του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Αν και η ματαίωση της ανάγκης ενδέχεται να οδηγήσει στην αποδοχή της πραγματικότητας, μόνο η ικανοποίηση της ανάγκης μπορεί να οδηγήσει στην αγάπη της πραγματικότητας». Rycroft (1956)
Ο RolloMay, ο μεγάλος υπαρξιστής ψυχολόγος, έγραψε πως οι μύθοι είναι το πιο σημαντικό όχημα για την παροχή νοήματος στη ζωή. Ίσως, γι’ αυτό ακριβώς, αυτή η εισήγηση επιλέγει να εκφραστεί μέσα από έναν μύθο, αφού, άλλοι φωναχτά, και άλλοι συγκαλυμμένα, άλλοι συνειδητά και άλλοι ανεπίγνωστα, διαπιστώνουμε ένα έλλειμμα νοήματος στη νεοελληνική συλλογικότητα.
«Οι μύθοι αποτελούν αφηγηματικά πρότυπα που δίνουν σημασία στην ύπαρξη μας», θα γράψει ο May το 1991, στο βιβλίο του «Η Κραυγή για τον Μύθο», και εξυπηρετούν τέσσερις πρωταρχικές λειτουργίες: α) παρέχουν μια αίσθηση ταυτότητας, β) παρέχουν μια αίσθηση κοινότητας, γ) στηρίζουν τις ηθικές μας αξίες, δ) προσφέρουν ένα μέσο αντιμετώπισης των μυστηρίων της δημιουργίας.
Και είναι εντυπωσιακό πραγματικά, ότι ο νεοέλληνας του καιρού μας, ο Οριακός άνθρωπος, όπως τον έχω ονομάσει, θα μπορούσε να οριστεί και ως ο άνθρωπος αυτών των τεσσάρων ελλείψεων. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να τεθεί και κάπως έτσι, συντομογραφικά: O Έλληνας των Μνημονίων είναι ο «άνθρωπος δίχως μύθο», ή για να είμαστε πιο ακριβείς, ο Αρνητής του Μύθου!
«Η δίψα για μύθους είναι μια δίψα για κοινότητα… Το να είναι κανείς μέλος της κοινότητας σημαίνει να συμμερίζεται τους μύθους της», θα ορίσει επίσης, ο May. Να λοιπόν μια άλλη ερμηνεία της απουσίας «κοινότητας» στον σύγχρονο κόσμο των μεμονωμένων «ξένων», στη σύγχρονη Ελλάδα της εσωτερικής ξενιτειάς. Φαίνεται πως δεν υπάρχουν πλέον μύθοι συστατικοί και συνεκτικοί της κοινότητας. Δεν υπάρχουν μύθοι, ικανοί να μας πάνε από το «εγώ» στο «εμείς».
Με τον τρόπο αυτό, αν για τον May «Η ίδια η επιβίωση εξαρτάται από την αντικατάσταση μύθων που απομονώνουν τους ανθρώπους , με μύθους που τους συνενώνουν», σήμερα πια, μπορούμε να πούμε ότι η επιβίωσή μας, στον τόπο αυτό, εξαρτάται από την «επανεφεύρεση» των μύθων.
Αλλά, τι είναι ο μύθος τελικά;
Ο μύθος, όπως περίπου και το παραμύθι, μοιάζει να είναι κάτι απλό. Μια ευκολόπεπτη ιστορία που απευθύνεται σε μικρά παιδιά. Ο «ώριμος και με αυτογνωσία» ναρκισσιστής της μεταπολίτευσης δεν είχε ανάγκη από άλλο μύθο, πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό. Ζούσε το μύθο του, στην Ελλάδα, όπως έλεγε και η γνωστή διαφήμιση του ΕΟΤ. Όμως, ο οριακός Μνημονιακός εαυτός θύμωσε πολύ, όταν αποκαλύφθηκε πως αυτός ο μύθος δεν ήταν και τόσο πραγματικός και αποφάσισε να καταγγείλει μια και καλή όλους τους μύθους ως ανύπαρκτους και να βολευτεί στην «ποικίλη δράση των α-στοχαστικών προσαρμογών» του.
