο, ο Άννα Χαζάρε συνελήφθηκε και φυλακίστηκε. Ο αγώνας για την εφαρμογή του «νόμου κατά της διαφθοράς» μετατράπηκε τώρα σε αγώνα για το δικαίωμα στη διαμαρτυρία, τον αγώνα για την ίδια την δημοκρατία. Ώρες μετά αυτόν τον «Δεύτερο Απελευθερωτικό Αγώνα», ο Άννα απελευθερώθηκε. Με μια έξυπνη κίνηση, αρνήθηκε να αφήσει την φυλακή, και παρέμεινε στη φυλακή Τιχάρ «επισκέπτης επί τιμή», όπου και άρχισε την απεργία πείνας διεκδικώντας το δικαίωμα να κάνει απεργία πείνας σε δημόσιο μέρος. Για τρεις μέρες, κι ενώ πλήθη και τηλεοπτικά συνεργεία μαζεύονταν απ’ έξω, μέλη της «ομάδας Άννα» μπαινόβγαιναν στην φυλακή ασφαλείας, βγάζοντας έξω τα βίντεο-μυνήματα του, για να μεταδοθούν σε όλα τα κρατικά κανάλια (έχει εκχωρηθεί σε κάποιον άλλον αυτή η πολυτέλεια;). Την ίδια στιγμή 250 εργαζόμενοι στην Νομαρχιακή Ένωση του Δελχί, 15 φορτηγά, και έξι φαγάνες δούλευαν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο να ετοιμάσουν τα ασταθή-αμμώδη εδάφη της Ραμλίλα για το μέγα-θέαμα του Σαββατοκύριακου. Τώρα, με εξυπηρέτηση VIP, στη θέαση πληθών που έψελναν και κρεμαστών από γερανούς καμερών, υπό την εποπτεία των πιο ακριβών γιατρών της Ινδίας, η τρίτη φάση της απεργίας πείνας «μέχρι θανάτου» του Άννα, είχε αρχίσει. «Από το Κασμίρ μέχρι το Κανιακουμάρι, η Ινδία είναι Μία», μας λέει ο τηλεπαρουσιαστής.

Ενώ τα μέσα του μπορεί να είναι Γκαντιανά, τα αιτήματα του Άννα Χαζάρε σίγουρα δεν είναι. Σε αντίθεση με την ιδέα του Γκάντι για αποκέντρωση της εξουσίας, ο νόμος Jan Lokpal είναι ένας δρακώνιος νόμος κατά της διαφθοράς, με τον οποίο ένα πάνελ από προσεκτικά επιλεγμένους ανθρώπους θα διοικούν μία γιγάντια γραφειοκρατία, με χιλιάδες απασχολούμενους, και με τη δύναμη να αστυνομεύουν τους πάντες: τον πρωθυπουργό, τους δικαστές, τους βουλευτές, και όλη την γραφειοκρατία μέχρι τον τελευταίο κυβερνητικό υπάλληλο. Ο νόμος Lokpal θα μπορεί να ερευνά, παρακολουθεί, και μηνύει. Εκτός από το γεγονός ότι δεν θα έχει τις δικές του φυλακές, θα λειτουργεί σαν μία ανεξάρτητη «κυβέρνηση», υποτίθεται για να αντιμετωπίσει την γιγαντωμένη, unaccountable (υπόλογη) και διεφθαρμένη, που έχουμε τώρα. Δύο ολιγαρχίες αντί μιας.

Αν αυτό θα λειτουργήσει ή όχι εξαρτάται από το πώς βλέπουμε την διαφθορά. Είναι η διαφθορά ζήτημα νομικό, οικονομικής παράβασης και δωροδοκίας, ή είναι το νόμισμα μίας κοινωνικής ανταλλαγής σε μία περιβόητα άνιση κοινωνία, στην οποία η εξουσία συνεχίζει να συγκεντρώνεται στα χέρια όλο και μιας μικρής μειοψηφίας; Φανταστείτε για παράδειγμα, μία πόλη από εμπορικά κέντρα, στης οποίας τους δρόμους έχουν απαγορευτεί οι πλανόδιοι πωλητές. Μία πλανόδια πληρώνει τον μπάτσο που περιπολεί και τον εκπρόσωπο του δήμου ένα μικρό ποσό για να σπάσει το νόμο και να πουλήσει τα εμπορεύματα της σε αυτούς που δεν μπορούν να πληρώσουν τιμές εμπορικών κέντρων. Είναι αυτό τόσο τρομερό; Στο μέλλον θα πρέπει επιπλέον να πληρώνει και τον εκπρόσωπο της Lokpal; Που βρίσκεται η λύση για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο απλός κόσμος, στην αντιμετώπιση της δομικής ανισότητας ή στη δημιουργία ακόμα μίας εξουσίας την οποία ο κόσμος θα πρέπει να υπομένει;

