Ταυτόχρονα, οι «διεθνείς επενδυτές» έβαλαν ήδη στο στόχαστρο το Βέλγιο, χώρα της στενής γερμανικής επιρροής, που διατηρεί ένα δημόσιο χρέος ίσο με το 100% του ΑΕΠ και κυρίως ένα εξαιρετικά αδύναμο πολιτικό σύστημα, αφού δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση από τον περασμένο Απρίλιο. Η δε Γαλλία, κινδυνεύει να αρχίσει να πληρώνει πολύ ακριβά το δημόσιο χρέος, αν η οικονομία της υστερήσει πολύ της γερμανικής, η οποία σημειώνει ρυθμό μεγέθυνσης 3,5% φέτος. Επίσης, υπάρχει το εσωτερικό χρέος της ίδιας της Γερμανίας: 1 τρισ. ευρώ των κρατιδίων και 600 δισ. των δήμων, μεγέθη τέτοια που υπόκεινται στην αξιολόγηση των διεθνών εταιριών.
Τα σενάρια δίνουν και παίρνουν στον ευρωπαϊκό Τύπο. Άλλοι μιλούν για διάλυση της ευρωζώνης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με τη δημιουργία μιας ομάδας των ελλειμματικών μεσογειακών χωρών συν την Ιρλανδία και μιας ομάδας των βορειοευρωπαϊκών πλεονασματικών χωρών γύρω από τη Γερμανία και φυσικά για δύο νομίσματα. Άλλοι συμβουλεύουν τη Γερμανία να «τα δώσει όλα» για να κρατήσει εν ζωή την ευρωζώνη, αλλά αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, βεβαίως με το αζημίωτο, καθότι δανείζοντας εισπράττει έναν καθόλου ευκαταφρόνητο τόκο (μόνο από την Ελλάδα θα εισπράττει 600 εκατ. ευρώ ετησίως) από τους εργαζόμενους των χωρών που υπόκεινται στα μέτρα λιτότητας, ενώ μένει και με το κέρδος της διάλυσης του κοινωνικού κράτους και των ιδιωτικοποιήσεων που ανοίγουν περαιτέρω προοπτικές στις γερμανικές εταιρίες και μάλιστα με όρους αποικιακούς.
Τι γνωρίζουν οι Γερμανοί
Οι Γερμανοί ιθύνοντες γνωρίζουν βεβαίως πολύ καλά ότι είναι άκρως ωφελημένη η Γερμανία από την ευρωζώνη, όπως επίσης ότι τυχόν έξοδος απ’ αυτήν θα σήμαινε αυτομάτως μια ανατίμηση του νομίσματός της τουλάχιστον κατά 30% και τότε θα έπρεπε να πει αντίο στην εξαγωγική της δυναμική (Spiegel online 30/6) και να αντιμετωπίσει μια τεράστια ανεργία. Δεύτερον, μέσα στην ευρωζώνη και στην Ε.Ε. γενικότερα διαθέτει μεγάλη δομική πολιτική ισχύ, που σημαίνει ότι επηρεάζει πέραν των συμβατικών κανόνων λήψης αποφάσεων, ενώ μέλη της πολιτικής και οικονομικής της ελίτ καταλαμβάνουν ηγετικές ευρωπαϊκές θέσεις. Γερμανός είναι ο επικεφαλής του ευρωπαϊκού μηχανισμού «διάσωσης», Κλάους Ρέγκλινγκ. Ο Ούβε Κορζέπιους, σύμβουλος της Μέρκελ επί ευρωπαϊκών υποθέσεων, προορίζεται για γ.γ. του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Άξελ Βέμπερ, διοικητής της Bundesbank, προωθείται στην κορυφή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Εν ολίγοις, οι Γερμανοί δίνουν τον τόνο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Ωστόσο, παρά τα οφέλη διατηρούν επιφυλάξεις, ίσως γιατί γνωρίζουν την άλυτη φύση των ανισορροπιών που καλούνται να λύσουν ως ισχυρότερη οικονομία.