Παρ’ όλα αυτά, παρά την πολεμική ενάντια στην κάθε «παραμυθία», ο μύθος, ακόμη και στην πιο απλοϊκή του μορφή, καταφέρνει να συνδέσει διάφορες ψυχικές ενέργειες και να απεικονίσει την αλληλεπίδρασή τους. Στην πραγματικότητα, κάθε μύθος είναι η συμπερίληψη, η σύμπτυξη, το «ρεζουμέ», της βαθιάς ανθρώπινης υπαρξιακής τραγωδίας. Γι’ αυτό και διατηρεί, κάπως, ακόμη τη διαχρονικότητά του, ώστε να μπορεί να συμβολίσει με επάρκεια, μια σημερινή τραγική κατάσταση. Γι’ αυτό, ίσως, και να καταδικάστηκε στη σιωπή από τον άνθρωπο της νεωτερικότητας, που αρνείται να «δει» την τραγικότητα της ύπαρξής του.
Ίσως γι’ αυτό αρκετοί επιμένουν, κάπως, να αιφνιδιάζονται από τη συσχέτιση, για παράδειγμα, της ψυχανάλυσης και των αρχαίων μύθων. Βολεύονται όμως, με την ιδέα ότι πρόκειται απλά για ένα «λεξι-δάνειο» όρων, που είναι απαραίτητο για να διευκολυνθεί η επιστημονική ορολογία. Γιατί τι παραπάνω από ένα δάνειο μιας λέξης μπορεί να είναι η ψυχαναλυτική αναφορά στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, της Κλυταιμνήστρας ή του Ορέστη; Αλλά, είναι άραγε τόσο τυχαίο και «εργαλειακό», ότι ο ίδιος ο Φρόιντ υιοθέτησε πρώτος αυτήν τη «μυθική» ορολογία;
Όχι βέβαια! Όπως υποστήριξε ο ψυχολόγος Paul Diel, «το σύμβολο διαθέτει μια πρωταρχική ψυχολογική πραγματικότητα». Μάλλον καλύτερα, η ιδιότητα του «συμβολίζειν» είναι μια φυσιολογική ψυχική ιδιότητα. Και οι μύθοι μας παρέχουν ακριβώς την ευκαιρία, να μελετήσουμε την άμεση αυτή συμβολιστική ψυχική ιδιότητα.
Ας αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη τη συνέπεια της δήλωσης αυτής. Τι συμβαίνει δηλαδή στον ψυχισμό, που αρνείται αυτήν του τη φυσιολογική ιδιότητα. Και τι είδους ψυχικός ακρωτηριασμός, τι είδους αναπηρία, είναι εν τέλει αυτή η άρνηση του μύθου.
Ας αφήσουμε επίσης στην άκρη, ότι το «σύν-βολο», συμβάλει. Δηλαδή, ενοποιεί, «βάζει μαζί», οικειοποιεί, σχετίζει, συστήνει σχέση, οικοδομεί κοινότητα, και άρα, η άρνησή του, δεν μπορεί παρά να σημαίνει την αλλοτρίωση-αποξένωση, την άρνηση της κοινότητας και της οικειότητας, την ά-σχετη ζωή.
Ας επιμείνουμε στη μελέτη της συμβολιστικής ιδιότητας, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια «μετάφραση». Μια μετάφραση στη σύγχρονη -ψυχολογική και όχι μόνο- γλώσσα, όλων όσων εκφράζονται με απλοποιημένο τρόπο στη μυθική αφήγηση.
Αυτά τα «όλα» που εκφράζονται στη μυθική αφήγηση, είναι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ανθρώπινη αγωνία, η μάχη, ενάντια σε ό,τι ο P. Diel oρίζει ως «αποπνευματοποίηση». Η μάχη, δηλαδή, ενάντια «στην αφαίρεση του “ιερού” χαρακτήρα (sacre) και του “πνευματικού” (spirituel) στοιχείου από το κάθε τι, και τη μετατροπή του σε κάτι το “κοινότοπο”, το “πεζό”, το “μη –πνευματικό”, σε “θάνατο ψυχής”», όπως το λέει ο ίδιος, σε πολλά σημεία του βιβλίου του. Είναι ό,τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «απο-ιεροποίηση» του ανθρώπινου προσώπου και έκπτωσή του σε κάποιο (ή κάποια) μονοδιάστατο προσωπείο. Με μια κουβέντα, αποπνευματοποιημένος άνθρωπος είναι ο αποπροσωποποιημένος άνθρωπος.
