Διαβάστε τα προηγούμενα: Μέρος Α’, Μέρος Β’, Μέρος Γ’, Μέρος Δ’

Οι τεχνολογικές εξελίξεις, η εκβιομηχάνιση, η μεγέθυνση, η ευημερία και άλλοι παράγοντες που κατ’ αρχήν θεωρούνται αναγκαίοι και επιθυμητοί σε μια κοινωνία, δεν στερούνται μειονεκτημάτων και αρνητικών επιπτώσεων. Στο τραγούδι, ακόμα και η διεύρυνση της απήχησής του που παλαιόθεν ήταν στόχος σχεδόν όλων των εμπλεκομένων, από τους καλλιτέχνες που το δημιουργούν και το ερμηνεύουν, αλλά και τους επιχειρηματίες που το εμπορεύονται έως τους ακροατές που το απολαμβάνουν, το καταναλώνουν και το στηρίζουν, συνοδεύτηκε από παρενέργειες που το επηρέασαν θετικά και αρνητικά.

Η επανάσταση του δίσκου

Η ανακάλυψη του τρόπου και των μέσων εγγραφής και αναπαραγωγής των τραγουδιών σε φορείς ήχου ήταν μάλλον η πιο σημαντική επαναστατική καινοτομία στον τομέα της μουσικής. Κατ’ αρχήν κατέστησε δυνατό το αδιανόητο. Να μπορεί κανείς να ακούει όσες φορές θέλει και για όσο θέλει τη φωνή που βγάζει από το λαρύγγι του και το όργανο που παίζει με τα χέρια, τα πόδια ή το στόμα. Κι όχι μόνο αυτός, αλλά οι πάντες.

Όταν οι φορείς του ήχου άρχισαν να αναπαράγονται μαζικά, βιομηχανικά, και έγιναν εύχρηστοι και προσιτοί, δηλαδή έγιναν δίσκοι με αυλάκια, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διάδοση και εξάπλωση όλων των ειδών της μουσικής σε ολόκληρο τον κόσμο με ένα μέσο ασφαλές, εύχρηστο και εξαιρετικά πιστό στην απόδοση του πρωτοτύπου. Με το πλεονέκτημα του προνομίου να επιλέγει κανείς τι, πότε και πόσες φορές θα το ακούσει, μια ευχέρεια πού δεν την παρείχαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα τηλεοπτικά κανάλια που καθόριζαν τα προγράμματά τους με βάση τις δικές τους προδιαγραφές.

Ο ηχογραφημένος δίσκος άλλαξε πολλές συνήθειες στη ζωή των ανθρώπων αφού έφερε τη μουσική όχι μόνο στους χώρους αναψυχής, αλλά και μέσα στα σπίτια, στους χώρους δουλειάς, στις εκδρομές και τις παραλίες, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά κάθε επικράτειας.

Για πολλούς, όμως, μουσικούς που ζούσαν από το παίξιμο της μουσικής στα κέντρα διασκέδασης, τα θέατρα, τα εστιατόρια, τα μπαρ, στις γιορτές και τις κοινωνικές εκδηλώσεις, η αντικατάστασή τους από τους δίσκους ήταν σε πρώτη φάση δυσμενής, αν και σταδιακά με την εντονότερη παρουσία της μουσικής στην καθημερινότητα ακριβώς λόγω των δίσκων, αυξήθηκε το ενδιαφέρον του κοινού για τη μουσική και ως επακόλουθο πολλαπλασιάστηκαν και οι ευκαιρίες για τους μουσικούς να παίζουν μουσική.

