Εισαγωγικό σημείωμα: Ο «Δημιουργικός Ιστορισμός» του Δημήτρη Γληνού

Θέλουμε να εξηγήσουμε την επιλογή μας, να δημοσιεύσουμε ένα κείμενο του Δημήτρη Γληνού γραμμένο το 1920. Ο συγγραφέας ξεκινά το κείμενό του με δυο τρεις φράσεις που είναι γεμάτες νόημα:

«Οι ρίζες της νεοελληνικής ζωής είναι ριγμένες σ’ ένα παρελθόν μοναδικό στον κόσμο»

«Πώς θα γίνει γόνιμο το παρελθόν για μας;»

Και διαπιστώνει πως η απάντηση του ερωτήματος αποτελεί «Το κεντρικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής».

Στα 104 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε προστέθηκαν κι άλλα «φορτία» στη σύγχρονη ελληνική ιστορία (Μικρασιατική Καταστροφή, Μεσοπόλεμος, πόλεμος του ’40, κατοχή και απελευθερωτικός αγώνας, εμφύλιος πόλεμος, αμερικανοκρατία, χούντα, Κυπριακό 1974, μεταπολίτευση, χρεοκοπία 2010 και μνημόνια), χωρίς να έχει απαντηθεί το ερώτημα ουσιαστικά, παρά την πείρα που εμπλουτίστηκε θετικά και αρνητικά.

Σήμερα ζούμε σε γενικά στείρους καιρούς, ιδιαίτερα στο πνευματικό επίπεδο. Τότε ο Δ. Γληνός, αλλά και πολλοί άλλοι διανοούμενοι, έδωσαν πολλά, άνοιξαν δρόμους σε πολλούς τομείς, και πολλοί από αυτούς ενώθηκαν με τον λαό και τους αγώνες του, ή επηρεάστηκαν από αυτούς. Ο Δ. Γληνός ίσως είναι ένα από τα πιο γόνιμα μυαλά, με βαθιά μόρφωση και κατανόηση μεγάλων θεωρητικών και πολιτικών ζητημάτων της εποχής του. Πήρε μέρος σε πνευματικά και πολιτικά κινήματα, είχε πείρα από συμμετοχή σε καίριες θέσεις, ειδικά για το εκπαιδευτικό σύστημα και τη γλώσσα, και σταδιακά εντάχθηκε στο αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής, χωρίς ποτέ να σταματήσει να είναι Δάσκαλος. Σήμερα όλοι γνωρίζουμε πως αυτός ήταν ο συγγραφέας της περίφημης διακήρυξης «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», και πολλοί ισχυρίζονται βάσιμα πως θα είχε να προσφέρει πάρα πολλά, όντας ήδη μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ, αν δεν πέθαινε κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης το 1943.

***

Στο κείμενο «Δημιουργικός ιστορισμός» ο Δ. Γληνός με σαφή και κατανοητό τρόπο εξηγεί το τι είναι πολιτισμός και αξίες: «Γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, ηθικές ιδέες, κοινωνικά και πολιτειακά καθεστώτα, δίκαιο, ήθη και έθιμα, φιλοσοφία, επιστήμη τέχνη, είναι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι των αξιών αυτών. Τα ιστορικά γεγονότα και ο τρόπος που αντιδρούν σ’ αυτά οι λαοί και τα άτομα, μπαίνοντας στον κύκλο της ηθικής κρίσης των ανθρώπων, γίνονται επίσης αξίες ιστορικές».

Η ιστορία όμως «κυλάει». Οι αξίες του πολιτισμού μιας εποχής, ιδιαίτερα όταν φτάνουν σε ένα υψηλό επίπεδο, όπως έγινε στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, δεν μένουν αναλλοίωτες, αν και ορίζουν μια «κλασική» εποχή. Ο Δ. Γληνός θέτει ένα γενικό ερώτημα: «Τι γίνονται λοιπόν οι αξίες αυτές του πολιτισμού; Ποια σημασία έχουν για τους μεταγενέστερους ανθρώπους; Πώς μπορούν να έχουν επίδραση στη ζωή τους και στη δημιουργική τους εργασία;»

Ορίζει λοιπόν τον ιστορισμό σαν «τη συνειδητή προσπάθεια –που στηρίζεται στη μελέτη και επίγνωση των περασμένων– να ξαναφέρουν, να συντηρήσουν και να εκμεταλλευτούν τις αξίες του παρελθόντος». Σημειώνει δε ότι «ο ιστορισμός διαφέρει από την ιστορική επιστήμη» γιατί αυτός «αποτελεί τη συνειδητή προσπάθεια για να διατηρηθούν οι αξίες του παρελθόντος ως απόλυτες, ή για να μετουσιωθούν και να γίνουν σπέρματα νέας ζωής».

Ο Δ. Γληνός προχωρά την ανάλυσή του θέτοντας ερωτήματα: «Μα είναι πάντα το συνειδητό αυτό ξαναγύρισμα προς τις αξίες του παρελθόντος γόνιμο; Συντελεί πάντα στη διαμόρφωση, στο κανονικό ξετύλιγμα, στην πρόοδο της σύγχρονης ζωής;». Ο ίδιος θα διαπιστώσει πως «Στο ερώτημα αυτό βρίσκομε την απάντηση αν εξετάσωμε τις διάφορες εποχές και μορφές του ιστορισμού, όπως παρουσιάστηκε στους διάφορους λαούς». Άρα διακρίνει διαφορετικές μορφές ιστορισμού.

Δύο «κλειδιά» στην απάντηση του Δ. Γληνού

Η λέξη «δημιουργικός», ήδη από τον τίτλο της εργασίας του Δ. Γληνού, προσδιορίζει μια μορφή ιστορισμού που έχει μια ιδιαίτερη ποιότητα. Αυτός λοιπόν ο δημιουργικός ιστορισμός στηρίζεται, έχει σαν πυλώνα τη «μετουσίωση» των αξιών του παρελθόντος: όχι σαν «προσπάθεια για να διατηρηθούν οι αξίες του παρελθόντος ως απόλυτες» αλλά «για να μετουσιωθούν και να γίνουν σπέρματα νέας ζωής». Ας κρατηθεί η έκφραση «σπέρματα νέας ζωής», γιατί συναντιέται ως βασική ιδέα σε όλο το έργο του Δ. Γληνού.

Κατά τον Δ. Γληνό, η επιστροφή προς το παρελθόν οφείλει να δίνει νέες κατευθύνσεις στο παρόν. Το παρόν έχει κεντρική θέση στη σκέψη του Γληνού, γιατί η ουσία «συνυπάρχει με τη δημιουργία και τη ζωή». Και θα επιμείνει: «Το χαραχτηριστικώτερο γνώρισμα μιας δημιουργικής εποχής είναι η θέση απέναντι στο παρόν […] Το τι αξίζει από το παρελθόν κρίθηκε πάντα στις δημιουργικές εποχές από το τι ήθελε το παρόν. Οι δημιουργικές εποχές δεν παίρνουν το κάθε τι από τα περασμένα. Εκείνο μόνο βλέπουν, εκείνο αισθάνονται, εκείνο εκτιμούν κι εκείνο αφομοιώνουν, που τους κάνουν ικανούς να ιδούν, να αισθανθούν, να εκτιμήσουν και ν’ αφομοιώσουν οι ανάγκες του παρόντος. Πάντα το παρελθόν ιδώθηκε μέσα από το πρίσμα του παρόντος».

Η μετουσίωση επομένως των αξιών του παρελθόντος είναι αυτή που καθιστά τον ιστορισμό δημιουργικό. Αλλιώτικα είναι άγονος, είναι φορμαλιστικός.