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του γερμανικού Τύπου, η Α. Μέρκελ θέλει να εμποδίσει τον τρέχοντα μηχανισμό δανείων προς τις υπερχρεωμένες χώρες να γίνει μόνιμος και επεξεργάστηκε το δικό της σχέδιο για ένα «μόνιμο μηχανισμό δανεισμού» προς τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης μετά το 2013, στοιχεία του οποίου διέρρευσαν προ εβδομάδος και τα επιβεβαίωσε ο υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε σε συνέντευξή του. Είχε προηγηθεί η κατά κράτος υποχώρηση του Ν. Σαρκοζί στην Ντοβίλ, όπου δέχτηκε τη γερμανική πρόταση να αναλάβουν υποχρεώσεις οι ιδιώτες πιστωτές και την πιθανότητα χρεοκοπίας μιας αναξιόχρεης χώρας. Η Γαλλία σύρθηκε πίσω από τη Μέρκελ για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Η Α. Μέρκελ επιθυμεί να αντικατασταθεί ο τρέχων μηχανισμός το 2013 με έναν άλλο που θα ενσωματωθεί το επόμενο έτος στη Συνθήκη της Λισσαβόνας. Το σχέδιο θα το παρουσιάσει εντός των ημερών ο Β. Σόιμπλε στο Eurogroup και τον Δεκέμβριο θα εισαχθεί προς έγκριση στη σύνοδο κορυφής.
Αυταπάτες ή…
Σε εμπιστευτικό έγγραφο (Spiegel 22/11) αναφέρεται ότι ο μηχανισμός αυτός σχεδιάζεται έτσι ώστε να υπάρχει «δίκαιη εξισορρόπηση συμφερόντων ανάμεσα στις οφειλέτριες χώρες και στους ομολογιούχους πιστωτές» και να αποφεύγονται οι «συστημικές επιδράσεις» στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στη νομισματική ένωση. ‘Όλα τα νέα ομόλογα στην ευρωζώνη θα περιέχουν «ρήτρα αναδιάρθρωσης του χρέους» αρχίζοντας από το 2013.
Ο στόχος είναι να επιτυγχάνεται «νομικά δεσμευτική μεταβολή των όρων αποπληρωμής μέσω πλειοψηφικών αποφάσεων των πιστωτών εν όψει αδυναμίας πληρωμής των οφειλετών, ήτοι επιμήκυνση του χρόνου, μειώσεις επιτοκίων και αναστολή χρέους». Ο κορυφαίος διαπραγματευτής θα είναι ένας διακυβερνητικός θεσμός που θα είναι ταυτόχρονα και ο χρηματοδότης και θα παρέχει ρευστότητα στις αδύναμες χώρες. Ενώ τα χρήματα θα προέρχονται από δύο πηγές: έσοδα από ποινές των χωρών που παραβιάζουν επανειλημμένα το όριο του χρέους, καταβολή χρημάτων από χώρες της ευρωζώνης αντίστοιχου ύψους με τη συμμετοχή τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι όροι επιβολής λιτότητας που θα συνοδεύουν αυτό το μηχανισμό, θεσμοθετημένοι σε συνθήκη, θα επεκτείνουν τη συμπίεση των μισθών των Ευρωπαίων εργαζόμενων για απροσδιόριστο διάστημα στο μέλλον και θα καθιστούν ακόμη πιο μεγάλο το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας, πρωτίστως, και άλλων χωρών, όπως οι σκανδιναβικές που υποστηρίζουν με ενθουσιασμό τους Γερμανούς.
Αντίρροπες τάσεις
Ωστόσο, δεν μπορεί να μην επισημανθεί ότι η βούληση της Γερμανίας να διατηρήσει τη δέσμευσή της στην ευρωζώνη επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, οικονομικούς αλλά και πολιτικούς. Προς το παρόν η Μέρκελ λέει ότι «ο τρόπος που χειριζόμαστε το σταθερό ευρώ θα καθορίσει την υγεία της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, το μέλλον της Ε.Ε. και το μέλλον της Γερμανίας» (δήλωση σε κλειστή συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της), όμως, παγκόσμιες και εσωτερικές εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν τους προσανατολισμούς της.