Θετικά κι αρνητικά

Αναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι η δυνατότητα εγγραφής των ήχων επέφερε την αποθήκευση εκατομμυρίων μουσικών κομματιών που είτε θα χάνονταν για πάντα μετά από μια σύντομη ή παρατεταμένη διάρκεια ζωής είτε δεν θα δημιουργούνταν ποτέ. Δηλαδή, τα περισσότερα παραδοσιακά κομμάτια θα ήταν αδύνατο να διασωθούν στις πάμπολλες παραλλαγές τους, αλλά και τα περισσότερα από τα νεότερα μουσικά έργα δεν θα τα είχαν καν συνθέσει οι δημιουργοί τους, αν δεν υπήρχε το σύγχρονο μέσο, ο δίσκος, για να τα αποτυπώσει και να τα θέσει σε κυκλοφορία.

Όμως, πέρα από τις πολλές και εν πολλοίς αυτονόητα θετικές πλευρές της εγγραφής της μουσικής σε δίσκους, μπορώ να επισημάνω και μερικές άλλες αρνητικές της πλευρές, πέρα από την υποκατάσταση των μουσικών που ήδη ανέφερα. Για παράδειγμα, το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που προϋπήρχε του δίσκου υπέστη εξ αρχής ένα μαζικό ακρωτηριασμό. Κι αυτό έγινε σε πολλές λαϊκές μουσικές, της Ινδίας, του Ιράν και ίσως όλων των λαών που είχαν παραδοσιακές μουσικές.

Ο χρυσός κλαρινίστας Γιάννης Βασιλόπουλος (φωτό Στέλιος Ελληνιάδης, Αρχείο ντέφι)

Οι δίσκοι των 78 στροφών είχαν κατά μέσο όρο ένα πολύ περιορισμένο χρονικό όριο εγγραφής, γύρω στα τρία λεπτά. Το ίδιο και οι δίσκοι 45 στροφών που τους διαδέχτηκαν. Αλλά σχεδόν κανένα δημοτικό τραγούδι έτσι όπως ήταν δομημένο μουσικά και στιχουργικά ή όπως παιζόταν μέχρι την εμφάνιση του δίσκου, δεν χωρούσε μέσα σ’ αυτό το μικρό χρονικό όριο που έθετε η τεχνολογία της εποχής. Οπότε, όλα τα δημοτικά τραγούδια για να ηχογραφηθούν και να κυκλοφορήσουν σε δίσκο έπρεπε να προσαρμοστούν από τους μουσικούς στο επιτρεπτό τρίλεπτο.

Έτσι, από τα παραδοσιακά κομμάτια κόβονταν οι στίχοι και οι επαναλήψεις τους, κόβονταν και οι εισαγωγές και τα σόλο των μουσικών, δηλαδή περιορίζονταν οι αυτοσχεδιασμοί για να μην υπερβαίνει το κομμάτι την προκαθορισμένη διάρκεια.

Πάγωμα της μουσικής

Και, βέβαια, όλα τα καινούργια κομμάτια που συνθέτανε οι δημιουργοί των τραγουδιών έμπαιναν από την αρχή σ’ αυτό το καλούπι. Αυτό, στη συνέχεια, μετέβαλε και τις ανάγκες των ακροατών των τραγουδιών που συνήθισαν να ακούν τις συμπτυγμένες εκδοχές. Ευτυχώς που στις γιορτές και τα πανηγύρια, οι μουσικοί και οι ακροατές διατήρησαν για πολλές δεκαετίες το προνόμιο να παίζουν οι πρώτοι και να ακούν ευχάριστα οι δεύτεροι τα μουσικά κομμάτια σε πιο πλήρη ανάπτυξη χωρίς χρονικό φραγμό. Αλλά κι αυτό το χαλαρό και απλωμένο παίξιμο περιορίζεται σταδιακά σε ορισμένους πιο εξειδικευμένους χώρους και εκδηλώσεις.