Στο κείμενο ο Δ. Γληνός κάνει διάκριση ανάμεσα σε εποχές, ανάμεσα σε προχωρήματα και οπισθοχωρήσεις, σε εποχές κρίσεων, σε εποχές μεταβατικές ή ορμητικές, εποχές νέες. Δεν είναι ίδια η στάση σε κάθε τέτοια εποχή προς το παρελθόν. Το 1920 μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι μπαίναμε σε μια νέα ορμητική εποχή που θα άλλαζε όλο τον κόσμο. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή, ζούμε ένα παρόν καταθλιπτικό, αλλά και αχνοφαίνεται πως ίσως αλλάξουν οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί, χωρίς να υπάρχει καμιά βεβαιότητα για το προς τα πού και πώς θα αλλάξει. Και ο καπιταλισμός έχει γίνει πιο «πονηρός», αναπτύσσοντας ενσωματωτικές λειτουργίες και τελειοποιώντας χειριστικούς μηχανισμούς ελέγχου. Δεν είναι λοιπόν διόλου τυχαίο το γύρισμα προς το παρελθόν σαν μια μορφή καταφυγής ή και αντίστασης στον οδοστρωτήρα της «παγκοσμιοποίησης». Η επιστροφή όμως αυτή πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά του «δημιουργικού ιστορισμού» για να δοθούν απαντήσεις στο παρόν.

Το σπέρμα της νέας ζωής

Στην εισαγωγή του έργου «Σοφιστής» του Πλάτωνα, που μετέφρασε και επιμελήθηκε, ο Δ. Γληνός θα αναφερθεί σε ένα βασικότατο κριτήριο. «Πού θα βρούμε λοιπόν το κριτήριο; Όλοι διεκδικούμε για τον εαυτό μας τον τίτλο του επιστημονικού, του αντικειμενικού, του αληθινού κριτή. Και όλοι δογματίζουμε. Πού θα βρει του καθενός μας η αλήθεια κριτήρια και στηρίγματα για να πάψει να είναι δόγμα; Το κριτήριο θα βρεθεί σε κείνο το στοιχείο, που όλοι έχουμε κοινό. Και το κοινό αυτό γνώρισμα είναι, που όλοι ισχυριζόμαστε, πως η δική μας αλήθεια είναι σπέρμα ζωής και όχι θανάτου. Αυτό είναι το μόνο στοιχείο, όπου βρίσκει ή δεν βρίσκει η αλήθειά μας την κύρωσή της από τα πράγματα. Η αλήθεια που γίνεται αληθινά σπέρμα ζωής και όχι θανάτου για τους περισσότερους, είν’ κείνη που έχει τέτοιαν ανταπόκριση με τις ανάγκες και τις συνθήκες ζωής, με τους όρους, την αντικειμενική υπόσταση και τη ροή της πραγματικότητας, ώστε αληθινά δίνει εκείνο που υπόσχεται. Ζωντανό, άρα αληθινό, είναι το σπέρμα που βλασταίνει».

Μια ματιά στον σύγχρονο κόσμο, αλλά και στα 104 χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, επιβεβαιώνουν την αλήθεια των λόγων του Δ. Γληνού. Σπέρμα ζωής και όχι θανάτου είναι να απαντήσουμε στο «υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας». Δημιουργικός ιστορισμός σήμερα είναι να αντλήσουμε δύναμη από την ιστορία και τις καλύτερες πλευρές-μορφές του ελληνικού πολιτισμού για να αντιμετωπίσουμε τα σημερινά προβλήματα. Σπέρμα ζωής είναι η σύμπλεξη του κοινωνικού με το εθνικό, γιατί το αγκίστρωμα σε ένα από τα δύο και η αδιαφορία για το άλλο οδηγεί σε μεγάλα λάθη. Σπέρμα ζωής είναι να εμποδίσουμε την τάση προς τον πόλεμο, να σταματήσουμε τις γενοκτονίες, να μην γίνει Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, να τελειώνουμε με ένα σύστημα που γεννά καταπίεση, εκμετάλλευση, αλλοτρίωση, βιοπολιτικό έλεγχο, αποικιοποίηση συνειδήσεων, κατάργηση του δημόσιου χώρου και κάθε είδους δημοκρατίας.

Ο Δημήτρης Γληνός υπήρξε ένας μεγάλος Δάσκαλος. Δεν τα είπε όλα. Είπε όμως αρκετά και πολύ βασικά. Τον διαβάζουμε και έχουμε και εμείς μια μικρή άσκηση μπροστά μας: μια άσκηση εφαρμογής του δημιουργικού ιστορισμού, τόσο για αυτά που έγραψε (και γράφει στο κείμενό του) όσο και μια μετουσίωση της πείρας των τελευταίων δύο αιώνων νεοελληνικής ιστορίας.

Καλό διάβασμα. Το διάβασμα είναι μια ενεργητική πράξη, προάγει και κάνει καλό στην υγεία του μυαλού!

Ρούντι Ρινάλντι


Δημιουργικός Ιστορισμός

 του Δημήτρη Γληνού

Οι ρίζες της νεοελληνικής ζωής είναι ριγμένες σ’ ένα παρελθόν μοναδικό στον κόσμο. Αν για κάθε λαό η σχέση του με τα περασμένα έχη εξαιρετική σημασία, για την Ελλάδα δεν είναι νοητή σταδιοδρομία μέσα στο σύγχρονο πολιτισμό, αν η ζωή μας δεν ανθίση απάνω στο χώμα, που κρατεί τις ρίζες της.

Πώς θα γίνει γόνιμο το παρελθόν για μας;

Το κεντρικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής είναι τούτο.

Στην εξέτασή του, όπως και πολλούς άλλους, μ’ έφερε το γλωσσικό ζήτημα. Μα η θεωρία του δημιουργικού ιστορισμού, που βγήκε από τη μελέτη του προβλήματος, είναι γενική και εφαρμόζεται σ’ όλα τα φανερώματα της κοινωνικής ζωής.

Η μελέτη γράφτηκε στα 1916. Θα τυπωθή ολόκληρη στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, ως δεύτερο μέρος της μελέτης «Έθνος και Γλώσσα», που είναι δημοσιευμένη στον πέμπτο τόμο του Δελτίου. Εδώ τυπώνεται το μέρος, που ανακοινώθηκε στην Εταιρεία των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στις 13 Μαρτίου 1920 (*).

Ιστορισμός

Η ζωή των ατόμων και των λαών διαμορφώνεται ανάλογα με την ψυχική δύναμη, που κατορθώνουν σε κάθε στιγμή να βάζουν σ’ ενέργεια. Η ψυχική ενέργεια των κοινωνικών ομάδων αποκρυσταλλώνεται σύμφωνα με ψυχολογικούς και κοινωνιολογικούς νόμους σε ωρισμένες μορφές, που μ’ ένα γενικό όνομα τις ονομάζουμε αξίες του πολιτισμού. Γλώσσα, θρησκευτικές πεποιθήσεις, ηθικές ιδέες, κοινωνικά και πολιτειακά καθεστώτα, δίκαιο, ήθη και έθιμα, φιλοσοφία, επιστήμη τέχνη, είναι οι αντιπροσωπευτικοί τύποι των αξιών αυτών. Τα ιστορικά γεγονότα και ο τρόπος που αντιδρούν σ’ αυτά οι λαοί και τα άτομα, μπαίνοντας στον κύκλο της ηθικής κρίσης των ανθρώπων γίνονται επίσης αξίες ιστορικές.

Στη δημιουργία των αξιών του πολιτισμού ούτε όλοι οι λαοί ούτε όλες οι εποχές είναι όμοιες. Γιατί κάθε λαός ανάλογα με τη φυσιολογική του ιδιοσυστασία και την ψυχική του δυναμικότητα, ανάλογα με τις επιδράσεις του φυσικού και κοινωνικού του περιβάλλοντος, ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες της ζωής του είναι λιγώτερο ή περισσότερο δημιουργικός. Ή περνά τη ζωή του μάλλον με παθητική στασιμότητα διατηρώντας παλιές αξίες κληρονομημένες από τους προγόνους ή παρμένες από ξένους λαούς, ή δημιουργεί νέες μορφές προσαρμόζοντας διαρκώς τη ζωή του με τους νέους όρους, που φέρνει η αδιάκοπη ροή της ιστορίας, σπρωγμένος από το ένστικτο, που ζητά πάντα μέσα στο νέο το τελειότερο και καλύτερο.

Και κάποιοι λαοί σε ορισμένες εποχές της Ιστορίας τους φτάνουν σε τέτια αρτιότητα ως προς μερικούς ή και όλους τους αντιπροσωπευτικούς τύπους αξιών του πολιτισμού, που οι μεταγενέστεροι άνθρωποι τις θεωρούν ως το τέλειο και ανυπέρβλητο, τους δίνουν απόλυτη και μόνιμη αξία. Είναι οι κλασικές εποχές. Και μέσα σ’ αυτές ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία και την απλότητα, για την ολοκλήρωση και την κλασικοποίηση πολλών μαζί αντιπροσωπευτικών αξιών η αρχαία ελληνική δημιουργία.

