Στη λέξη «δουλεια» ο τόνος μπαίνει στο «α»
της Σταματίας Καλλιβωκά
Είσαι νέος. Σου αρέσουν τα νέα ξεκινήματα και θες να είσαι ανεξάρτητος.
Έχεις άπλετη όρεξη για δουλειά, έχεις δεν έχεις προϋπηρεσία.
Παίρνεις λοιπόν εφημερίδες, δικτυώνεσαι ηλεκτρονικά και κοινωνικά, περιφέρεις τον καλύτερό σου εαυτό από πόρτα σε πόρτα.
Ταλαιπωρείσαι λίγο έως πολύ (ζούμε στην εποχή που μπαίνει ΦΠΑ στην Παιδεία, όσο για την ανεργία, αυτή έχει πλέον εδραιωθεί) αλλά τελικά βρίσκεις κάτι.
Δεν έχει σημασία αν σου αρέσει αυτό το «κάτι», είναι δουλειά. Σού πληρώνει το νοίκι και το φαγητό. Άσε που «η δουλειά είναι ζωή» όπως μού είπε κάποιος που έχει ζήσει την αγορά εργασίας, σε κάθε έκφανσή της.
Πας λοιπόν να ξεκινήσεις, με την αισιοδοξία σου να έχει χτυπήσει κόκκινο και τις αντοχές σου στην πιο καλή τους κατάσταση. Είσαι αποφασισμένη/ος, σου δόθηκε η ευκαιρία, θα τα καταφέρεις.
Φυσικά, τα εργασιακά δικαιώματα τα θεωρείς δεδομένα.
Ξέρεις, αυτά που πριν από χρόνια άνθρωποι αγωνίστηκαν για να τα κατακτήσουν…
Το αφεντικό σου βάζει τα γέλια, μπροστά στις «αθώες» και «εκτός εποχής» πεποιθήσεις σου.
«Ρεπό; Ρεπό θα πάρουμε μόλις πεθάνουμε!» λέει η συνάδελφος και ξαφνικά σε διακατέχει μία επιθυμία να εξαφανιστείς σε άγνωστη κατεύθυνση…
Όμως μένεις, γιατί αντέχεις. Τι να γίνει; Είναι μαζικό το φαινόμενο.
Μήνες μετά, αφού έχεις κάνει υπερωρίες και δεν έχεις πάρει κανένα ρεπό, νιώθεις πως δεν αντέχεις να δώσεις κάτι παραπάνω από μηχανικές κινήσεις, από ψεύτικα χαμόγελα και υπομονή που εξαντλείται.
Ένα θέατρο του παραλόγου χωρίς καμία προοπτική εξέλιξης και με ένα ενοίκιο που πληρώνεται και δεν πληρώνεται.
Και όλα αυτά για κάτι πιο λίγο από το βασικό μεροκάματο. Είπαμε, πλέον δεν υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα.
Οι μέρες περνούν και ξεχνάς τον παλιό σου εαυτό. Πώς ήταν να είσαι ανέμελος, αισιόδοξος, έτοιμος να παλέψεις.
Συνειδητοποιείς πως πρέπει να πέσει η αυλαία στο θέατρο αυτό του παραλόγου.
Άνθρωποι ζητούν εργασία και άλλοι άνθρωποι επιτελούν την εργασία δέκα επιπλέον ατόμων, ενώ θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμοι όλοι.
Ένας άνθρωπος για πολλά διαφορετικά πόστα, να παρέχει κέρδος στον επιχειρηματία, ο οποίος δεν θέλει να φορολογηθεί, έτσι ξεχνά πως υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα, ή επιθυμεί να ξεχνά.
Είσαι νέος και ο οργανισμός σου έχει εξαντληθεί σαν να μην έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου.
Κάπως έτσι αποφασίζεις να αποχωρήσεις από το σύστημα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και να αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι ανθρώπινα όχι μόνο στους άλλους, αλλά και σε εσένα.
Γιατί οι δυνατότητές μας δεν είναι ανεξάντλητες.
Και γιατί σίγουρα στη λέξη «δουλεια», ο τόνος πάει στο «α».
Δεν το βάζεις κάτω, πας στην επόμενη δουλειά, γιατί όπως μού είπε ένα άλλο πρόσωπο που ξέρει την αγορά εργασίας «όποιος ψάχνει βρίσκει».
Ένας άλλος εργοδότης αυτή τη φορά, που για να του παρέχεις υπηρεσίες πρέπει να είσαι ψυχολόγος/ ψυχίατρος/ θηριοδαμαστής.
Ναι, καλά κατάλαβες, είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν να συμπεριφέρονται και μετατρέπουν τον τόπο εργασίας σου σε σωστό μαρτύριο, επειδή «απλά είχαν νεύρα» και «οφείλεις να το σεβαστείς αυτό». Συχνό φαινόμενο.
Επιστροφή στην εφημερίδα μετά από κατάθλιψη και νευρικό κλονισμό.
Καινούργια δουλειά.
Αυτή τη φορά χωρίς νεύρα, χωρίς υπερωρίες, ιδανικά.
Υπάρχει όμως ένα ζήτημα. Δεν πληρώνεσαι. Κάνεις εθελοντισμό εν αγνοία σου, καθώς για μία εβδομάδα είσαι δοκιμαστικός – ή και μετά απλώς δεν κάνεις για τη θέση, όχι γιατί δεν προσπάθησες, αλλά γιατί «το μέρος αυτό έχει σύστημα να πληρώνει τους βασικούς εργαζομένους και να παίρνει δοκιμαστικά άτομα ανά εβδομάδα που δεν τα πληρώνει».
Κάπως έτσι, αποφασίζεις να πάρεις τα βουνά, ενώ θες να δουλέψεις χωρίς όμως να είσαι δούλος.
Πού ξέρεις, ίσως εκεί να βρεις τα εργασιακά δικαιώματα που εξαφανίστηκαν από ανθρώπους που απαιτούν σεβασμό αλλά δεν σέβονται τελικά κανένα δικαίωμα και αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους σαν να είναι ρομπότ.
Καλά, μας δουλεύετε;