Η πανδημία δοκίμασε ποικιλότροπα πολλά ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και την ίδια την Ε.Ε. που, αντί να συντονίσει στοιχειωδώς την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, καθόταν και κοίταζε τα μέλη της να μαλλιοτραβιούνται για μάσκες, αντισηπτικά και αναπνευστήρες… Την ίδια στιγμή τρίτες χώρες, όπως η Κούβα, η Κίνα, η Ρωσία κ.λπ., έστελναν βοήθεια στους εγκαταλειμμένους από την ανύπαρκτη ευρωκρατία λαούς της Ευρώπης. Το πρεστίζ όσων βοηθούσαν, ακόμη και ιδιοτελώς, ανέβαινε στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τόσο, όσο κατρακυλούσε η ήδη χαμηλή δημοτικότητα της Ε.Ε., η οποία αποκαλυπτόταν ως αυτό ακριβώς που είναι: άχρηστη και επιζήμια. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος από τους μέχρι τότε σε αφασία τελούντες «θεσμούς», σε συνδυασμό με την περαιτέρω βύθιση της οικονομίας ακόμη και μεγάλων κρατών μελών, οδήγησε σε μια προπαγανδιστική αντεπίθεση των ελίτ και της ευρωκρατίας, με διπλό στόχο: πρώτα την απαξίωση της βοήθειας τρίτων χωρών που τύχαινε να είναι και διεθνείς ανταγωνιστές (αποφάσιζε η Ουάσιγκτον γι’ αυτό), και έπειτα τη διαβεβαίωση ότι το «οικοδόμημα» θα σταθεί, έστω και καθυστερημένα, στο πλευρό των υπηκόων του.

Η υλοποίηση της διαβεβαίωσης υποτίθεται ότι θα ερχόταν με τη μορφή μιας γενναίας κοινοτικής επιδότησης ώστε τα κράτη μέλη και οι λαοί να ξανασταθούν στα πόδια τους. Αν και απέφευγαν αριστοτεχνικά να ορίσουν το ποσό, οι αρχικές δηλώσεις των προυχόντων της Ε.Ε. έδιναν μια ιδέα: π.χ. η επικεφαλής της ΕΚΤ, η Λαγκάρντ, μιλούσε για την ανάγκη έκτακτης βοήθειας ύψους 1,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ (που κι αυτό είναι επιεικώς ανεπαρκές – για του λόγου το αληθές αρκεί μια σύγκριση με τις κρατικές ενισχύσεις άλλων μεγάλων οικονομιών, που επίσης πλήττονται από την κρίση την οποία παρόξυνε η πανδημία). Εν πάση περιπτώσει, με το καλημέρα άρχισαν οι εκπτώσεις, που έφτασαν τελικά το 50%: η Κομισιόν, εκφράζοντας τον υποτιθέμενο συμβιβασμό μεταξύ των «σκληρών» με επικεφαλής τη Γερμανία (που δεν θεωρούσαν ότι η πανδημία είναι λόγος παρέκκλισης από τον ορντοφιλελευθερισμό) κι αυτών που ζητούσαν μια πιο «ευέλικτη» διαχείριση, πρότεινε ένα «Ταμείο Ανάκαμψης» με 500 δισεκατομμύρια σε μη επιστρεπτέες επιχορηγήσεις και 250 δισεκατομμύρια σε δάνεια. Γελοία ποσά μπροστά στις πολλαπλάσιες ανάγκες για οξυγόνο, που όμως δεν εμπόδισαν την ευρωκρατία να εμφανιστεί πανηγυρίζουσα. Ο Δρόμος ήταν μεταξύ αυτών που έγκαιρα επισήμαναν ότι ουσιαστικά δεν υπάρχει ούτε καν αυτή η καταρχήν συμφωνία, κι ότι οι όποιες ενισχύσεις θα συνοδεύονται από «μνημονιακού τύπου όρους προς τις οικονομίες του Νότου»**.