Έτσι η Αθήνα στον Ε΄ αιώνα υψώνεται ακτινοβόλα κορυφή μέσα στην ελληνική και την ανθρώπινη Ιστορία.

Τι γίνονται λοιπόν οι αξίες αυτές του πολιτισμού; Ποια σημασία έχουν για τους μεταγενέστερους ανθρώπους; Πώς μπορούν να έχουν επίδραση στη ζωή τους και στη δημιουργική τους εργασία;

Πώς θα γίνει γόνιμο το παρελθόν για μας; Το κεντρικό πρόβλημα της νεοελληνικής ζωής είναι τούτο.

Η ιστορική παρατήρηση μας δείχνει πως ένα μέρος από τις αξίες αυτές περνούν υποσυνείδητα στη ζωή των μεταγενεστέρων και διατηρούν τη ζωτική τους δύναμη, άρα κανονίζουν κι αυτές ως πνευματικά ή ηθικά ελατήρια την ενέργεια των ανθρώπων.

Η υποσυνείδητη αυτή επιβίωση των αξιών του πολιτισμού γίνεται μόνο με συνέχεια ιστορική και όχι αλματικά, είναι κληρονομιά, που περνά από γενιά σε γενιά. Όλως διόλου αμετάβλητες φυσικά, δε μένουν. Και μόνο επειδή συνυπάρχουν με άλλες αξίες νέες, ανώτερες ή κατώτερες αδιάφορο και δεν έχουν φυσικά την πρωτόγονη τους δύναμη, παρουσιάζονται με περισσότερο ή λιγώτερο παραλλαγμένη συνθετική ποιότητα. Έτσι λ.χ. περνούν στους μεταγενέστερους ως άμεση κληρονομιά πνευματική και χωρίς συνειδητή προσπάθεια γλωσσικοί τύποι, θρησκευτικές και φιλοσοφικές ιδέες, ποιητικοί και λογοτεχνικοί τύποι, μουσικά, αρχιτεκτονικά, γλυπτικά, βιοτεχνικά μοτίβα και γενικά εκφραστικές μορφές και τεχνικά μέσα. Και ως άμεση ηθική κληρονομιά πάλι ήθη και έθιμα, μορφές κοινωνικών και πολιτειακών σχέσεων, δικαιολογικές αντιλήψεις, γνωμικά και παροιμίες. O θρύλος, η παράδοση, το παραμύθι, το λαϊκό τραγούδι είναι ξεχωριστοί τύποι, που μεταφέρουν τις αξίες του παρελθόντος χωρίς συνειδητή προσπάθεια. Αυτές οι άμεσα κληρονομημένες αξίες αποτελούν το συντηρητικό θεμέλιο κάθε πολιτισμού και το γνησιώτερο δεσμό με το παρελθόν του. Ανάλογα τώρα με τη δύναμη κάθε λαού και τις ιστορικές του περιπέτειες ή εκφυλίζονται και χάνονται σιγά σιγά, ή διατηρούνται αμετάβλητες για αιώνες, ή μετουσιώνονται στις νέες αξίες που δημιουργεί ο ζωντανός λαός, αδιάφορο αν οι νέες αξίες απόλυτα κρινόμενες είναι ανώτερες ή κατώτερες.

Έτσι από τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας και τις αξίες που δημιούργησε ένα μέρος νεκρώθηκε σχετικά γρήγορα. Σ’ αυτό ανήκουν τα πολιτειακά καθεστώτα και προ πάντων το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών, οι θρησκευτικές αντιλήψεις, η καλλιτεχνική δημιουργία.

Άλλο μέρος διατηρήθηκε και έμεινε σα ζώπυρο μέσα στις νεώτερες αξίες και με όλη την τεράστια αλλαγή, που έφερε το πέρασμα χιλιετηρίδων, τις βρίσκει κανείς εξετάζοντας βαθύτερα στις σημερινές ακόμη μορφές της ζωής του ελληνικού λαού. Σ’ αυτές ανήκει πολύ μέρος από τους γλωσσικούς τύπους και τη γλωσσική έκφραση, ήθη, έθιμα και ηθικές αντιλήψεις, ακόμη και μερικές θρησκευτικές ιδέες σκεπασμένες κάτω από νέο ένδυμα.

Άλλο μέρος τέλος εξελίχτηκε σιγά σιγά, μετουσιώθηκε σε νέες αξίες, έδωκε τα σπέρματα για νέες μορφές και πρόοδο. Και εδώ βρίσκομε πάλι τη γλώσσα και ακόμη ηθικές ιδέες, τη φιλοσοφία, μερικές τεχνικές μορφές.

Εκτός όμως από την άμεση αυτή μετάδοση και επιβίωση των αξιών, πού καθώς είπαμε γίνεται χωρίς συνειδητή προσπάθεια, έχομε τη συνειδητή προσπάθεια να ξαναφέρουν, να συντηρήσουν και να εκμεταλλευτούν τις αξίες του παρελθόντος.

Το δεύτερο τούτο είδος της επιβίωσης που στηρίζεται στη μελέτη και επίγνωση των περασμένων αποτελεί τον ιστορισμό.

Ο ιστορισμός διαφέρει από την ιστορική επιστήμη. Η ιστορία αυτή καθ’ εαυτήν, ως καθαρή γνώση, έχει διακοσμητική μόνο και έμμεση, σημασία για τη ζωή, ουσιαστική σημασία έχει ο ιστορισμός, η συνειδητή δηλαδή προσπάθεια για να διατηρηθούν οι αξίες του παρελθόντος ως απόλυτες, ή για να μετουσιωθούν και να γίνουν σπέρματα νέας ζωής.

Η εργασία αυτή σπάνια γίνεται με άμεση χρονική συνέχεια. Συνήθως πρέπει να περάσουν κάμποσα χρόνια, να δημιουργηθή κάποια απόσταση από το παρελθόν, να ξεχωριστούν οι αξίες του από το μεγάλο ρεύμα της σύγχρονης ζωής, να πάρουν ιδιαίτερη καθαρά διαγραμμένη μορφή και να εκτιμηθούν από τους μεταγενέστερους πολύ ή λίγο απόλυτα. Φανερό είναι πως τέτοια σημασία δίνεται προ πάντων σ’ εκείνες τις μορφές του πολιτισμού, που έχουν και ουσιαστικά ανώτερη αξία δηλαδή στις κλασικές εποχές. Το ξαναγύρισμα σ’ αυτές, η ενατένιση προς ένα μεγάλο παρελθόν, παίρνει με το πέρασμα του χρόνου ολοένα μεγαλύτερη σημασία.

Εδώ καθώς είπαμε δε χρειάζεται άμεση συνέχεια. Αιώνες μπορεί να περάσουν με στασιμότητα ή με διαφορετική εξέλιξη και έξαφνα έρχεται ένα ξύπνημα και μια ανάγκη, ουσιαστικά ανώτερη αξία δηλαδή στις κλασικές εποχές, έχουν γενικά ανθρώπινη σημασία. Λαοί που βγαίνουν από τα σκότη της πρωτόγονης ζωής τους στρέφουν τα μάτια προς αυτές, σα σε ήλιο προωρισμένο να ξεδιαλύνη τα σκότη.

Έργο του Άλκη Πιεράκου

Και κάθε στιγμή πάλι, που οι σύγχρονες αξίες κλονίζονται και περνούν κάποια κρίση, το συνειδητό ξαναγύρισμα προς το παρελθόν έρχεται να τις στήριξη ή ν’ αποτελειώση το γκρέμισμά τους και να θεμελίωση τις νέες αξίες, που θα γεννηθούν από την κρίση αυτή.

