Γιατί αυξάνονται τα επιτρεπτά όρια μόλυνσης από ραδιενέργεια. Του John Laforge

Ενώ η βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας αγωνίζεται ενάντια στην κατάρρευση λόγω αυξανόμενου κόστους λειτουργίας, χρηματοοικονομικών προβλημάτων και της φυγής των επενδυτών από τον Τομέα (4 αντιδραστήρες έκλεισαν φέτος, περισσότεροι από κάθε άλλο έτος), η κυβέρνηση των ΗΠΑ δείχνει να υπέκυψε στις πιέσεις που δέχεται για να χαλαρώσει τα επιτρεπτά επίπεδα έκθεσης σε ραδιενέργεια, ώστε τα πυρηνικά εργοστάσια να εξοικονομήσουν μερικά ακόμα δισεκατομμύρια.
Στις 15 Απριλίου η Επιτροπή Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA) εξέδωσε νέες οδηγίες ασφάλειας (PAG) για την αντιμετώπιση έκλυσης ραδιενέργειας σε μεγάλη κλίμακα – όπως έγινε κατά την τήξη του πυρηνικού αντιδραστήρα στο εργοστάσιο της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία, που διέσπειρε στον πλανήτη καίσιο και ραδιενεργό ιώδιο. Οι νέες οδηγίες ασφάλειας αποτελούν, στην πραγματικότητα, σανίδα σωτηρίας για την πυρηνική βιομηχανία, καθώς επιτρέπουν στους ιδιοκτήτες των αντιδραστήρων να εξοικονομήσουν τεράστια ποσά τα οποία, διαφορετικά, θα υποχρεώνονταν να ξοδέψουν σε πιθανές επιχειρήσεις καθαρισμού. Κατά περίεργο τρόπο οι νέες οδηγίες ασφάλειας στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα πυρηνικά ατυχήματα είναι αναπόφευκτα κι έτσι σπεύδουν να προστατεύσουν την πυρηνική βιομηχανία -που διαθέτει 100 ετοιμόρροπα εργοστάσια, ηλικίας άνω των 40 ετών- από δυσβάσταχτα μελλοντικά κόστη.