Την ίδια στιγμή τα σκηνικά και η χορογραφία, ο επιθετικός εθνικισμός και οι ινδικές σημαίες της «Επανάστασης του Άννα», είναι όλα δάνεια από το κίνημα ενάντια στις θετικές διακρίσεις για τις κατώτερες κάστες στην εκπαίδευση[4], τις παρελάσεις για την κατάκτηση του παγκόσμιου κυπέλου (σ.μ. μάλλον στο κρίκετ), και τους πανηγυρισμούς για τις πυρηνικές δοκιμές. Στέλνουν το μήνυμα σε όλους μας πως αν δεν υποστηρίζουμε «Την Απεργία Πείνας», δεν είμαστε «αληθινοί Ινδοί». Τα ολοήμερα κανάλια αποφάσισαν ότι δεν υπάρχουν άλλα νέα στην χώρα άξια να μεταδοθούν.

«Η Απεργία Πείνας» φυσικά δεν σημαίνει την απεργία πείνας της Άιρομ Σαμίλα, που κράτησε για πάνω από δέκα χρόνια (την οποία εξαναγκάζουν να φάει με το ζόρι τώρα), ενάντια στο AFSPA (νόμο για ειδικές εξουσίες στο στρατό), που επιτρέπει τον στρατό στο Μανιπούρ να σκοτώνει απλά και μόνο στη βάση υποψίας. Δεν σημαίνει την εκ περιτροπής απεργία πείνας που εξελίσσεται αυτή τη στιγμή από δεκάδες χιλιάδες χωρικούς στην Κουντάνκουλάμ, που διαμαρτύρονται ενάντια στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας.

«Ο λαός» δεν σημαίνει τους κατοίκους της Μανιπούρ που υποστηρίζουν την απεργία πείνας της Άιρομ Σαρμίλα. Ούτε σημαίνει τις χιλιάδες που αντιμετωπίζουν οπλισμένους αστυνομικούς και την μαφία των ορυχείων στην Τζαγκατσινπούρ, ή στην Καλινγκαναγκάρ, ή στη Νιγιαμγκίρι, ή στη Μπαστάρ, ή στη Τζαϊταπούρ. Ούτε σημαίνει τα θύματα της διαρροής στη Μποπάλ, ή όσους ξεριζώθηκαν από τα φράγματα στην κοιλάδα της Ναρμάντα. Ούτε σημαίνει τους αγρότες της Νόϊντα, ή της Πιουν, ή της Χαριάνα, ή όπου αλλού στην χώρα, που αντιστέκονται στην αρπαγή της γης τους.

«Ο λαός» σημαίνει μόνο το κοινό που έχει συγκεντρωθεί να δει το θέαμα ενός 74χρονου άνδρα που απειλεί να μην φάει μέχρι θανάτου αν ο δικός του «νόμος κατά της διαφθοράς» δεν κατατεθεί στο, και ψηφιστεί από, το κοινοβούλιο. «Ο λαός» είναι οι δεκάδες χιλιάδες που με έναν θαυματουργό τρόπο πολλαπλασιάζονται σε εκατομμύρια από τα τηλεοπτικά μας κανάλια, όπως ο Χριστός πολλαπλασίασε τα ψάρια και το ψωμί για να ταΐσει τους πεινασμένους. «Ένα δισεκατομμύριο φωνές έχουν μιλήσει», μας λένε. «Η Ινδία είναι ο Άννα.»

Ποιος είναι πράγματι αυτός ο νέος άγιος, αυτή η «Φωνή του Λαού»; Παραδόξως δεν τον έχουμε ακούσει να λέει τίποτα για θέματα επείγουσας σημασίας. Τίποτα για τις αυτοκτονίες των αγροτών στην γειτονιά του, ή για την Επιχείρηση Πράσινο Κυνήγι λίγο πιο μακριά. Τίποτα για την Σινγκούρ, την Ναντρίγκραμ, τη Λάλγκαρ, τίποτα για την Posco, για τις κινητοποιήσεις των αγροτών ή το πρόβλημα των Ειδικών Οικονομικών Ζωνών. Δεν φαίνεται να έχει γνώμη για τα σχέδια της κυβέρνησης να στείλει τον ινδικό στρατό στα δάση της κεντρικής Ινδίας.

Υποστηρίζει όμως την ξενοφοβία του «Λαού του Μαράθι» του Ράζ Θάκερεϊ, και έχει εκθειάσει το «αναπτυξιακό μοντέλο» του κυβερνήτη της Κουτζαράτ, που επέβλεψε το πογκρόμ του 2002 ενάντια στους μουσουλμάνους. (Ο Άννα απέσυρε αυτή του τη δήλωση μετά από την κατακραυγή της κοινής γνώμης, αλλά μάλλον δεν απέσυρε το θαυμασμό του.)