Μα είναι πάντα το συνειδητό αυτό ξαναγύρισμα προς τις αξίες του παρελθόντος γόνιμο; Συντελεί πάντα στη διαμόρφωση, στο κανονικό ξετύλιγμα, στην πρόοδο της σύγχρονης ζωής; Ή μπορεί να γίνη και επικίνδυνο, να φέρη σταμάτημα, να δώση εικονικό στήριγμα και ψεύτικη λάμψη σε κουρασμένους λαούς, να είναι έκφραση αδυναμίας και όχι δημιουργικής ορμής, να είναι στασιμότητα και όχι πρόοδος, ακινησία θανάτου και όχι σπαρτάρημα νέας ζωής; Στο ερώτημα αυτό βρίσκομε την απάντηση αν εξετάσωμε τις διάφορες εποχές και μορφές του ιστορισμού, όπως παρουσιάστηκε στους διάφορους λαούς.

Η ιστορική παρατήρηση μας δείχνει, πως και ο ιστορισμός και η ουσιαστική του σημασία για τη ζωή δεν είναι ενός είδους. Η συνειδητή στροφή και προσκόλληση στο παρελθόν υπήρξε για λαούς πολλούς και για αιώνες πολλούς το νεκροσάβανο της ζωής. Λαοί εξαντλημένοι, λαοί που έχασαν τη δημιουργική τους δύναμη, έμειναν με πείσμα προσκολλημένοι σε αποκρυσταλλωμένες αξίες, που μια φορά δημιούργησαν οι ίδιοι ή πήραν εν μέρει από άλλους. Και άφησαν τη ζωή τους να γίνη φτωχή, αχρωμάτιστη, ταπεινή μαζί μ’ αυτές. Νικήθηκαν στη σύγκρουση τους με άλλους, έπεσαν στην αφάνεια ή έμειναν σε παράμερη στασιμότητα.

Οι ανατολικοί λαοί, οι Κινέζοι, οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι, οι Πέρσες, οι Άραβες μας δίνουν χτυπητά παραδείγματα. Μα και οι δυτικοί λαοί σε ωρισμένες εποχές ή σε ωρισμένες μορφές της ζωής τους μας δίνουν επίσης δείγματα αυτού του είδους του ιστορισμού. Το Βυζάντιο και η μεσαιωνική λατινική Ευρώπη, προ πάντων ως προς τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την επιστήμη, τα κοινωνικά και πολιτειακά καθεστώτα και το δίκαιο, μας παρουσιάζουν μία μακρόχρονη στασιμότητα με χαρακτηριστική δουλεία σε τύπους κληρονομημένους από τα περασμένα.

Από την άλλη μεριά πάλι βλέπομε την επιστροφή προς το παρελθόν να δίνη νέες κατευθύνσεις στο παρόν, να χρησιμεύη σαν σπόρος για νέες ιδέες, να χαρακτηρίζεται ως αληθινή αναγέννηση. Έτσι στη δυτική Ευρώπη το IE΄ και ΙΣΤ΄ αιώνα η μελέτη της κλασσικής αρχαιότητας βοηθεί το άνθισμα των λογοτεχνιών, των τεχνών, της φιλοσοφίας και της επιστήμης και δυναμώνει τη βαθμιαία εξέλιξη νέων κοινωνικών και πολιτειακών καθεστώτων.

Και στο ΙΗ΄ αιώνα στο τέλος νέα πάλι στροφή προς την αρχαιότητα βοηθεί το αποκρυστάλλωμα ενός εθνικού κλασικισμού προ πάντων στη Γερμανία και διαμορφώνει τα υψηλά ιδανικά του ανθρωπισμού, που βρίσκουν την έκφρασή τους στη λογοτεχνία, μα και χύνονται και στις ψυχές των ανθρώπων, τονώνουν την πεποίθηση του άτομου στον εαυτό του και βοηθούν το νεώτερο πολίτη να μορφώση τη συνείδηση των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του. Και στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα ύστερ’ από το ναυάγιο της ρομαντικής φιλοσοφίας νέα στροφή προς την αντικειμενική επίγνωση των περασμένων δυναμώνει την κρίση του σύγχρονου άνθρωπου, του πλαταίνει όσο ποτέ πριν την πραγματικότητα, επομένως και τη ζωή.

Μορφές του ιστορισμού

Έτσι λοιπόν μας παρουσιάζεται ο ιστορισμός πολύμορφος στην ουσία του και στ’ αποτελέσματά του.

Συστηματοποιώντας όμως τις μορφές του μπορούμε να διακρίνωμε δύο κύρια είδη του:

Το πρώτο είδος το χαρακτηρίζομε ως αυτούσια μεταφορά και μίμηση αξιών.

Το δεύτερο είδος μετουσίωση αξιών. Στην πρώτη μορφή του ιστορισμού κυριαρχεί η ιδέα, ότι κάποτε σε μια ωρισμένη εποχή ως προς ωρισμένες αξίες του πολιτισμού ή και γενικά ως προς όλες ένας λαός έφτασε στο απόλυτο και ανυπέρβλητο ιδανικό της τελειότητας, που μπροστά σ’ αυτό κάθε παρόν είναι μέτριο, πενιχρό, ανάξιο λόγου και προσοχής.

Το παρόν είναι διαφθορά του παρελθόντος εκείνου. Επομένως μόνο περιφρόνηση του αξίζει και αποστροφή. Το Ιδανικό είναι εκεί προς τα πίσω. Εκεί πρέπει να γυρίσωμε, εκείνες τις αξίες να πάρωμε αυτούσιες και αν δεν μπορούμε να τις έχωμε όλως διόλου τις ίδιες, τουλάχιστο να πλησιάσωμε όσο μπορούμε σ’ αυτές. Τελειοποίηση λοιπόν είναι η όσο μπορεί πιστή μίμηση ή πιστή τήρηση και εφαρμογή των αντιπροσωπευτικών τύπων, που δημιουργήθηκαν τότε. Κάθε παραλλαγή, κάθε τάση για δημιουργία νέου είναι διαφθορά, επανάσταση, προσβολή στα ιερά.

Και επειδή στην προσπάθεια αυτή γι’ αυτούσια μεταφορά και δουλική μίμηση, η ουσία το πιο πολύ ξεφεύγει, γιατί η ουσία συνυπάρχει με τη δημιουργία και τη ζωή, εξιδανικεύεται ο εξωτερικός τύπος, η εξωτερική μορφή της αξίας και γίνεται προσκόλληση απόλυτη σ’ αυτήν. Αυτή είναι το μέτρο. Η ουσία στο τέλος καταντά αδιάφορη.

Η ιστορική παρατήρηση μας δείχνει, πως και ο ιστορισμός και η ουσιαστική του σημασία για τη ζωή δεν είναι ενός είδους. Η συνειδητή στροφή και προσκόλληση στο παρελθόν υπήρξε για λαούς πολλούς και για αιώνες πολλούς το νεκροσάβανο της ζωής. Από την άλλη μεριά πάλι βλέπομε την επιστροφή προς το παρελθόν να δίνη νέες κατευθύνσεις στο παρόν, να χρησιμεύη σαν σπόρος για νέες ιδέες, να χαρακτηρίζεται ως αληθινή αναγέννηση

Αυτός είναι ο άγονος ιστορισμός. Η γλώσσα μας δίνει τα πιο χειροπιαστά παραδείγματα. Οι αττικοί συγγραφείς έφτασαν σε απόλυτη αρμονία ιδέας και μορφής. Η αττική γλώσσα λοιπόν είναι το γλωσσικό ιδανικό. Κάθε ευγένεια, κάθε τελειότητα είναι εκεί. Όποιος κατορθώνει να γράφη αττικά φτάνει και αυτός στην ίδια αρμονία ιδέας και μορφής. Και αν δεν έχη τις ιδέες του Πλάτωνα ή την ποιητική πνοή ενός Αισχύλου ή τη ρητορική δύναμη ενός Δημοσθένη, αρκεί να γράφη όπως εκείνοι, να μιμήται τη γραμματική, τη σύνταξη, τα λεκτικά και εκφραστικά σχήματά τους και έτσι γίνεται και αυτός οπωσδήποτε Πλάτωνας, Αισχύλος, Δημοσθένης. Η γλώσσα του παρόντος δεν υπάρχει∙ αυτή είναι χυδαία, είναι διαφθορά του παρελθόντος. Έτσι γεννιέται ό αττικισμός και με τις ίδιες περίπου αναλογίες ο λατινισμός στη δυτική Ευρώπη, ο αραβισμός στη δυτική Ασία και στη βόρεια Αφρική κλπ.