Εκείνο που αργήσαμε μάλλον να καταλάβουμε, εξαιτίας της Ναρκισστικής αυτο-μυθοποίησης που προηγήθηκε, αλλά και παρασυρμένοι από τη βολική τακτοποίηση των μύθων ως ιστοριών για μικρά παιδιά, ή ως διασκεδαστική-εργαλειακή ψυχολογική ορολογία, είναι ότι οι μύθοι μιλούν ουσιαστικά για την ανθρώπινη διπολική-διλημματική προοπτική: την εξελικτική ή εκπτωτική λειτουργία του ανθρώπινου ψυχισμού.
Ωστόσο, παρά την υπαινικτική μυθολογική ψυχαναλυτική ορολογία με την οποία εξοικειωθήκαμε εδώ και πολλά χρόνια, επιμένουμε ακόμη να θεωρούμε τον αγώνα του μυθικού ήρωα ως έναν ιστορικό αγώνα γεμάτο σπουδαίες περιπέτειες και εξαιρετικά κατορθώματα, ως οιονεί χολιγουντιανό κινηματογράφο, εκλαμβάνοντας το σύμβολο σχεδόν κυριολεκτικά, με αφαιρεμένες τις συμβολιστικές του ικανότητες.
Όμως, ο αγώνας του μυθικού ήρωα είναι στην πραγματικότητα ένας ψυχολογικός αγώνας. Δεν είναι μια σύγκρουση με εξωτερικούς εχθρούς, αλλά μια εσωτερική πάλη, που μπορεί να αναιρέσει οριστικά, ή να διακόψει προσωρινά, ή και να πυροδοτήσει την ανθρώπινη εξέλιξη. Είναι μια εσωτερική σύγκρουση, καθώς κάθε μυθικό πρόσωπο, όπως ορίζει ο Paul Diel, «διαθέτει ένα υπερσυνείδητο, ένα Εγώ και ένα υποσυνείδητο».
Ο μύθος λοιπόν, είναι μια υπαρξιακή, νοηματοδοτική πρόταση, που κινείται από το μακρινό παρελθόν στο άγνωστο μέλλον, και όχι μια νηπιακή εξιστόρηση κάποιου θρύλου. Δεν είναι ο μύθος «μια παιδιάστικη αλληγορία, σύμφωνη με την ελάχιστη κρίση μιας πρωτόγονης ψυχής». Ούτε «απλά καλλιτεχνικά δημιουργήματα που προέρχονται από απλοϊκές φαντασίες». Πολύ περισσότερο, δεν είναι μια απηρχαιωμένη στερεοτυπική ηθικολογία για πέταμα. Αλλά, ίσως ακόμη και αυτές οι ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις της νεωτερικής κοινωνίας μας για το μύθο και την ερμηνεία του, να αναδεικνύουν μάλλον τον απωθημένο φόβο μας για την ψυχο-αποκαλυπτική τους ικανότητα. Ίσως, να αναδεικνύουν το φόβο μας «μην τυχόν» αντιμετωπίσουμε την ανυπαρξία νοήματος.
Κάθε μύθος δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά η ανάλυση της «αμφιταλάντευσης» ανάμεσα στην απώθηση της ενοχής, από τη μία, ή στην εξιδανικευτική ομολογία της, από την άλλη. Και αυτή ακριβώς η διερευνητική «αμφιταλάντευση», είναι η ασύνειδη διαρκής και αδιάκοπη ενασχόληση κάθε ανθρώπου, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Αντιλαμβάνεται έτσι κανείς, ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο, ούτε αποτέλεσμα της αναγκαιότητας για μια «πιασάρικη» ορολογία, η υιοθέτηση από τη σύγχρονη ψυχολογία των μύθων, στην προσπάθεια της να αναλύσει τις ενδοψυχικές συγκρούσεις. Πρόκειται για τη συμβολιστική λειτουργία, έναν από τους εξωσυνειδητούς μηχανισμούς του ανθρώπινου ψυχισμού, όπως τον ορίζει ο P. Diel -που ξεκινάει ήδη από τη φροϋδική θεωρία και την ανάπτυξη του υπέρ-εγώ (hyperego), σε σχέση με το μύθο του Οιδίποδα και το Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα.