Μια ίσως ακόμα πιο σοβαρή συνέπεια της δισκογραφίας ήταν ότι η ηχογράφηση των παραδοσιακών κομματιών σήμανε και την οριστική στασιμότητά τους. Γιατί τα κομμάτια αυτά, από τη φύση τους και τον τρόπο λειτουργίας τους, εξελίσσονταν συνεχώς, μερικά επί αιώνες∙ λειαίνονταν, εμπλουτίζονταν, διασκευάζονταν και εκσυγχρονίζονταν αενάως αφομοιώνοντας ύφος και ήχους απ’ όποιο περιβάλλον δέχονταν επιρροές κι απ’ όποιον άνθρωπο παίζονταν, τραγουδιούνταν και χορεύονταν. Αυτή η συνεχής επεξεργασία και διύλιση των κομματιών, σαν να περνούν ασταμάτητα μέσα από αλλεπάλληλα και ανεξάντλητα στρώματα πετρωμάτων και οργανισμών με ζέστη και κρύο, υγρασία και ξηρασία, σε βάθος χρόνου εξασφάλιζε στα δημοτικά τραγούδια μια τελειότητα που κανένα άλλο είδος δεν μπορούσε να αποκτήσει.

Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή η διύλιση δεν συνεχίζεται με άλλους τρόπους στη μουσική, αλλά σίγουρα δεν έχει τα ίδια αποτελέσματα στα αποτυπωμένα σε σταθερούς υλικούς αναμεταδότες του ήχου έργα. Γιατί με το που ηχογραφήθηκαν τα κομμάτια στερεοποιήθηκαν και απέκτησαν ένα πιο μόνιμο τύπο ο οποίος έγινε πρότυπο για τις επόμενες γενιές που το ακούνε από τους δίσκους και το μιμούνται. Οι όποιες αλλαγές στο πρότυπο δεν γίνονται πλέον μέσα από μια φυσική διεργασία που απαιτεί χρόνο και είναι προϊόν ενός συλλογικού γίγνεσθαι. Έτσι ανακόπηκε σε σοβαρό βαθμό η αδιάκοπη φυσιολογική αυτοανανέωση και επικαιροποίηση των παραδοσιακών κομματιών.

Βέβαια, μέσα στα χρόνια, πολλά κομμάτια ηχογραφήθηκαν σε διάφορες παραλλαγές, αλλά το βασικό είναι ότι η εγγραφή σε δίσκο διέσωζε μεν τη συγκεκριμένη μορφή των κομματιών, αλλά ταυτόχρονα την καθιστούσε δεσμευτική. Πράγμα που είχε τη θετική και την αρνητική του πλευρά. Έτσι είχαμε από τη μια τη σωτήρια καταγραφή και την ευκολότερη διάδοση των μουσικών κομματιών κι απ’ την άλλη τη συντόμευση και την τυποποίησή τους.

Χρονική επέκταση

Οι δίσκοι μακράς διαρκείας έδωσαν τη δυνατότητα επέκτασης αυτού του τρίλεπτου ορίου, κάτι που αξιοποιήθηκε αμέσως από τους καλλιτέχνες της ροκ μουσικής και της τζαζ. Στη δεκαετία του 1960 ήταν πολλά τα κομμάτια σε δίσκους 33 στροφών που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη από τα τρία λεπτά, αφού η κάθε πλευρά ενός βινυλίου χωρούσε κατά κανόνα μέχρι 22 λεπτά συνεχόμενης μουσικής. Υπήρχαν, όμως, και πολλοί σπουδαίοι μουσικοί της τζαζ, όπως ο Τζον Κολτρέιν, που ένιωθαν ασφυκτικά όταν σε αρκετές περιπτώσεις τα αυτοσχεδιαστικά κομμάτια τους είχαν στην πλήρη ανάπτυξή τους πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από το εικοσάλεπτο που χωρούσε κάθε όψη του δίσκου.

Γι’ αυτό, σε ορισμένες περιπτώσεις, η λύση ανάγκης για κομμάτια μεγάλης διάρκειας, ροκ και τζαζ, ήταν να μοιράζονται στα δύο για να χωρέσουν σε ένα μεγάλο δίσκο, στην άλφα και τη βήτα όψη, ή, σπανιότερα, στα τέσσερα για να χωρέσουν σε δύο μεγάλους δίσκους.