Οι θρησκείες και μάλιστα οι «εξ αποκαλύψεως» είναι πολύ φυσικώτερο να κυριαρχούνται από το είδος αυτό του ιστορισμού, αφού οι αξίες που αντιπροσωπεύουν κύριο γνώρισμα και όπλο τους έχουν το απόλυτο, το αιώνιο και αμετάβλητο.

Χαρακτηριστικώτερα όμως μας παρουσιάζεται η τάση της θρησκείας για την εξιδανίκευση και αποκρυστάλλωση της φόρμας στη γλώσσα. Η γλωσσική μορφή, είτε εκείνη που μ’ αυτήν πρωτοπαρουσιάστηκαν τα ιδρυτικά να πούμε της θρησκείας βιβλία, είτε εκείνη που πρωτομεταχειρίστηκε μια εκκλησία, θεωρείται σα ν’ αποτελή και αυτή μέρος από το δογματικό στοιχείο της θρησκείας και αποκρυσταλλώνεται.

Τα σανσκριτικά για τους Βραχμάνους, η γλώσσα της Παλαιάς Διαθήκης για τους Εβραίους, η γλώσσα των Ευαγγελίων για την ορθόδοξη ελληνική εκκλησία, τα λατινικά για τη δυτική, τα αραβικά για τούς Μουσουλμάνους. Εκατομμύρια Μουσουλμάνοι ακούν και αποστηθίζουν πολλές φορές το κοράνιο χωρίς να καταλαβαίνουν μια λέξη απ’ αυτό. Η γλώσσα γίνεται σύμβολο. Το θρησκευτικό σύμβολο δεν έχει ανάγκη από κατανόηση.

Σαν κάποια εξαιρετική και μάλλον ποιητική μορφή του ιστορισμού σχετικά με τη θρησκεία μπορεί να θεωρηθή και η τάση που φανερώθηκε σ’ εποχές φανατικού κλασικισμού σε μερικούς οπαδούς του να ξαναγυρίσουν προς την αρχαία θρησκεία ή τουλάχιστον προς κάποια εξιδανικευμένη φυσιολατρεία. Ίσως θα μπορούσε να κατάταξη κανείς στο είδος αυτό του ιστορισμού και το κίνημα του Ιουλιανού του Παραβάτη.

Στη φιλοσοφία και την επιστήμη η πρώτη μορφή του ιστορισμού μας παρουσιάζει επίσης χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Όταν ο χριστιανισμός, αφού μετουσίωσε και αφωμοίωσε σα ζωντανή θρησκεία στη δημιουργική του περίοδο (και κατά το δεύτερο είδος του ιστορισμού, που θα ιδούμε παρακάτω) όσα στοιχεία από την αρχαία φιλοσοφική διανόηση του ήταν χρήσιμα για τη δογματική του διαμόρφωση, άφησε να γίνη οπωσδήποτε στους ανθρώπους αισθητή η ανάγκη της φιλοσοφίας, στο παρελθόν ζητήθηκε και βρέθηκε η απόλυτα κρυσταλλωμένη φιλοσοφική και επιστημονική γνώση.

Ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας αιώνες και αιώνες ήταν η αυτούσια φιλοσοφία για την ανατολή και τη δύση. Και όχι μόνο φιλοσοφία μα και επιστήμη. Τίποτα έξω από τον Αριστοτέλη. Quod non in Aristotele, non est in orbi [Μ.τ.Σ.: Ό,τι δεν υπάρχει στον Αριστοτέλη, δεν υπάρχει στον κόσμο].

Η κατανόηση και η ερμηνεία του εξαντλούσε όλη την προσπάθεια. Ζήτηση φιλοσοφικής ή επιστημονικής αλήθειας έξω από τα παραδομένα κείμενα όχι μόνον δεν ήταν νοητή, μα νομιζόταν και βέβηλη, αιρετική τάση. Αν ένα φαινόμενο φυσικό δεν είχεν ερευνηθή από τον Αριστοτέλη, δεν υπήρχε. Και αν δεν έδινε την εξήγηση καθαρή για ένα ζήτημα ο Αριστοτέλης, η συζήτηση απάνω σ’ αυτό μπορούσε να κρατή αιώνες μ’ επιχειρήματα υπέρ και κατά, με παράθεση χωρίων, με σπατάλη καταπληκτικής διαλεχτικής και ερμηνευτικής οξύνοιας, έστω και αν η πιο πρόχειρη αντικειμενική και απροκατάληπτη παρατήρηση και ο πιο πρόχειρος πειραματισμός θα μπορούσε να λύση τελειωτικά το ζήτημα. Οι άνθρωποι δεν πίστευαν τα μάτια τους, όσο πίστευαν την παράδοση. Περίφημα έχουν γίνει μερικά από τα προβλήματα, που απασχόλησαν τότε τη σκέψη των ανθρώπων και έμειναν άλυτα. Αν σ’ ένα δοχείο νερό βάλωμε ένα ζωντανό ψάρι, γίνεται το σύνολο βαρύτερο ή μένει το ίδιο: Το πρόβλημα έπρεπε να λυθή με χωρία του Αριστοτέλη. Η ζυγαριά δεν είχε να πη τίποτα σ’ αυτό. Και αν κανείς επιχειρούσε να τη μεταχειριστή, μπορούσαν να τον κάψουν. Αυτή είναι η υπέρτατη εκδήλωση του ιστορισμού της πρώτης μορφής.

Μια υποταγμένη κοινωνική τάξη, παίρνοντας σιγά σιγά στα χέρια οικονομική βάση ανεξάρτητη και επομένως και δύναμη και ολοένα μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού της, τείνει να κυριάρχηση αυτή μέσα στο σύνολο του λαού, ή άμα ένα έθνος ωριμάζοντας ολοένα περισσότερο πάρει συνείδηση του εγώ του απέναντι του ξένου ψυχικού κόσμου, που τον κυριάρχησεν ως τώρα, τότε όλες οι δημιουργικές δυνάμεις ξυπνούν και οι προσπάθειες τείνουν να διαμορφώσουν αξίες, που να εκφράζουν ικανοποιητικά τις δομές και τις ψυχικές ανάγκες καθώς και τα συμφέροντα της τάξης ή του έθνους, που ανεβαίνει

Ο άνθρωπος καταντά να περιφρονή ολότελα τον ίδιο τον εαυτό του, τις αμεσώτερες ψυχικές του δυνάμεις. Αυτά είναι το χωρίς καμιά αξία παρόν. Δεν είναι η εξιδανικευμένη και ιερή παράδοση.

Στην τέχνη έχομε επίσης το φανέρωμα του ιστορισμού αυτού. Η αυτούσια μεταφορά και δουλική μίμηση αρχιτεκτονικών γραμμών, διακοσμητικών μοτίβων, γλυπτικών τεχνοτροπιών, η απόλυτη τήρηση των κανόνων της τραγωδίας, όπως τους διατύπωσε ο Αριστοτέλης, ο τρίμετρος ιαμβικός ως το μοναδικό μέτρο για την τραγική ποίηση και ο δακτυλικός εξάμετρος για το έπος (όπως θεωρήθηκαν και στη νεοελληνική λογοτεχνία σε ωρισμένη εποχή) και άλλα τέτια άπειρα, που τάχομε άλλως τε μπροστά μας και γύρω μας και τα βλέπομε και τ’ ακούμε κάθε μέρα μας δείχνουν καθαρά την ουσία του και τ’ αποτελέσματά του.

Ο ιστορισμός της πρώτης μορφής φανερώνεται καθαρώτατα και στο δίκαιο. Η προσκόλληση σύγχρονων λαών στο ρωμαϊκό δίκαιο αυτούσιο ανήκει σ’ αυτόν τον τύπο. Τελευταία μάλιστα άρχισε να γίνεται λόγος και για αττικό δίκαιο, για να δημιουργηθή ίσως βάση για να γυρίσωμε και σ’ αυτό.