Οπότε, αν ένας μύθος μπορεί και έχει τέτοια ερμηνευτική ισχύ, γιατί να μην έχουν και οι υπόλοιποι; Γιατί να μην έχει ερμηνευτική ισχύ ο μύθος του Προμηθέα; Γιατί να μην έχει και ο μύθος του Ήφαιστου; Γιατί να μην έχει ερμηνευτική ισχύ ο μύθος του Οδυσσέα με τον Κύκλωπα Πολύφημο. Ο μύθος αυτός, στον οποίο ο Οδυσσέας αυτοπροσδιορίζεται ως «Ούτις», σύμφωνα με το Ομηρικό έπος ή «Κανένας», για να έρθουμε στο τρίτο σκέλος της τοποθέτησης.
Λοιπόν, καλά μου παιδιά, ο Οδυσσέας, ο διωκόμενος υπό των θεών, (οδύσσομαι: διώκομαι),ο οργισμένος, ο αγανακτισμένος, ο θυμωμένος (από την αρχαία λέξη οδύνη), συνεχίζοντας τον δρόμο προς τα πίσω, πέφτει πάνω στους Κύκλωπες. Ο Πολύφημος εγκλωβίζει τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του στη σπηλιά του ασυνείδητου. Ξέρουμε πια από την αποσυμβολοποίηση του Paul Diel, ότι το σπήλαιο, το αρχαίο άντρο, είναι το σύμβολο του ασυνείδητου. Εκεί, ο τρομερός κύκλωπας τρέφεται από τα στοιχεία της ψυχής του Οδυσσέα-τους συντρόφους του. Για την ακρίβεια, ο Οδυσσέας υποχρεώνεται να αποχωριστεί συγκεκριμένες πτυχές του εαυτού του. Να απαλλαγεί από τις πτυχές που τρέφουν τον μονόφθαλμο γίγαντα. Να απαλλαγεί από τις πτυχές του εαυτού του, που τροφοδοτούν τη μονοδιάστατη αντίληψή του για τα πράγματα. Να αλλάξει! Γιατί, τι άλλο συμβολίζει άραγε το μονόφθαλμο του Κύκλωπα, πέρα από μια μονοδιάστατη αντίληψη που επιμένει να κοιτάζει μονάχα μπροστά, σε μια αδιάκοπη γραμμική πρόοδο. Τόσο κοντά στο νεωτερικό πρόταγμα της αέναης προόδου. Έτσι κι αλλιώς, η ηθική γεννιέται όταν κοιτάς και δεξιά και αριστερά, πού βρίσκεται ο διπλανός σου. Όταν βλέπεις μονάχα τον μπροστινό σου, επιθυμείς να τον περάσεις ή να τον σπαράξεις και να τον καταβροχθίσεις, όπως ο Πολύφημος, με τη φοβερή φωνή («φθόγγον βαρύν»), που καταβρόχθιζε τους συντρόφους του Οδυσσέα. Αλλά και αυτός που έρχεται πίσω, το ίδιο θέλει να κάνει στον μπροστινό.
Αυτή η μονοδιάστατη αντίληψη, που δεν τον αφήνει να αντιληφθεί το πολυδιάστατο και την πολυπαραγοντικότητα της πραγματικότητας, προέρχεται από τον ωκεανό των συναισθημάτων. Γι’ αυτό και ο Πολύφημος είναι γιος του Ποσειδώνα.