Κούφιοι πανηγυρισμοί

Στον ενάμιση μήνα που ακολούθησε ο καβγάς εντάθηκε. Το γερμανικό καρτέλ αμόλησε στην πρώτη γραμμή τα πιο φανατικά μέλη του (Αυστρία, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία), ενώ η Μέρκελ έμενε πιο πίσω ως τάχα πιο «συμβιβαστική». Έτσι φτάσαμε στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής όπου οι πάντες (πλην κ. Μητσοτάκη και λίγων ακόμη, που γνωρίζουν τη θέση τους: να περιμένουν μήπως πέσει κάποιο ψίχουλο) βροντούσαν χέρια στα τραπέζια, εκστόμιζαν απειλές, έφευγαν μέχρι να ξαναγυρίσουν κ.ο.κ. Δεδομένου ότι οι «ευέλικτοι και κοινωνικά ευαίσθητοι» είχαν επικεφαλής τους τον Μακρόν, αναμενόμενο ήταν η κακή πρόταση της Κομισιόν να γίνει ακόμη χειρότερη: τα 500 δισεκατομμύρια των μη επιστρεπτέων ενισχύσεων μειώθηκαν σε 390, και αντίστοιχα αυξήθηκαν, από 250 σε 360, τα δάνεια με μνημονιακούς όρους. Επιπλέον, για να συναινέσει έστω και σ’ αυτή την απόφαση, το βόρειο/γερμανικό καρτέλ ξανάνοιξε τη συζήτηση για το σύνολο του κοινοτικού προϋπολογισμού, αποσπώντας πρόσθετες εγγυήσεις για επιβολή light μνημονίων παντού, αλλά και «εκπτώσεις» στη συνεισφορά του σ’ αυτόν.

Κατόπιν τούτων, για ποιο λόγο ο Έλληνας πρωθυπουργός επέστρεψε κουρασμένος μεν αλλά ενθουσιασμένος, παραμένει άξιο απορίας. Ίσως η μοναδική εξήγηση να είναι η συνέχιση μιας μακράς παράδοσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που ξεκίνησε από τον Α. Παπανδρέου το 1983 και θέλει τον εκάστοτε πρωθυπουργό να επιστρέφει από τας Ευρώπας θριαμβευτής, με πακτωλούς χρημάτων στις βαλίτσες του. Κανείς δεν θέλει να θυμάται ότι ακριβώς «χάρη» σε όλα αυτά τα δηλητηριασμένα πακέτα δεκαετιών κατάντησε η Ελλάδα αποικία χρέους, με βαριά βιομηχανία τον… τουρισμό (ποιον τουρισμό;). Εν πάση περιπτώσει ο κ. Μητσοτάκης δεν ξεκίνησε καλά: «Παίρνουμε 70 δισεκατομμύρια» δήλωσε, χαμογελώντας ψευδόμενος, αφού ταχυδακτυλουργικά συμπεριέλαβε τα 38 δισεκατομμύρια που έτσι κι αλλιώς αναλογούσαν στην Ελλάδα ως το 2027 από τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Τι μένει; 32 δισεκατομμύρια, που θα δοθούν (εάν και εφόσον εφαρμοστεί ο σαθρός συμβιβασμός) όχι τώρα που πνιγόμαστε, αλλά σταδιακά από του χρόνου και ως το 2024. Η αρχική αναλογία (22,5 δισεκατομμύρια επιδοτήσεις και 9,5 δάνεια) έχει βέβαια αλλάξει προς το χειρότερο μετά την απόφαση: στην καλύτερη περίπτωση, η μη επιστρεπτέα ενίσχυση δεν θα υπερβεί τα 16,5 δισεκατομμύρια. Όπως άλλαξε (εδώ χωρίς τυμπανοκρουσίες…) και η αρχική διακήρυξη του κ. Μητσοτάκη ότι «δεν ενδιαφερόμαστε για δάνειο». Για ποιον ακριβώς λόγο είπαμε ότι πανηγυρίζουμε;

 

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!