Μόνο ως προς τις ηθικές αξίες η αυτούσια επιστροφή στα περασμένα είναι σχεδόν αδύνατη. Και αυτό γιατί η ηθική δράση των ανθρώπων κανονίζεται πολύ περισσότερο από ελατήρια συναισθηματικά και από κληρονομημένες μακροχρόνιες κοινωνικές συνήθειες παρά από διανοητικά μοτίβα. Ως προς αυτές άλλως τε, αν εξαιρέσωμε ίσως τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, καμιά εποχή δε θεωρείται κλασική.

Το δεύτερο είδος του ιστορισμού, που τ’ ωνομάσανε μετουσίωση αξιών, φανερώνεται σ’ εποχές δημιουργικής δομής. Κάθε λαός δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο σύνολο ατόμων, ούτε επομένως οι συνιστάμενες των κοινωνικών ενεργειών, που τις ωνομάσαμε αξίες του πολιτισμού, είναι γεννήματα του συνόλου των ατόμων ενός λάου. Τις περισσότερες φορές είναι δημιουργήματα στενωτέρων ομάδων ή κοινωνικών τάξεων. Μια κοινωνική τάξη, που έχει την ηγεμονία μέσα στο σύνολο, όσο και αν έχη κοινές τις ρίζες και αντλεί στοιχεία από το σύνολο, δημιουργεί ή συντηρεί τις αξίες του πολιτισμού αυτή κατά έναν τύπο σύμφωνο με τα συμφέροντά της, τις επιδράσεις που δέχεται και την πλαστική της δύναμη. Οι γερασμένες λοιπόν κοινωνικές τάξεις κρατιούνται στα περασμένα κατά το πρώτο είδος του ιστορισμού και όσο ο υπόλοιπος λαός από αδυναμία δεν κατορθώνει να σπάση τα δεσμά, που του βάνει η κυρίαρχη τάξη του, μένει στάσιμος και παρουσιάζει ως σύνολο την εικόνα που δώσαμε παραπάνω, όταν επικρατή ο νοσηρός ιστορισμός. Το ίδιο συμβαίνει και με λαούς νέους, που όταν πρωτοήρθαν σ’ επαφή με ανώτερο πολιτισμό, δέχτηκαν την επίδρασή του και υποτάχτηκαν σ’ έναν ψυχικό κόσμο ανώτερο με όλες τις αντιπροσωπευτικές του αξίες. Έτσι λ.χ. οι γερμανικοί λαοί άμα ήρθαν σ’ επαφή με το ρωμαϊκό κόσμο. Άμα όμως μια υποταγμένη κοινωνική τάξη, παίρνοντας σιγά σιγά στα χέρια οικονομική βάση ανεξάρτητη και επομένως και δύναμη και ολοένα μεγαλύτερη συνείδηση του εαυτού της, τείνει να κυριάρχηση αυτή μέσα στο σύνολο του λαού, ή άμα ένα έθνος ωριμάζοντας ολοένα περισσότερο πάρει συνείδηση του εγώ του απέναντι του ξένου ψυχικού κόσμου, που τον κυριάρχησεν ως τώρα, τότε όλες οι δημιουργικές δυνάμεις ξυπνούν και οι προσπάθειες τείνουν να διαμορφώσουν αξίες, που να εκφράζουν ικανοποιητικά τις δομές και τις ψυχικές ανάγκες καθώς και τα συμφέροντα της τάξης ή του έθνους, που ανεβαίνει.

Αυτές είναι οι εποχές των κρίσεων, που παλαιοί πολιτισμοί και γερασμένες αξίες κλονίζονται και νέοι κόσμοι γεννιούνται. Τα κινήματα μάλιστα αυτά, όταν συντρέχουν οι ιστορικοί όροι, παίρνουν πολύ πλατύτερη έκταση, ξεπερνούν τα σύνορα λαών και εθνών, απλώνονται σε μεγάλο μέρος ή και στο σύνολο του πολιτισμένου κόσμου και γίνονται παγκόσμια, με την περιωρισμένη έννοια που δίνομε στο παγκόσμιο, κλείνοντάς το κάθε φορά μέσα στα όρια της πολιτισμένης ανθρωπότητας. Έτσι λ.χ. το ρωμαϊκό κράτος είχε πλάσει τους κατάλληλους όρους για να ξαπλωθή σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο η μεγάλη ηθική και πνευματική κρίση, απόπου πήγασε ο χριστιανισμός. Έτσι επίσης στην εποχή της Αναγέννησης υπήρχαν οι κατάλληλοι ιστορικοί όροι για ν’ απλωθή το κίνημα, που φέρνει τ’ όνομα τούτο, σ’ όλη σχεδόν τη δυτική Ευρώπη.

Έργο του Σπύρου Παπανικολάου

Σε τέτιες λοιπόν εποχές δημιουργικής ζύμωσης φανερώνεται πρώτα μια αντίθεση έντονη προς τα καθιερωμένα καθεστώτα, προς την παράδοση, προς τις αντιπροσωπευτικές αξίες, που ως τότε κυριαρχούσαν. Αυτές φαίνονται κενές, πενιχρές, δεν ανταποκρίνονται πια στις ψυχικές ανάγκες των ανθρώπων, είναι δεσμά που πρέπει να σπάσουν. Κάτι νέο πρέπει νάρθη, κάτι καλύτερο, κάτι απολυτρωτικό, και φυσικά ορμούν οι ανώτεροι άνθρωποι κάθε λαού, για να βρουν την έκφραση αυτού του νέου.

Τότε δύο πράγματα είναι δυνατό να συμβούν.

Α΄) Απαρνιούνται οι άνθρωποι όλως διόλου την καθιερωμένη παράδοση. Όλος ο ως τότε πολιτισμός χαρακτηρίζεται νοσηρό γέννημα, παραστράτημα του ανθρώπου από τη φύση. Ξαναγύρισμα στη φύση, αναγνώριση απόλυτη των ειδολογικών δυνάμεων του ανθρώπου, ανεξάρτητα και αντίθετα προς κάθε καθιερωμένη έκφραση, είναι τα χαραχτηριστικά σημάδια των εποχών αυτών. Νατουραλισμός, ορθολογισμός, απόλυτος συγχρονισμός είναι οι όροι, πού εκφράζουν μια τέτια κατάσταση. Χαρακτηριστικός τύπος τέτιας εποχής ο δέκατος όγδοος αιώνας στη δυτική Ευρώπη. Και ονομάζομε την τάση αυτή απόλυτο συγχρονισμό, γιατί φυσικά η τέλεια απάρνηση κάθε αξίας δημιουργούμενης ως τότε είναι εικονική. Οι ζωντανές αξίες του παρόντος και το παρελθόν που ζη μέσα σ’ αυτές αποτελούν αναπόσπαστο και αναφαίρετο στοιχείο της ψυχικής ζωής των ανθρώπων.

Έτσι ο Ρουσσώ κηρύχνοντας την απάρνηση του πολιτισμού και την επιστροφή στη φύση κρατά λ.χ. τη γλώσσα, τη γαλλική γλώσσα του καιρού του, που είναι καταστάλαγμα ψυχικής εξέλιξης μακρόχρονου πολιτισμού και άπειροι θησαυροί και αξίες κληρονομημένες από τα περασμένα ζουν μέσα της.

Β΄) Συχνότερα όμως ή δημιουργική ζύμωση δεν παίρνει το δρόμο τούτο, δεν είναι τέτια η πεποίθηση των ανθρώπων στο εγώ τους, στο «φυσικό και έμφυτο λόγο», που κηρύχνεται από τους ορθολογιστές ως μόνος οδηγός. Συχνότερα η ζήτηση του νέου στρέφεται στα περασμένα και πριν να βρη την ιδιότυπη έκφραση, που θα ικανοποίηση ολοκληρωτικά τις ανάγκες του παρόντος, αναζητά στο παρελθόν τις ιδανικές αξίες, που είναι οι συγγενέστερες και επομένως οι σχετικά ικανοποιητικώτερες για τις σύγχρονες ορμές, και προσπαθεί σ’ αυτές να ξεχύση τη δημιουργική πνοή ή αυτές ν’ αφομοίωση και απ’ αυτές να πάρη τα στοιχεία για να πλάση τις νέες αξίες. Τότε το παρελθόν γίνεται σπέρμα ζωογόνο για το παρόν, βοηθεί τη διαμόρφωση του, δίνει ιδανικά παραδείγματα και όχι καλούπια, που να πρέπει αυτούσια να επιβληθούν και να συντρίψουν κάθε ορμή. Αυτές είναι αληθινά δημιουργικές εποχές και το είδος του ιστορισμού που φανερώνεται σ’ αυτές είναι ο δημιουργικός ιστορισμός δηλ. ο αρμονικός συνδυασμός των αξιών του παρελθόντος με τις δυνάμεις και τις ορμές του παρόντος, έτσι που και τα περασμένα να δίνουν κάθε στοιχείο, που μπορεί να χρησιμεύη για ιδανικό παράδειγμα και ν’ αφομοιώνεται από το παρόν, και η σύγχρονη ορμή ν’ απλώνεται άνετα και να εξυψώνη τα δικά της στοιχεία σε αξίες πολιτισμού όσο μπορεί περισσότερο ικανοποιητικές για τις σύγχρονες ψυχικές ανάγκες.