Στην Αμερική, μερικοί καλλιτέχνες, όπως π.χ. ο βασιλιάς της σόουλ Τζέιμς Μπράουν, που δεν ήθελαν να συντμηθούν κάποια κομμάτια τους και να χάσουν τη μορφή, την ένταση και τη διάρκεια που είχαν όταν εκτελούνταν πάνω στη σκηνή, τα χώριζαν σε δύο μέρη, part 1 και part 2, για να τα χωρέσουν ακόμα και σε δίσκους 45 στροφών.

Στο θέμα της διάρκειας των ηχογραφημάτων, ευφρόσυνη ήταν η τεχνολογική εξέλιξη για τα έργα της κλασικής μουσικής, αφού οι συνθέτες, όπως ο Μπετόβεν και ο Βέρντι, δεν είχαν κατά νου τους χρόνους του δίσκου όταν έγραφαν σε παρτιτούρες την «5η Συμφωνία» το 1808 και την «9η συμφωνία» το 1824 ο πρώτος ή τον «Ναμπούκο» το 1842 και την «Τραβιάτα» το 1853 ο δεύτερος, δηλαδή σε εποχές πολύ πριν από την ανακάλυψη του δίσκου, όταν οι μουσικές συνθέσεις καταγράφονταν και διασώζονταν μόνον επί χάρτου.

Αυτή η χρονική επέκταση στο δίσκο μακράς διαρκείας 33 στροφών, το Long Playing (LP) ή το άλμπουμ που λέγαμε, έδωσε την ευχέρεια και στους Έλληνες δημιουργούς να συνθέσουν με μεγαλύτερη ελευθερία και να ηχογραφήσουν ενότητες τραγουδιών και μουσικών κομματιών που η διάρκειά τους δεν περιοριζόταν υποχρεωτικά στο τρίλεπτο που ίσχυε για τους δίσκους 45 στροφών.

Για παράδειγμα, σε αντίθεση με τα κομμάτια στο «Φορτηγό» (1966) με διάρκεια από 1.43 μέχρι 3.46 λεπτά, στον «Μπάλλο», που κυκλοφόρησε το 1971, ο Σαββόπουλος περιέλαβε το ομώνυμο κομμάτι με διάρκεια 16.32 λεπτά και στο «Βρώμικο Ψωμί», που κυκλοφόρησε το 1972, είχε τη «Μαύρη Θάλασσα» που διαρκεί 12.26 λεπτά. Σ’ αυτή την εξαετία, από το 1966 στο 1972, οι τεχνολογικές δυνατότητες στον τομέα της δισκογραφίας επηρέασαν αισθητά τον δημιουργικό οίστρο των καλλιτεχνών του ελληνικού τραγουδιού.

Λαϊκά και αμανέδες

Το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι που εξελίχτηκαν και αναπτύχθηκαν βασικά μέσα στον 20ό αιώνα δεν είχαν το ίδιο πρόβλημα ή τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με τα παραδοσιακά τραγούδια, γιατί ούτε στίχους που αφηγούνται μεγάλες ιστορίες είχαν ούτε η διάρκειά τους εξαρτιόταν από πολυάνθρωπους κυκλικούς χορούς και μεγάλα μουσικά μέρη που μπορεί να κρατούσαν για αρκετά λεπτά. Βέβαια, εδώ πρέπει να τονιστεί ότι, αν κρίνουμε από τα χρόνια που ζήσαμε εμείς τα πανηγύρια από τη δεκαετία του 1970 και μετά, και τα τραγούδια που έπαιζε το δημοτικό συγκρότημα είχαν πλέον προσαρμοστεί στο τρίλεπτο. Κρατούσαν πολύ συνήθως μόνο όταν έπεφτε πολλή χαρτούρα στη διάρκεια ενός ομαδικού χορού και οι μουσικοί για προφανείς λόγους παρατείνανε με μακρόσυρτα σόλο τη διάρκεια αυτών των κομματιών μέχρι να σταματήσει το «άρμεγμα» των μερακλήδων και χουβαρντάδων χορευτών, όπως μου έλεγε ένας διάσημος βιολιστής.