Παρά το θόρυβο, οι σοβαροί δημοσιογράφοι έκαναν αυτό που κάνουν οι δημοσιογράφοι. Τώρα ξέρουμε όλη την ιστορία της παλιάς σχέσης του Άννα με την RSS (Οργάνωση Εθελοντών Εθνικιστών στο Μαράθι). Ακούσαμε από τον Μούκουλ Σάρμα που μελέτησε την αγροτική κοινότητα που έχει στήσει ο Άννα στη Ραλεγκάν Σίντι, όπου δεν υπάρχουν ούτε ανοιχτό κοινοτικό συμβούλιο, ούτε έχουν γίνει εκλογές για τον Συνεταιρισμό στα τελευταία 25 χρόνια. Γνωρίζουμε την στάση του Άννα προς τους «harijans» (όρος που ο Γκάντι χρησιμοποιούσε για τους νταλίτ –«ανέγγιχτους»): “Ήταν όραμα του Γκάντι κάθε χωριό να έχει έναν chamar, έναν sunar, έναν kumhar[5] κ.λπ. Πρέπει όλοι να κάνουν τη δουλειά τους ανάλογα με το ρόλο και το επάγγελμα τους και με αυτόν τον τρόπο το χωριό θα είναι αυτάρκες. Αυτό είναι που εφαρμόζουμε στο Ράλεγκαν Σίντι.” Είναι έκπληξη λοιπόν, πως τα μέλη της «Ομάδας Άννα» σχετίζονται επίσης με τη «Νεολαία για την Ισότητα», το κίνημα κατά των θετικών διακρίσεων (υπέρ της “αξιοκρατίας”); Η καμπάνια καθοδηγείται από ανθρώπους που διοικούν ένα σύμπλεγμα από γενναιόδωρα επιχορηγούμενες ΜΚΟ, των οποίων οι χορηγοί συμπεριλαμβάνουν την Coca-Cola και την Lehman Brothers. Η Kabir διευθύνεται από τον Άρβιντ Κετζρουάλ και τον Μάνις Σισόντια, εξέχοντα πρόσωπα της Ομάδα Άννα, έχει λάβει 400.000 δολάρια από το Ινστιτούτο Ford τα τελευταία τρία χρόνια. Ανάμεσα σε αυτούς που έχουν συνεισφέρει για την καμπάνια «Η Ινδία Ενάντια στην Διαφθορά» είναι ινδικές εταιρείες και ινστιτούτα, που κατέχουν ορυχεία αλουμινίου, κατασκευάζουν λιμάνια και Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, διευθύνουν εταιρείες ακινήτων (Real Estates), και συνδέονται στενά με πολιτικούς που διευθύνουν οικονομικές αυτοκρατορίες αξίας τρισεκατομμυρίων ρουπιών. Μερικές από αυτές, την παρούσα στιγμή, ελέγχονται για διαφθορά και άλλα εγκλήματα. Γιατί είναι, λοιπόν, όλοι τόσο ενθουσιασμένοι;

Θυμηθείτε ότι η καμπάνια για τον νόμο κατά της διαφθοράς άρχισε να φουντώνει την ίδια περίπου στιγμή με τις ενοχλητικές αποκαλύψεις του Wikileaks και μιας σειράς σκανδάλων, περιλαμβανομένης της απάτης του «2G spectrum» (σκανδάλου που αφορούσε την παροχή αδειών τηλεφωνίας σε 85 επιχειρήσεις, από την κυβέρνηση συμμαχίας Κογκρέσου και Ενωμένης Αριστεράς το 2001), στην οποία μεγάλες εταιρείες, γνωστοί δημοσιογράφοι, και κυβερνητικοί υπουργοί και πολιτικοί τόσο από το κόμμα του Κογκρέσου όσο και από το BJP (ινδουιστικό δεξιό) φαίνεται να έχουν εμπλακεί με διάφορους τρόπους καθώς τρισεκατομμύρια ρουπίες αφαιμάζονταν από το δημόσιο ταμείο. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια, δημοσιογράφοι-λομπίστες ξεμπροστιάζονταν και φαίνονταν πως κάποιος από τους «Αρχηγούς της Επιχειρηματικής Ινδίας» θα κατέληγε πράγματι στη φυλακή. Η τέλεια στιγμή για μία λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στη διαφθορά. Ή μήπως όχι;

Την στιγμή που το κράτος αποσύρονταν από τα παραδοσιακά του καθήκοντα και οι επιχειρήσεις και οι ΜΚΟ αναλάμβαναν κυβερνητικές λειτουργίες (ύδρευση, ηλεκτρική ενέργεια, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, εξορυκτική βιομηχανία, υγεία, εκπαίδευση), την στιγμή που η τρομακτική δύναμη και εύρος των ιδιόκτητων από τις επιχειρήσεις ΜΜΕ προσπαθούν να ελέγξουν την φαντασία του κοινού, θα σκέφτονταν κανείς ότι αυτοί οι οργανισμοί – επιχειρήσεις, ΜΜΕ, και ΜΚΟ – θα συμπεριλαμβάνονταν στην δικαιοδοσία του νόμου κατά της διαφθοράς. Αντιθέτως, ο προτεινόμενος νόμος τους αφήνει ολότελα εκτός.