Ο Οδυσσέας δεν έχει τη δύναμη να σκοτώσει τον Πολύφημο. Δεν μπορεί να τον σκοτώσει. Είναι μέρος του εαυτού του. Αλλά χρειάζεται να ξεμπερδεύει με τη μονοδιάστατη οπτική του. Γιατί αυτή η μονοδιάστατη οπτική, αυτή η μεγαλιθική οπτική, ανάλογη του όγκου των Κυκλώπειων τειχών, αφαιρεί από τον Οδυσσέα την ταυτότητά του. Μέσα στο ασυνείδητο, μέσα στη σπηλιά, ο Οδυσσέας τολμά να αυτοπροσδιορίζεται ως ο Κανένας. Και πρέπει να τυφλώσει τον Πολύφημο για να αποκαταστήσει τα ταυτοτικά του χαρακτηριστικά. Για να ξαναβρεί το όνομα του. Δεν υπάρχει, νομίζω, προβλεπτικότερος μύθος, που να αποσαφηνίζει με τέτοιο εκπληκτικό τρόπο την απώλεια της ταυτότητας, συναρτώντας την με την μονοδιάστατη, εργαλειακή και υπερμεγέθη πραγματικότητα. Όταν μπλέκει κανείς με μονόφθαλμους, γιγάντιους, Κύκλωπες, τα παθαίνει αυτά. Γίνεται ο Ού-τις, ο Κανένας, για να τη βγάλει καθαρή. Για να επιβιώσει, γίνεται ένας Ελάχιστος Εαυτός, για να θυμηθώ και τον αγαπημένο μου Κρίστοφερ Λας.
Πώς τον τυφλώνει; Πώς ξεμπερδεύει, δηλαδή, κανείς μ’ αυτό το στερητικό της ταυτότητας; Χρειάζεται να λειάνει, να πελεκήσει, να κάνει αιχμηρό ένα κλαδί ελιάς. Το ιερό σύμβολο δηλαδή, πρέπει να γίνει κάπως αιχμηρό. Και ακόμη, να καεί η αιχμή του από τη φωτιά. Δηλαδή, να αποκτήσει ένα βαθμό σκληρότητας που μπορεί να προσφέρει η φωτιά. Η φωτιά, η διάνοια, δηλαδή. Για την ακρίβεια, η αποπνευματοποιημένη, η χρησιμοθηρική, η τεχνολογική, θα έλεγε κανείς, διάνοια. Με άλλα λόγια, για να αποκαταστήσουμε τη χαμένη μας ταυτότητα, για να σταματήσουμε να είμαστε ο Κανένας, πρέπει να λειάνουμε και να σκληρύνουμε το ιερό μας, χρησιμοποιώντας τη διάνοια μας, και με αυτή, ακριβώς, την αιχμή, να ακυρώσουμε τη μονοδιάστατη αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Αναρωτιέμαι αν πραγματικά ο μύθος συναρτά την Ταυτότητα, με μια τέτοια αποκατάσταση του Ιερού.
Αλλά, η ιστορία μας έχει και συνέχεια. Γιατί η τύφλωση του Πολύφημου προκαλεί την οργή του Ποσειδώνα. Δηλαδή, η ακύρωση της μονοδιάστατης αντίληψής μας, προκαλεί μιαν ανεξέλεγκτη ταραχή στη συναισθηματική μας φύση. Οι παλιές σταθερές, που πρόσφεραν ασφάλεια, εγκαταλείπονται, και αυτό σίγουρα είναι μια ζόρικη και ριψοκίνδυνη ιστορία, για μεγάλα παιδιά. Αυτή η συναισθηματική αναταραχή, η τρικυμιώδης θάλασσα της ψυχής, θα είναι πάντα ένα εμπόδιο στην αποκατάσταση της ταυτότητας μας.
Υπάρχουν ακόμη μερικές λεπτομέρειες.