Οι συνθέτες του σμυρνέικου, ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού που είχαν άλλη χρονική αφετηρία, πολύ πιο πρόσφατη από το δημοτικό τραγούδι, δομούσαν αριστοτεχνικά τα τραγούδια που έγραφαν μέσα στο αυστηρό τρίλεπτο, στο οποίο χωρούσαν και τα περίφημα ταξίμια που ήταν συστατικό τους. Μόνο οι αμανέδες που από τη φύση τους δεν υπόκεινται σε χρονικά όρια, συντομεύθηκαν αναγκαστικά για να χωρούν στην πλευρά ενός δίσκου 78 στροφών χωρίς αυτό να δεσμεύει τον τραγουδιστή στις εμφανίσεις του, στις οποίες μπορούσε να αναπτύσσει χρονικά τον αμανέ του ανάλογα με τα αισθήματα και τις δυνατότητές του, αλλά και με το περιβάλλον και το ακροατήριο που είχε κάθε φορά.

Γραμμόφωνα στα χωριά

Για να καταλάβει κανείς καλύτερα το ρόλο που έπαιξε ο δίσκος στη διάδοση της μουσικής στην Ελλάδα, και ποιας μουσικής, πρέπει να περιηγηθεί στην ύπαιθρο, από τον κάμπο μέχρι τα πιο απόμερα ορεινά χωριά πολύ πριν φτάσει εκεί η άσφαλτος, το ηλεκτρικό ρεύμα και το ραδιόφωνο, που ήταν άγνωστα σε μεγάλο μέρος της επικράτειας ακόμα και στη δεκαετία του 1970!

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του δίσκου δεν είναι ότι ήταν ελαφρύς, οικονομικά προσιτός και ανθεκτικός στη μεταφορά και τη χρήση. Είναι ότι παιζόταν, χωρίς καμία εξειδίκευση του χρήστη, από ένα φορητό μηχάνημα, ένα ξύλινο κουτί και ένα χωνί, που φορτωνόταν εύκολα σε λεωφορείο, φορτηγό, κάρο ή γάιδαρο και το οποίο -και πιο εκπληκτικό- δούλευε χωρίς πετρέλαιο, λάδι, κάρβουνο ή ηλεκτρικό ρεύμα!

Το γραμμόφωνο έπαιρνε μπρος με μια απλή μανιβέλα που κούρδιζε τον απλούστατο μηχανισμό του για να γυρίζει το πλατό πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο δίσκος, στα αυλάκια του οποίου ακουμπούσε η βελόνα με τον βραχίονα που διοχέτευε τον ήχο, τη φωνή και τα όργανα, στο προσαρμοσμένο χωνί ή στο ενσωματωμένο στο «βαλιτσάκι» μεγάφωνο που τον σκόρπιζε στον περίγυρο.

