Οι ισοπεδωμένες πόλεις προσμένουν τους καινούριους οικοδόμους. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Τούτες τις φωτεινές μέρες του Δεκέμβρη, λες κι ο χειμωνιάτικος ήλιος βάλθηκε να μας ξεγελάσει με τις συχνές του εμφανίσεις, μήνυμα απατηλό να στείλει, πως τάχατες η άνοιξη, όπου να’ ναι, σε λίγο, ξεπροβάλλει.
Τούτες τις μέρες η σύγκλητος φόρεσε και πάλι τα γιορτινά της. Ραβδούχοι, απελεύθεροι, καταδότες, επαίτες, συναθροίστηκαν στην αγορά, στους δρόμους, στις πλατείες. Ύπατοι και πραίτορες φόρεσαν τ’ ακριβά κοστούμια, τις πλουμιστές γραβάτες κι ανυπόμονα κοιτάνε τα ρολόγια τους. Η τριανδρία όπου να’ ναι καταφθάνει από τη Ρώμη κομίζοντας εντολές και συμβουλές από της αυτοκράτειρας κατευθείαν το στόμα. Τι τιμή στ’ αλήθεια! Της τριανδρίας ο άρχων και της επαρχίας ο ηγεμών στάθηκε με περίσσια συστολή μπροστά στους αυλικούς. Άκουσε με περισυλλογή τις διαταγές, τις παραινέσεις, την οργισμένη, μα δίκαιη, αγανάκτηση της Άγιας Ρώμης για τη ραστώνη των ιθαγενών. Κι ο συνετός «τραπεζίτης», σκύβοντας την κεφαλή, πρόφερε ένα αιδήμον: Μάλιστα! Κι ύστερα ψέλλισε: Οι επιθυμίες της μεγαλειοτάτης είναι για μας διαταγές!
Και να που η πομπή έφτασε! Τώρα με μεγαλοπρέπεια, σαν που ταιριάζει σε ρωμαϊκή τριανδρία, οι άρχοντες δρασκέλισαν αργά, νωχελικά, τα μαρμαρένια σκαλοπάτια της συγκλήτου. Βέβαια φόβος κανείς δεν υπήρχε, μήπως κάποιος Αρτεμίδωρος πλησιάσει από τον όχλο -άλλωστε ο όχλος είχε απωθηθεί βίαια από τους ραβδούχους- γράμμα να φέρει με προειδοποίηση σοβαρή για τα σπουδαία πράγματα που όλους ενδιαφέρουν: Πως πάνω από όλα οι ηγέτες πρέπει να φοβούνται των Μαρτίων Ειδών την ημέρα. Άλλωστε ο Καίσαρας που θα έλεγε: «Εγώ θα προχωρήσω γιατί οι δειλοί πολλές φορές πεθαίνουν πριν πεθάνουν, ενώ ο γενναίος μια φορά γεύεται το θάνατο», δεν βρίσκεται ανάμεσα στους καλοθρεμμένους συγκλητικούς.
Τώρα η τριανδρία περικυκλωμένη από κάθε λογής κόλακες, γραφιάδες κακομοίρηδες, ικέτες λεπτεπίλεπτους που εκλιπαρούν για μια θεσούλα, έστω και σε τηλεπαράθυρο, έφτασε στο περιστύλιο. Εκεί, ο πλέον ευτραφής της παρέας , γύρισε προς το συγκεντρωμένο πλήθος κι εκτόξευσε τα εμέσματά του, συνήθεια παλιά του φημισμένου άρχοντα.
Κάποιοι από το πλήθος προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν. Οι ραβδούχοι όμως, κι ανάμεσά τους και πολλοί απελεύθεροι, εξαφάνισαν με μιας κάθε αντίθετη φωνή. Αλίμονο! Ο συγκλητικός λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι αυθεντικός. Δεν φταίει αυτός αν τον αδικεί το παρουσιαστικό του. Άλλωστε η αλήθεια είναι πικρή κι αυτός που την αρθρώνει γίνεται αντιπαθής. Μόνον οι κομμουνιστές δεν συμπαθούν της Ρώμης την αίγλη. Όσο για τους άλλους, τους φασίστες και τους ανόητους εύκολα τους βρίσκει κανείς στ’ αναπαυτικά έδρανα της συγκλήτου να έχουν αποθέσει τα χοντρά τους οπίσθια.
