Το 1996 ο ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ έδωσε μια διάλεξη στο Λονδίνο με θέμα Πολιτικές της ταυτότητας και Αριστερά. Από τότε έχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια και η συζήτηση οφείλει πάντα να συμπεριλαμβάνει τις αλλαγές που έχουν συμβεί. Όχι μόνο «υλικά» αλλά και στο πεδίο του διανοητικού κλίματος, των ιδεών, των πολιτικών επιλογών. Φαίνεται όμως ότι αρκετά από τα σημεία που θίγονται στο παρακάτω απόσπασμα παραμένουν σημαντικά και σύγχρονα, ενώ ταυτόχρονα προβληματίζουν και για το πώς μπορούν να εξελιχθούν τάσεις και δυναμικές:
«Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά, υπάρχει μία αυξανόμενη τάση να βλέπουμε την Αριστερά κυρίως ως έναν συνασπισμό μειονοτικών ομάδων, λόγω φυλής, γένους, σεξουαλικότητας ή άλλων πολιτιστικών προτιμήσεων και τρόπου ζωής, ακόμα και οικονομικών μειονοτήτων όπως έχει πια γίνει η παλιά καλή βιομηχανική εργατική τάξη. Παρόλο που σαν γεγονός είναι κατανοητό, δεν παύει να είναι επικίνδυνο, τουλάχιστον γιατί οι πλειοψηφίες που κερδίζουν δεν είναι το ίδιο με τις μειοψηφίες που αθροίζονται.
Καταρχήν να επαναλάβω: Οι ομάδες ταυτότητας δημιουργούνται από αυτές, γι’ αυτές και για κανέναν άλλον. Οποιοσδήποτε συνασπισμός τέτοιων ομάδων που δεν συγκροτείται πάνω σε μια κοινή βάση στόχων και αξιών, έχει ad hoc ενότητα, μια προσωρινή συμμαχία στον πόλεμο ενάντια ενός κοινού εχθρού. Όταν δεν έχουν λόγο να είναι πλέον μαζί, χωρίζουν. Σε κάθε περίπτωση, ως ομάδες ταυτότητας, δεν δεσμεύονται στην Αριστερά παρά μόνο για να κερδίσουν υποστήριξη στους στόχους τους, όποτε μπορούν. Θεωρούμε τη γυναικεία χειραφέτηση ως μια υπόθεση που έχει στενή σχέση με την Αριστερά, και σίγουρα έτσι είναι από την αρχή του σοσιαλισμού, ακόμα και πριν τους Μαρξ και Ένγκελς. Ωστόσο, ιστορικά, το βρετανικό κίνημα των Σουφραζετών, πριν το 1914, ήταν ένα κίνημα και των τριών πολιτικών κομμάτων. Η πρώτη γυναίκα βουλευτής, από όσο γνωρίζουμε, ήταν στην πραγματικότητα από τη συντηρητική παράταξη.
Δεύτερον, όποια και να είναι η ρητορική τους, τα κινήματα και οι οργανώσεις πολιτικής ταυτότητας κινητοποιούν μόνο μειονότητες, σε κάθε περίπτωση προτού αποκτήσουν τη δύναμη του εξαναγκασμού και του νόμου. Επί τη ευκαιρία, αυτό μας δίνει δύο ρεαλιστικούς λόγους για να είμαστε ενάντιοι στις πολιτικές ταυτότητας. Χωρίς εξωτερική πίεση ή εξαναγκασμό, υπό κανονικές συνθήκες, σπάνια κινητοποιούν πάνω από μία μειονότητα – ακόμα και μέσα στην ομάδα στόχο… Ο άλλος λόγος είναι ότι το να αναγκάζεις τους ανθρώπους να υιοθετήσουν μία και μόνο ταυτότητα, προκαλεί διάσπαση του ενός από του άλλου. Γι’ αυτό και τελικά αυτές οι μειονότητες απομονώνονται.
Σήμερα, τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά έχουν φορτωθεί με πολιτικές ταυτότητας. Δυστυχώς για την Αριστερά είναι ασυνήθιστα μεγάλος ο κίνδυνος να καταλήξει μια απλή συμμαχία μειονοτήτων. Η απόρριψη των μεγάλων οικουμενικών συνθημάτων του Διαφωτισμού, που ήταν ουσιώδη συνθήματα για την Αριστερά, δεν της δίνει τη δυνατότητα να σχηματίσει έναν κοινό τόπο συμφερόντων που θα διαπερνά τα όρια όλων των κατηγοριών. Το μόνο ίσως από τα λεγόμενα “νέα κοινωνικά κινήματα” που ξεπερνάει αυτά τα όρια είναι αυτό των οικολόγων.»