Αυτή είναι και η μόνη σωστή έννοια του κλασικισμού.

Εννοείται ότι η δημιουργική ζύμωση, όπως την περιγράψαμε παραπάνω, μπορεί να έχη γενικώτερο ή πιο περιορισμένο χαρακτήρα, μπορεί ν’ αποβλέπη σε όλα τα είδη των αξιών του πολιτισμού ή σε μερικά απ’ αυτά. Το συχνότερο μάλιστα είναι ότι ποτέ δε φανερώνεται ταυτόχρονα μια γενική και πολυμερή δημιουργία, αλλά μια κύρια γραμμή, που πότε είναι θρησκευτική, πότε πολιτειακή, πότε κοινωνική, πότε λογοτεχνική, πότε καλλιτεχνική, πότε βιοτεχνική. Έμμεσα όμως πάλι και είτε ταυτόχρονα είτε σε μια αλληλουχία όχι πολύ μακρόχρονη, η δημιουργία σ’ ένα επίπεδο δεν αφήνει αδιάφορα και μερικά άλλα συγγενή.

Παραδείγματα τέτιου ιστορισμού μας δίνει πάλι πρώτα πρώτα η γλώσσα, που επειδή είναι το κυριώτερο εκφραστικό μέσο του ψυχικού κόσμου, γίνεται συνηθέστερα το όργανο των δημιουργικών κινημάτων. Έτσι λ.χ. όταν οι λαοί της δυτικής Ευρώπης έφτασαν σε συνείδηση του εγώ τους και πολεμώντας τη λατινική παράδοση κινήθηκαν να δημιουργήσουν ιδιότυπο πολιτισμό, αισθάνθηκαν την ανάγκη να υψώσουν τις εθνικές ή μητρικές τους γλώσσες σε όργανα εκφραστικά των ψυχικών αναγκών τους. Οι λογοτέχνες, οι κοινωνικοί και θρησκευτικοί μεταρρυθμιστές καλλιέργησαν τις περιφρονημένες ως τότε γλώσσες, που μόνο τις μιλούσαν ή τις χρησιμοποιούσαν στο λαϊκό τραγούδι. Ταυτόχρονα όμως έχομε και ένα άνθισμα του κλασικισμού, με ιδανικό ως προς το γλωσσικό μέρος την καλλιέπεια, την eloquentiam.

Ο τέτιος κλασικισμός στάθηκε χρησιμώτατος στη διάπλαση όλων των γλωσσών και των νεολατινικών και των αγγλοσαξωνικών και των σλαβικών ακόμη. Γιατί η καλλιέπεια, που τα πρότυπά της τ’ αναζητούσαν στους κλασικούς συγγραφείς της Ρώμης και των Αθηνών, συνειδητά ή υποσυνείδητα βοηθούσε τη διαμόρφωση των γλωσσών αυτών, τις πλούτιζε με εκφραστικούς τρόπους, τους μετάδινε αρετές του ύφους, ακρίβεια, αποχρώσεις, λεπτότητα, σαφήνεια. Έτσι έγιναν οι κλασικοί των Αθηνών και της Ρώμης το σχολείο των μεγάλων συγγραφέων, και αυτή την έννοια είχε όχι μόνο τότε μα και αργότερα στη Γερμανία του Γκαίτε λ.χ. και έχει και σήμερα ακόμη ο σωστός γλωσσικός κλασικισμός για όλα τα πνεύματα, που κήρυξαν την ανεκτίμητη αξία του.

Η θρησκεία μας δίνει και αυτή δείγματα τέτιου ιστορισμού. Έτσι ο χριστιανισμός όχι μόνο στην αρχική του διαμόρφωση αφομοίωσε από τον αρχαίο κόσμο τις θρησκευτικές, φιλοσοφικές και ηθικές αντιλήψεις, που συμφωνούσαν με τις βασικές του τάσεις, μα και αργότερα στους μακρούς αιώνες, που εξακολούθησε η διάπλασή του, η απολογητική του, η διατύπωση των δογμάτων του καθώς και της λατρείας του, της αγιολογίας και υμνολογίας του, δεχόταν διαρκώς και αφωμοίωνε τα στοιχεία, που έπαιρνε από τον αρχαίο κόσμο.

Ας θυμηθούμε λ.χ. ποια σημασία είχεν η αρχαία μόρφωση σε διάνοιες καθώς του Ιωάννου Χρυσοστόμου, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του Βασιλείου του Μεγάλου. Αυτή ήταν δημιουργική αφομοίωση και όχι νοσηρός ιστορισμός.

Ως προς τα πολιτειακά και κοινωνικά καθεστώτα και αν ακόμη δε λάβωμε υπ’ όψει τα στηρίγματα που ζήτησαν στις αντιλήψεις της ιδανικής πολιτείας του Πλάτωνα για να διαμορφώσουν την εκκλησιαστική οργάνωση στο μεσαίωνα, έχομε την ολοφάνερη επίδραση, που είχαν οι δημοκρατικές ιδέες των Αθηνών στους πνευματικούς πρόμαχους της αστικής τάξης το 18ο αιώνα και ακόμη στη διάνοια των πολιτικών αρχηγών την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Κοινολογημένη όμως είναι και η επίδραση, που είχε η μελέτη του αρχαίου κόσμου στις διάνοιες των Άγγλων πολιτικών, που σιγά σιγά με μια μακρόχρονη εξέλιξη έδωσαν τον τύπο του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως τον έχουν τα περισσότερα σημερινά κράτη.

Στη φιλοσοφία ο δημιουργικός ιστορισμός γονιμοποίησε τις φιλοσοφικές μελέτες. Όταν έπαψε η απόλυτη θρησκευτική πίστη στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη, έγινεν αυτών των ίδιων η μελέτη αφορμή για να πλουτίζεται η φιλοσοφική εμπειρία και να παίρνη αφετηρία την αρχαία σκέψη για να εξετάση με νέα μάτια όλα τα προβλήματα.

Μα και όλη η αρχαία διανόηση από την ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου ως τις μεταφυσικές και ηθικές αντιλήψεις των Στωικών, των Επικούρειων και των Νεοπλατωνικών γονιμοποίησε τα νεώτερα συστήματα και σήμερα δεν είναι πια νοητή ζωντανή φιλοσοφία χωρίς ιστορικό προσανατολισμό, που απ’ αυτόν ξεκινά κάθε προσπάθεια για τις νέες τελειότερες λύσεις, που θέλει να μας παρουσιάσει.

Στη λογοτεχνία και στις καλές τέχνες είναι και πιο φανερή και πιο χτυπητή και για τους πολλούς η γονιμοποίηση που έφερε σ’ εποχές ολόκληρες από τη Ρώμη ως την Ιταλία της Αναγέννησης και ως στη Γαλλία του ΙΖ΄ και τη Γερμανία του ΙΗ΄ αιώνα και φέρνει ακόμη και σήμερα σε κάθε μεγάλο λογοτέχνη και καλλιτέχνη η μελέτη των αρχαίων προτύπων.

Στην ανασκόπησή μας αυτή, που μας έδωσε παραδείγματα των δύο ειδών ιστορισμού, του δημιουργικού από τη μια, του στείρου από την άλλη, περιωριστήκαμε στον πιο συνηθισμένο και γενικώτερο τύπο του κλασικιστικού ιστορισμού. Τα ίδια όμως θα μας έδειχνε, αν και σε στενώτερα όρια, και του ρωμαντικού ιστορισμού η εξέταση. 