Επιτέλους, έφτασε στα κυβερνητικά έδρανα ο θεόσταλτος ηγέτης, «ασυνείδητος, ήσυχος, κι ευτυχής…». Εκεί, με κινήσεις αργές και μεγαλόπρεπες, ξετύλιξε τον πάπυρο με της Αγίας Ρώμης τα κελεύσματα.
Πριν αρχίσει, όμως, την ανάγνωση επεσήμανε την προσοχή των συγκλητικών: Χρόνο πολύ για χάσιμο δεν έχουμε, ω συγκυβερνήτες, γι’ αυτό ανοίξτε διάπλατα τ’ αφτιά σας. Μια και μόνον μια φορά, η φωνή μου θ’ ακουστεί. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε. Ύστερα κουρασμένος από το ταξίδι του στη Ρώμη, αποσύρθηκε παρέα με των εντυπώσεων την ηδονή κι έτσι δεν άκουσε μια βοή, απαίσια βοή, τη σκάλα ν’ ανεβαίνει, λες και το ηφαίστειο που παρακολουθεί αμίλητο της παρακμής μας το γιγάντεμα, αποφάσισε να μιλήσει.
Ποιος ξέρει; Όμως, όποια κι αν είναι του ηφαιστείου η συμπεριφορά, η λάβα των συγκλητικών ερημώνει και τις πόλεις μας και τις ψυχές μας. Τα κτίσματα της χτεσινής πολυτέλειας υψώνονται σήμερα αποκρουστικοί σκελετοί.
Σύντροφοι, οι ισοπεδωμένες πόλεις προσμένουν τους καινούριους οικοδόμους. Άραγε, πώς θα φαντάζουν οι σιλουέτες των καινούριων σπιτιών. Και τι είδους μελωδίες θα ξεχύνονται από τα ολάνοιχτα παράθυρα; Οι ήλιοι του μέλλοντος, αν είναι τεράστιοι, τότε έχουμε ανάγκη από ανάλογα μάτια που ν’ αντέχουν το ανελέητο μαστίγωμά του. Σύντροφοι, οι αρχιτέκτονες του αύριο πρέπει τις φόρμες τις καινούριες να πλάσουνε, έτσι είναι σίγουρο πως θα φτάσουμε της ζωής τον καλπασμό.
Τούτες τις μέρες η σύγκλητος φόρεσε και πάλι τα γιορτινά της. Ραβδούχοι, απελεύθεροι, καταδότες, επαίτες, συναθροίστηκαν στην αγορά, στους δρόμους, στις πλατείες. Ύπατοι και πραίτορες φόρεσαν τ’ ακριβά κοστούμια, τις πλουμιστές γραβάτες κι ανυπόμονα κοιτάνε τα ρολόγια τους. Η τριανδρία όπου να’ ναι καταφθάνει από τη Ρώμη κομίζοντας εντολές και συμβουλές από της αυτοκράτειρας κατευθείαν το στόμα. Τι τιμή στ’ αλήθεια! Της τριανδρίας ο άρχων και της επαρχίας ο ηγεμών στάθηκε με περίσσια συστολή μπροστά στους αυλικούς. Άκουσε με περισυλλογή τις διαταγές, τις παραινέσεις, την οργισμένη, μα δίκαιη, αγανάκτηση της Άγιας Ρώμης για τη ραστώνη των ιθαγενών. Κι ο συνετός «τραπεζίτης», σκύβοντας την κεφαλή, πρόφερε ένα αιδήμον: Μάλιστα! Κι ύστερα ψέλλισε: Οι επιθυμίες της μεγαλειοτάτης είναι για μας διαταγές!
Και να που η πομπή έφτασε! Τώρα με μεγαλοπρέπεια, σαν που ταιριάζει σε ρωμαϊκή τριανδρία, οι άρχοντες δρασκέλισαν αργά, νωχελικά, τα μαρμαρένια σκαλοπάτια της συγκλήτου. Βέβαια φόβος κανείς δεν υπήρχε, μήπως κάποιος Αρτεμίδωρος πλησιάσει από τον όχλο -άλλωστε ο όχλος είχε απωθηθεί βίαια από τους ραβδούχους- γράμμα να φέρει με προειδοποίηση σοβαρή για τα σπουδαία πράγματα που όλους ενδιαφέρουν: Πως πάνω από όλα οι ηγέτες πρέπει να φοβούνται των Μαρτίων Ειδών την ημέρα. Άλλωστε ο Καίσαρας που θα έλεγε: «Εγώ θα προχωρήσω γιατί οι δειλοί πολλές φορές πεθαίνουν πριν πεθάνουν, ενώ ο γενναίος μια φορά γεύεται το θάνατο», δεν βρίσκεται ανάμεσα στους καλοθρεμμένους συγκλητικούς.