Αυτό το θαυμαστό χειροκίνητο μέσο το οποίο κατά κανόνα εγκαθίστατο στο καφενείο που υπήρχε στην πλατεία του χωριού, μετέφερε αφενός γνωστά κι αγαπημένα τραγούδια που μέχρι τότε τα τραγουδούσαν οι ίδιοι οι κάτοικοι του χωριού ή τα άκουγαν από περιπλανώμενους μουζικάντηδες που κατά καιρούς περνούσαν από το χωριό με αφορμή ένα πανηγύρι ή ένα γάμο και αφετέρου καινούργια και άγνωστα τραγούδια από την πόλη κι από τον κόσμο όλο. Οι δε καφενετζήδες προμηθεύονταν τους δίσκους από πλανόδιους εμπόρους ή τους αγόραζαν όταν κατέβαιναν στην κοντινότερη πόλη για προμήθειες ή για άλλους λόγους. Υπήρχαν επίσης γυρολόγοι που μέσα σ’ όλα κουβαλούσαν κι ένα γραμμόφωνο με το οποίο γύριζαν στα χωριά και στις γειτονιές κι έπαιζαν δίσκους για να μαζέψουν λεφτά από τους κατοίκους του χωριού που ευχαριστιόνταν μ’ αυτές τις ακροάσεις. Αυτοί, όπως κι οι καφενετζήδες, πέρα από το προσωπικό τους γούστο, φρόντιζαν να έχουν δίσκους με τραγούδια που ήξεραν ή υπολόγιζαν ότι θα άρεσαν στην τακτική ή έκτακτη πελατεία τους.

Οι πρώτοι ντι-τζέι

Κατά μία έννοια, οι γραμμοφωνατζήδες ήταν οι ντισκ-τζόκεϊ, οι ντι-τζέι της εποχής του γραμμοφώνου και είχαν θαυμαστές και θαυμάστριες που τους περίμεναν πώς και πώς σε κάθε τόπο. Απ’ αυτούς γίνονταν γνωστά πολλά τραγούδια που προέρχονταν από άλλες περιοχές, άλλου είδους μουσικές, π.χ. νησιώτικα στη Ρούμελη, και κυρίως τραγούδια που ήταν της πόλης, τα αστικά λεγόμενα. Με τα γραμμόφωνα έφταναν τα ρεμπέτικα και τα ελαφρά τραγούδια στο χωριό. Με τα γραμμόφωνα έφταναν ενίοτε και κάποια ξένα τραγούδια που η δημοτικότητά τους είχε δοκιμαστεί στις λαϊκές συνοικίες των πόλεων, στις οποίες μια μερίδα των κατοίκων καταγόταν από χωριά. Κι αυτό το τεστ ήταν απαραίτητο, γιατί στα χωριά, για αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο, δεν ήταν ευπρόσδεκτα τα ξενόγλωσσα τραγούδια και οι ποπ και ροκ μουσικές. Τους ξένιζαν και τους ενοχλούσαν. Τα αυτιά τους ήταν χορτασμένα από τις μουσικές της υπαίθρου, τις δικές τους, που ήταν κάτι πολύ οικείο, όπως ήταν τα σπίτια τους, τα ζωντανά τους, τα δέντρα και τα βράχια, ο αέρας και τα ποτάμια.

Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, πέρα από την αισθητική, που τα ξένα τραγούδια δεν ήταν εύκολα αποδεκτά στα χωριά, αλλά κι αυτό είναι από μόνο του ένα άλλο ενδιαφέρον ζήτημα.

Πάντως, με την πάροδο του χρόνου, την εσωτερική μετανάστευση, την προσέγγιση του χωριού στην πόλη και το αντίστροφο, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου, την εισβολή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης και με τις νεότερες γενιές που τελείωναν το λύκειο και διψούσαν για νεωτερισμούς, σταδιακά οι κοινότητες γίνονταν πιο ανεκτικές στις εξωχώριες μουσικές. Ανοίγματα που σε βάθος χρόνου είχαν θετικές και αρνητικές πτυχές. Από τη μια γιατί εμπλούτιζαν τα ακούσματα των ανθρώπων και τους συντόνιζαν με τον έξω κόσμο κι απ’ την άλλη γιατί αλλοίωναν το μουσικό τους αισθητήριο που είχε διαμορφωθεί σε βάθος πολλών αιώνων και μετέφερε αυτούσια τα στοιχεία ενός παλιού, δοκιμασμένου και πλασμένου κοντά στη φύση πολιτισμού. Όμως, κι αυτό ήταν αναπόφευκτο. Οι καιροί συνέχιζαν να αλλάζουν χωρίς να μας ρωτάνε.

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!