Τα ατυχήματα θ’ αυξηθούν
Σύμφωνα με τον Daniel Hirsch, πρόεδρο της Επιτροπής Γεφύρωσης του Χάσματος, εάν οι οδηγίες ασφάλειας εφαρμοστούν, τότε «το κοινό θα είναι δυνητικά εκτεθειμένο σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας» εάν συμβεί κάποιο πυρηνικό ατύχημα.
Επιπλέον συμπληρώνει ότι οι νέες οδηγίες επιτρέπουν υψηλά επίπεδα ραδιενέργειας στα τρόφιμα. «Στην ουσία», λέει ο Hirsch, «οι νέες οδηγίες δίνουν το μήνυμα ότι τα πυρηνικά ατυχήματα στο μέλλον θα είναι τόσο διαδεδομένα, ώστε η κυβέρνηση θα πρέπει να εγκαταλείψει τις όποιες υποχρεώσεις έχει για την αποκατάσταση των συνεπειών τους, υποχρεώνοντας τον πληθυσμό να απορροφά και να ζει με πολύ περισσότερους καρκίνους».
Η βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας πιέζει από καιρό για πιο ελαστικούς κανόνες, με σκοπό τη μείωση του κόστους λειτουργίας της. Το 2002 ο Roger Clarke, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία από την Ακτινοβολία (ICRP) προειδοποιούσε πως «κάποιοι πιστεύουν ότι η κοινωνία μας ξοδεύει υπερβολικά ποσά για να εξασφαλίσει χαμηλά επίπεδα ραδιενέργειας, σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος». Το έργο της Επιτροπής είναι να συμβουλεύει τις κυβερνήσεις σχετικά με τα αποδεκτά επίπεδα έκθεσης στη ραδιενέργεια, τόσο για τους εργαζόμενους στην πυρηνική βιομηχανία όσο και για τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Οι ρυπαίνοντες καθορίζουν
τα επιτρεπτά επίπεδα ρύπανσης
Δεν υπάρχει έκθεση στη ραδιενέργεια που να είναι απόλυτα ασφαλής. Ακόμα και η μικρότερη ποσότητα ακτινοβολίας επιδρά στα ανθρώπινα κύτταρα και μπορεί να προκαλέσει δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, γενετικές ανωμαλίες, καρκίνο και άλλες ασθένειες. Η Εθνική Επιτροπή Επιστημών, σε αναφορά της σχετικά με τα αποτελέσματα της ιονίζουσας ακτινοβολίας (BEIR-VII), δηλώνει ότι οποιαδήποτε έκθεση, όσο μικρή κι αν είναι, μπορεί να προκαλέσει καρκίνο. Στην ίδια αναφορά καταρρίπτεται κατηγορηματικά και ο μύθος που συντηρείται από την πυρηνική βιομηχανία, ότι μικρές ποσότητες ραδιενέργειας μπορεί να είναι και ωφέλιμες για τον ανθρώπινο οργανισμό.
Σήμερα η βιομηχανία πυρηνικής ενέργειας -για στρατιωτική, βιομηχανική και ιατρική χρήση- είναι υποχρεωμένη να διατηρεί τα επίπεδα έκθεσης στην ακτινοβολία απλώς «όσο χαμηλότερα είναι λογικά εφικτό». Αυτή η τραγελαφική οδηγία ασφάλειας δεν έχει καμιά ιατρική ή, γενικά, επιστημονική βάση. Δεν στηρίζεται στην Ιατρική ή στη Βιολογία. Αποτελεί, απλώς, μία έμμεση αλλά επίσημη παραδοχή του γεγονότος ότι οι παραγωγοί πυρηνικής ενέργειας είναι ανίκανοι να κρατήσουν τα επίπεδα ραδιενεργούς έκθεσης στο όριο που είναι πραγματικά ασφαλές για τους ανθρώπους, δηλαδή στο μηδέν.
Τα όρια έκθεσης στη ραδιενέργεια θεσπίστηκαν για την ικανοποίηση των στρατιωτικών και βιομηχανικών παραγωγών ραδιενεργού μόλυνσης και όχι από γιατρούς. Η εκλιπούσα δρ Rosali Bertell κατέστησε σαφές, πριν από 36 χρόνια, στο βιβλίο του Robert Del Tredici, At work in the fields of the bomb πως «αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον είναι εκείνοι που κατασκευάζουν τις πυρηνικές βόμβες και όπως φαίνεται αυτοί έχουν και τον απόλυτο έλεγχο για τον καθορισμό των επιτρεπτών επιπέδων έκθεσης στη ραδιενέργεια». Από τότε ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει, παρ’ όλο που οι επιστήμονες έχουν διαπιστώσει ότι ακόμα και μικρά ποσοστά ραδιενεργούς έκθεσης προκαλούν πολύ περισσότερες βιολογικές βλάβες απ’ ό,τι πιστεύαμε παλιότερα. Η σύσταση της Διεθνούς Επιτροπής Προστασίας από τη Ραδιενέργεια να μειωθούν κατά 3/5 τα ποσοστά ραδιενεργού έκθεσης τόσο των εργαζομένων στον κλάδο όσο και του υπόλοιπου πληθυσμού, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα από την κυβέρνηση των ΗΠΑ αν και δημοσιεύθηκε το 1990.
Αυτό οφείλεται στις αντιδράσεις του λόμπι της πυρηνικής ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά τα επιτρεπτά επίπεδα έκθεσης σε ακτινοβολία (που λανθασμένα αναφέρονται από δημοσιογράφους ως «ασφαλής έκθεση») έχουν μειωθεί δραματικά με την πάροδο του χρόνου, καθώς κατανοούμε καλύτερα τις τοξικές, καρκινογόνες και γενετικές συνέπειες της ακτινοβολίας. Στη δεκαετία του 1920 η επιτρεπτή δόση ήταν 75 rem το χρόνο για εργαζόμενους στον κλάδο. Το 1936 το όριο αυτό κατέβηκε στα 50 rem το χρόνο, το 1948 στα 20-25 rem, το 1954 στα 15 rem και τέλος το 1958 μειώθηκε στα 5 rem το χρόνο. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, επισήμως, επιτρέπεται να εκτεθεί στο 1/10 του ποσοστού που εκτίθεται ένας εργαζόμενος του κλάδου ή 0,5 rem το χρόνο. Η πρόταση της Διεθνούς Επιτροπής Προστασίας από τη Ραδιενέργεια, το 1990, ήταν το ποσοστό αυτό να μειωθεί περαιτέρω στα 2 rem και 0,2 rem αντίστοιχα.
Με τον καρκίνο να λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας, η προσθήκη υψηλότερων επιτρεπτών επιπέδων έκθεσης στη ραδιενέργεια, στο ήδη υπάρχον φορτίο 80.000 χημικών ουσιών που μολύνουν τον αέρα, το νερό και τα τρόφιμα καθιστά λιγότερες τις πιθανότητες να αποφύγει κάποιος την επάρατη νόσο. Αντί να επιτρέπει υψηλότερες δόσεις επικίνδυνης ακτινοβολίας η κυβέρνηση θα έπρεπε -ακολουθώντας το παράδειγμα της Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας- να προετοιμάζει τη σταδιακή κατάργηση των επικίνδυνων πυρηνικών εργοστασίων της χώρας.

* Ο John LaForge είναι διευθυντής του Οργανισμού Nukewatch, Παρατηρητήριο Πυρηνικής Ενέργειας με έδρα to Wisconsin, και αρθρογραφεί στο PeaceVoice.

(Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης)

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!