Τώρα η τριανδρία περικυκλωμένη από κάθε λογής κόλακες, γραφιάδες κακομοίρηδες, ικέτες λεπτεπίλεπτους που εκλιπαρούν για μια θεσούλα, έστω και σε τηλεπαράθυρο, έφτασε στο περιστύλιο. Εκεί, ο πλέον ευτραφής της παρέας , γύρισε προς το συγκεντρωμένο πλήθος κι εκτόξευσε τα εμέσματά του, συνήθεια παλιά του φημισμένου άρχοντα.
Κάποιοι από το πλήθος προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν. Οι ραβδούχοι όμως, κι ανάμεσά τους και πολλοί απελεύθεροι, εξαφάνισαν με μιας κάθε αντίθετη φωνή. Αλίμονο! Ο συγκλητικός λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Είναι αυθεντικός. Δεν φταίει αυτός αν τον αδικεί το παρουσιαστικό του. Άλλωστε η αλήθεια είναι πικρή κι αυτός που την αρθρώνει γίνεται αντιπαθής. Μόνον οι κομμουνιστές δεν συμπαθούν της Ρώμης την αίγλη. Όσο για τους άλλους, τους φασίστες και τους ανόητους εύκολα τους βρίσκει κανείς στ’ αναπαυτικά έδρανα της συγκλήτου να έχουν αποθέσει τα χοντρά τους οπίσθια.
Επιτέλους, έφτασε στα κυβερνητικά έδρανα ο θεόσταλτος ηγέτης, «ασυνείδητος, ήσυχος, κι ευτυχής…». Εκεί, με κινήσεις αργές και μεγαλόπρεπες, ξετύλιξε τον πάπυρο με της Αγίας Ρώμης τα κελεύσματα.
Πριν αρχίσει, όμως, την ανάγνωση επεσήμανε την προσοχή των συγκλητικών: Χρόνο πολύ για χάσιμο δεν έχουμε, ω συγκυβερνήτες, γι’ αυτό ανοίξτε διάπλατα τ’ αφτιά σας. Μια και μόνον μια φορά, η φωνή μου θ’ ακουστεί. Όποιος πρόλαβε τον Κύριον είδε. Ύστερα κουρασμένος από το ταξίδι του στη Ρώμη, αποσύρθηκε παρέα με των εντυπώσεων την ηδονή κι έτσι δεν άκουσε μια βοή, απαίσια βοή, τη σκάλα ν’ ανεβαίνει, λες και το ηφαίστειο που παρακολουθεί αμίλητο της παρακμής μας το γιγάντεμα, αποφάσισε να μιλήσει.
Ποιος ξέρει; Όμως, όποια κι αν είναι του ηφαιστείου η συμπεριφορά, η λάβα των συγκλητικών ερημώνει και τις πόλεις μας και τις ψυχές μας. Τα κτίσματα της χτεσινής πολυτέλειας υψώνονται σήμερα αποκρουστικοί σκελετοί.
Σύντροφοι, οι ισοπεδωμένες πόλεις προσμένουν τους καινούριους οικοδόμους. Άραγε, πώς θα φαντάζουν οι σιλουέτες των καινούριων σπιτιών. Και τι είδους μελωδίες θα ξεχύνονται από τα ολάνοιχτα παράθυρα; Οι ήλιοι του μέλλοντος, αν είναι τεράστιοι, τότε έχουμε ανάγκη από ανάλογα μάτια που ν’ αντέχουν το ανελέητο μαστίγωμά του. Σύντροφοι, οι αρχιτέκτονες του αύριο πρέπει τις φόρμες τις καινούριες να πλάσουνε, έτσι είναι σίγουρο πως θα φτάσουμε της ζωής τον καλπασμό.
Σχόλια