Στο εσωτερικό, γίνονται προσφυγές κατά των οικονομικών υποχρεώσεων που αναλαμβάνει η Γερμανία μέσω του μηχανισμού στήριξης ως αντισυνταγματικών, και η λιτότητα εις βάρος των εργαζομένων αυξάνει τον ευρωσκεπτικισμό, εφόσον η οικονομικά πλεονεκτική θέση της Γερμανίας στην Ε.Ε. δεν αντανακλάται στη ζωή των απλών ανθρώπων και τα κέρδη των τραπεζών και των επιχειρήσεων είναι προκλητικά.
Ο κυβερνητικός συνασπισμός χάνει τη δημοτικότητά του και η Α. Μέρκελ έχει να αντιμετωπίσει εκλογές σε κρατίδια τον επόμενο χρόνο. Ακόμη, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές, σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η Γερμανία δεν μπορεί εύκολα να αυξήσει τα πλεονάσματά της μέσα στην ευρωζώνη, όπου πέφτει το εισόδημα. Στο οικονομικό μέτωπο, σημειώνεται σταδιακή διαφοροποίηση του προορισμού των γερμανικών εξαγωγών, με δυναμική αύξησή τους προς την Κίνα, τη Βραζιλία και άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Ιδίως η αυτοκινητοβιομηχανία εξαρτάται τώρα πιο πολύ από την Κίνα, όπου η Volkswagen πουλά περισσότερα αυτοκίνητα από ό,τι στη Γερμανία και η Daimler πραγματοποιεί το ¼ των πωλήσεών της μόνο στην κινεζική αγορά.
Συνολικά το πρώτο εξάμηνο του 2010 οι γερμανικές εξαγωγές προς μη ευρωπαϊκές χώρες (Ε.Ε.) αυξήθηκαν κατά 26,2%, προς τη Βραζιλία κατά 61,3%, την Κίνα κατά 55,5% και την Τουρκία κατά 38,8% έναντι του 12% προς χώρες της Ε.Ε. και 10, 9% προς την ευρωζώνη (Γερμανική Στατιστική Υπηρεσία). Εκτιμάται ότι το 2016 η Κίνα θα είναι ο κορυφαίος πελάτης για τις γερμανικές εξαγωγές.
Αντιπαλότητες και ανταγωνισμοί
Αυτή η νέα κατάσταση ίσως προκαλεί τάσεις αποσύνδεσης από την Ευρώπη. Μπορεί, όμως, η Γερμανία να επιπλεύσει, σε ενδεχόμενη κατάρρευση της ευρωζώνης, σ’ έναν κόσμο που γίνεται όλο και λιγότερο ευρωκεντρικός, όταν τα οφέλη που μετρά από το ευρώ είναι μεγάλα και στο πλαίσιό του «έχει στο χέρι» τους εταίρους της; Και πώς θα χειριστεί τις νέες αντιπαλότητες και ανταγωνισμούς τόσο με την Κίνα όσο και με τις ΗΠΑ που γεννά η νέα εξαγωγική ισχύς της;
Οι Αμερικανοί έριξαν τις πρώτες προειδοποιητικές βολές με την πρόταση για πλαφόν πλεονασμάτων στην τελευταία σύνοδο του G20. Η Κίνα θα μπορεί να ανταγωνιστεί στο όχι πολύ μακρινό μέλλον τη Γερμανία στους σκληρούς τομείς της αεροναυπηγικής, της αυτοκινητοβιομηχανίας, των τρένων υψηλής ταχύτητας και της χημικής βιομηχανίας. Παράλληλα μια πιθανή επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας μπορεί να πλήξει σημαντικά τις γερμανικές εξαγωγές. Αν συνυπολογιστούν και γεωπολιτικές παράμετροι που ξεφεύγουν από τα πλαίσια του παρόντος άρθρου, κατανοεί κανείς ότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου μονοσήμαντα και όποιες λύσεις δοθούν σήμερα δεν σημαίνει ότι θα ισχύουν ακόμη και στο άμεσο μέλλον.