Φωνάζοντας δυνατότερα από κάθε άλλον, προωθώντας μία καμπάνια που κοπανάει συνέχεια το κλισέ των κακούργων πολιτικών και της κυβερνητικής διαφθοράς, έχουν με έναν έξυπνο τρόπο απαγκιστρώσει τους εαυτούς τους. Ακόμα χειρότερα, δαιμονοποιώντας μόνο την κυβέρνηση χτίζουν για τους εαυτούς τους έναν άμβωνα από όπου καλούν για ακόμα μεγαλύτερη αποχώρηση του κράτους από τη δημόσια σφαίρα και για έναν δεύτερο γύρο μεταρρυθμίσεων – μεγαλύτερη ιδιωτικοποίηση, πιο εύκολη πρόσβαση στις δημόσιες υποδομές και στον φυσικό πλούτο της Ινδίας. Ίσως σε λίγο καιρό η «επιχειρηματική διαφθορά» να νομιμοποιηθεί και να μετονομαστεί σε «τέλος προώθησης» (lobbying fee).

Σε τι πράγματι θα ωφεληθούν τα 830 εκατομμύρια ανθρώπων που ζούνε με 20 ρουπίες την ημέρα από την ενίσχυση τέτοιων πολιτικών που τους εξαθλιώνουν και οδηγούν αυτή τη χώρα σε εμφύλιο πόλεμο;

Αυτή η άσχημη κρίση έχει γαλουχηθεί μέσα από την απόλυτη αποτυχία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας της Ινδίας, στην οποία η βουλή συνίσταται από εγκληματίες και εκατομμυριούχους πολιτικούς που έχουν πάψει να αντιπροσωπεύουν τον λαό τους. Στην οποία ούτε ένας δημοκρατικός θεσμός ή σώμα είναι προσβάσιμος στους απλούς πολίτες. Μην ξεγελιέστε από το ανέμισμα των σημαιών. Παρακολουθούμε την Ινδία να κομματιάζεται σε έναν πόλεμο για κυριαρχία που είναι τόσο θανατηφόρος όσο κάθε μάχη που κηρύσσεται από τους πολέμαρχους τους Αφγανιστάν, μόνο που εδώ παίζονται πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα.


[1] Με αυτό το όνομα είναι γνωστός ο προτεινόμενος νόμος για την καταπολέμηση της διαφθοράς, επίσης γνωστός και σαν «citizen’s ombudsman bill» («νόμος διαμεσολάβησης των πολιτών»).

[2] Ποίημα του Bankim Chandra Chattopadhyay, γραμμένου το 1882. Πρόκειται για ύμνο στην θεά Ντούργκα, που θεωρείται σαν η προσωποποίηση του Ινδικού έθνους.

[3] Φράση που χρησιμοποιείται από τον ινδικό στρατό και πολλές ινδουιστικές οργανώσεις. Στηρίζεται στην Bharat Mata που πρωτοεμφανίστηκε σαν προσωποποίηση της Ινδίας (Μητέρα Ινδία) στο θεατρικό έργο του Kiran Chandra Bandyopandhyay, το 1873 και που συνδέθηκε με το κίνημα ανεξαρτησίας της χώρας.

[4] Anti-reservation protest στο κείμενο. Αναφέρεται στο κίνημα του 2006 ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης να εισάγει θετικές διακρίσεις για τις κατώτερες κάστες όσων αφορά την είσοδο στην εκπαίδευση. Αυτό θα γίνονταν με τη διατήρηση συγκεκριμένης ποσόστωσης θέσεων νεοεισερχόμενων για μέλη αυτών των καστών, κάτι που βρήκε την αντίθεση των συντηρητικών εθνικιστών Ινδουιστών.

[5] Κάστες του ινδουστικού συστήματος. Οι «chamar» είναι μία υποκάστα των νταλίτ στης οποίας τα μέλη επιτρέπεται να δουλεύουν σαν εργαζόμενοι στην βιοτεχνία του δέρματος αλλά και σε αγροτικές ασχολίες. Οι «sunar» αποτελούν την κάστα των χρυσοχόων. Οι «kumhar» είναι η κάστα των ινδουϊστών κεραμοποιών.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!