Ο Κύκλωπας, ο μονοδιάστατος άνθρωπος, ζει μόνος του. Ζει στην περίκλειστη ατομικότητά του. Στο νησί υπάρχουν και τα αδέρφια του, αλλά δεν συνιστά μαζί τους κανενός είδους κοινότητα. Η κοινότητα προϋποθέτει μιαν άλλη πολυδιάστατη οπτική, που οι Κύκλωπες, κάθε εποχής, δεν φαίνεται να διαθέτουν. Όταν ο Πολύφημος καλεί τα αδέλφια του σε βοήθεια, δεν τους αρκούν οι κραυγές του πόνου του, που ακούγονται μέσα από τη σπηλιά. Τους λέει ότι κάποιος τον τύφλωσε, αλλά εκείνοι αγνοούν την έκκλησή του. Τον ρωτούν, ποιος σε τύφλωσε; Ο Κανένας, απαντά ο δυστυχής Κύκλωπας. Αλλά, τι κρίμα, στη μονοδιάστατη, εργαλειακή λογική τους, δεν μπορεί να χωρέσει ότι τον τύφλωσε ο Κανένας. Και προτιμούν να υιοθετήσουν ως αληθή την τετράγωνη λογική τους και όχι τις οιμωγές του τρυματισμένου αδερφού. Και τον εγκαταλείπουν αβοήθητο. Σημειώστε ακόμη παρενθετικά, ότι στην κοινωνία των Κυκλώπων, δεν είναι μόνο όλα μεγάλα – όπως Αμερική – αλλά ακόμη, οι Κύκλωπες δεν καλλιεργούν τίποτα. Όλα τους τα δίνουν έτοιμα οι θεοί, ή μήπως άραγε παρασιτούν; Για να μην πω ότι ο Πολύφημος, είναι όπως το ορίζει η ετυμολογία του, ο διάσημος – έστω και της διασημότητας των δέκα πέντε λεπτών του Άντι Γουόρχολ – και μπλέξουμε και σε άλλα μονοπάτια.
Αξίζει, ωστόσο, να σημειώσω, αυτό που υποστηρίζει ο Καστοριάδης, που θεωρεί πως ο Όμηρος ονομάζει τέρας τον Πολύφημο («πέλωρ» είναι η λέξη που χρησιμοποιεί ο Όμηρος, «πέλωρ αθεμίστια ειδώς»), επειδή οι Κύκλωπες δεν διέθεταν «βουληφόρους αγοράς», δηλαδή συνελεύσεις, ούτε «θέμιστας», δηλαδή θεσμούς. Ήταν λοιπόν «αθέμιστοι» οι Κύκλωπες, χωρίς συνελεύσεις, θεσμούς και νομοθεσία, άρα τέρατα και είναι φανερό, ότι αυτό το τέρας τυφλώνει ο Οδυσσέας.
Ο Οδυσσέας, λοιπόν, με τους συντρόφους του, τις πτυχές του εαυτού του που διατηρεί, θα διαφύγει κρυμμένος κάτω από την κοιλιά των προβάτων. Θα πρέπει δηλαδή, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει την ταυτότητα, να τεθεί κάτω από τα πρόβατα. Και ο παραλληλισμός στην αθωωτική ιεραρχία, είναι νομίζω εμφανής.
Στο τέλος, ο οργισμένος Πολύφημος θα πετά στον Οδυσσέα ογκώδεις βράχους, τεράστιες πέτρες, για να αποτρέψει την αναχώρηση του πλοίου του. Θα εκσφενδονίσει προς τον Οδυσσέα όλους του «υλικούς πόθους» που θα μπορούσαν να τον σαγηνεύσουν για να βυθιστεί. Έτσι αποσυμβολοποιεί ο Paul Diel τους τεράστιους βράχους, που συχνά οι γίγαντες πετούν προς τους μυθικούς ήρωες. Οι υλικοί πόθοι θα εξάψουν τη φαντασία των ηρώων και η ψυχολογική αποστολή της πνευματοποίησης, θα ακυρωθεί.
Αλλά ο Οδυσσέας γλυτώνει. Και τότε μόνον, όταν απομακρύνεται νικητής από αυτήν τη μάχη με το υποσυνείδητό του, αλλά και τους εξημμένους υλικούς πόθους του, τολμά να υπάρξει ταυτοτικά. Μόνον τότε βγαίνει από τη θέση του ΟΥ-ΤΙΣ και ορίζει τον Εαυτό του ως Οδυσσέα.
Σε κάθε περίπτωση, αν θες να αναφωνήσεις πως σε λένε Οδυσσέα, πρέπει να μπεις στη σπηλιά και να βγεις… γιατί οι Κύκλωπες μέσα μας, αλλά και μέσα στους Άλλους απέναντί μας, θα υπάρχουν κάθε φορά, και για όσο, ο Οδυσσέας θα προσδιορίζεται ως Κανένας…