Έργο του Γιάννη Γαϊτη

Αίτια και όροι των μορφών του ιστορισμού

Η διαφορά όμως από το ένα άκρο στο άλλο είναι τόσο μεγάλη, που καταντά προβληματικό γιατί τη μία φορά σ’ ένα λαό η στροφή προς τα περασμένα να γίνεται εμπόδιο της ζωής και την άλλη φορά να της δίνη δύναμη και ορμή για νέα δημιουργία.

Είναι φανερό, πως το βαθύτερο αίτιο για την αντίθεση που μας παρουσιάζεται είναι η διαφορά των όρων, με τους οποίους γίνεται η στροφή προς τα περασμένα.

Κι επειδή φυσικά η διαφορά των όρων δε βρίσκεται στις αξίες του παρελθόντος αυτές καθ’ εαυτές, γιατί αυτές ως αντικειμενικά δεδομένα έχουν σταθερότητα απόλυτη ίσως και μεγαλύτερη από τη σταθερότητα των βιολογικών ή φυσικών γεγονότων, έπεται χωρίς άλλο πως η διαφορά οφείλεται στους υποκειμενικούς όρους, που μ’ αυτούς ένας λαός σε ωρισμένη στιγμή της ζωής του ατενίζει το παρελθόν, είτε δικό του είναι είτε ξένο κλασικό.

Ο δημιουργικός ιστορισμός ποτέ δεν είναι αυτούσια μίμηση αλλά μετουσίωση των αξιών. Πώς όμως είναι δυνατή μια τέτια μετουσίωση; Πού βρίσκονται τα στοιχεία που θ’ αποτελέσουν την αφομοιωτική δημιουργική βάση; Και ποια είναι η ψυχική διάθεση, που θα κάνη δυνατή την αφομοίωση και το χύσιμο των παλιών αξιών σε νέες;

Όταν το παρόν περιφρονείται και θεωρείται μηδαμινό και χυδαίο και όταν το παρελθόν λατρεύεται απόλυτα, είναι φανερό, πως ούτε τα αφομοιωτικά στοιχεία υπάρχουν ούτε η δημιουργική ψυχική διάθεση. Τότε έχομε το στείρο ιστορισμό. Όταν υπάρχη συνείδηση αξίας του παρόντος και πόθος για εξύψωσή του σε ανώτερη τελειότερη μορφή, τότε υπάρχουν οι όροι για την ανάπτυξη γόνιμου ιστορισμού. Ώστε το χαραχτηριστικώτερο γνώρισμα μιας δημιουργικής εποχής είναι η θέση απέναντι στο παρόν. «Το παρελθόv είναι καλό, αλλά εμείς βοηθούμενοι απ’ αυτό και παίρνοντας ό,τι μπορούμε θέλομε να δημιουργήσωμε κάτι καλύτερο, κάτι δικό μας, βγαλμένο από το σημερινό είναι μας, από το εγώ μας». Αυτή είναι η θέση του δημιουργικού ιστορισμού.

Η προσπάθειά μας λοιπόν για να ξεκαθαρίσωμε το πρόβλημα του ιστορισμού, να βρούμε τα βαθύτερα αίτια, που καθορίζουν την εμφάνιση του με ωρισμένη μορφή σ’ εποχές ολόκληρες ή και σε άτομα, μας έδειξε, πως ο σημαντικώτερος όρος που γεννά τις διαφορές, είναι η σχέση με το παρόν, η επίγνωσή του, η πεποίθηση σ’ αυτό

«Το παρελθόν είναι το απόλυτο καλό. Δεν έχομε να κάνωμε τίποτε άλλο παρά να φτάσωμε σε κείνο, να το μιμηθούμε. Το παρόν μας είναι ελεεινό και ανάξιο προσοχής, δημιούργημα ξεπεσμού». Αυτή είναι ή θέση του άγονου ιστορισμού.

Μόνο ένα δυνατό εγώ, στηριγμένο σε αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση μπορεί να γνωρίση το παρελθόν και να ζητήση σ’ αυτό τα γόνιμα και χρήσιμα σπέρματα, γιατί και αυτή η κατανόηση του παρελθόντος προϋποθέτει επίγνωση του παρόντος και ορμή δημιουργική. Γιατί αλλιώς λείπει και αυτό το μέτρο για να κριθούν τα περασμένα. Όλα θεωρούνται καλά, ακόμη και τα τιποτένια και τ’ ασήμαντα και τα κακά.

Το τι αξίζει από το παρελθόν κρίθηκε πάντα στις δημιουργικές εποχές από το τι ήθελε το παρόν. Οι δημιουργικές εποχές δεν παίρνουν το κάθε τι από τα περασμένα. Εκείνο μόνο βλέπουν, εκείνο αισθάνονται, εκείνο εκτιμούν κι εκείνο αφομοιώνουν, που τους κάνουν ικανούς να ιδούν, να αισθανθούν, να εκτιμήσουν και ν’ αφομοιώσουν οι ανάγκες του παρόντος. Πάντα το παρελθόν ιδώθηκε μέσα από το πρίσμα του παρόντος. Ο χριστιανισμός ζήτησε μόνο τα συγγενή και χρήσιμα στοιχεία, φιλοσοφικές, ηθικές και θρησκευτικές αντιλήψεις που συμμορφώνονταν με το είναι του. Οι Άραβες στη δημιουργική τους εποχή πήραν από τους αρχαίους τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία. Η Αναγέννηση, που είχεν ανάγκη από τις ποιητικές και γλωσσικές μορφές για να δίνη ανάλογους τύπους στις εθνικές γλώσσες και τις λογοτεχνίες, ζήτησε ν’ αντλήση από την αρχαία ποίηση και τη ρητορική. Ήθελε την eloquentiam.

Η εποχή του ορθολογιστικού διαφωτισμού αν και απορρίπτοντας την παράδοση, ζητούσε και αυτή στους αρχαίους την ελεύθερη φυσική διανόηση∙ ο Ρουσσώ έπλαττεν ένα φανταστικό παρελθόν αρμονισμένο με τις θεωρίες του, ενώ πάλι ο νεοανθρωπισμός στο τέλος του ΙΗ΄ και την αρχή του ΙΘ΄ αιώνα ζητούσε προ πάντων το ιδανικό της καλοκαγαθίας, του τέλειου άτομου. Γι’ αυτό ακόμη οι πρωτεργάτες της γαλλικής επανάστασης μελετούσαν τις πολιτειακές ταραχές των Αθηνών και τους λόγους και τις πράξεις των δημαγωγών του Ε΄ και του Δ΄ αιώνα π.Χ.

Γι’ αυτό ακόμη ο επιστημονισμός στο δεύτερο ήμισυ του ΙΘ΄ αιώνα ζητά στην αρχαιότητα τις ρίζες των σημερινών επιστημών. Γι’ αυτό ακόμη τώρα, που τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα είναι φλέγοντα στον Ευρωπαϊκό κόσμο, τώρα και μόνον αναζητά το ιστορικό μάτι να βρη τα ανάλογα κινήματα και τις λύσεις, που τους δόθηκαν στον αρχαίο κόσμο. Πριν ούτε φαντάζονταν καν οι άνθρωποι πως υπήρξαν τέτια ζητήματα στην αρχαία εποχή (**).

Αυτή η εξάρτηση που έχει και η κατανόηση και η επίγνωση και η εκμετάλλευση του παρελθόντος από το παρόν, μας εξηγεί ακόμη και το φαινόμενο του εκφυλισμού του κλασικισμού, που παρουσιάζεται κανονικά ύστερα από κάθε δημιουργική εποχή. Όταν δηλ. μία ανάγκη σύγχρονη, που ωδήγησε τους ανθρώπους ν’ αναζητήσουν στο παρελθόν μιαν ωρισμένη αξία και σ’ αυτήν κυρίως να προσέξουν και απ’ αυτήν να ωφεληθούν, ικανοποιηθή και πάψη πια να είναι αισθητή, τότε αν εξακολούθηση ακόμη μηχανικά η προσπάθεια για εκμετάλλευση της ίδιας αξίας, επειδή πια αυτή δεν ανταποκρίνεται σε καμιά ουσιαστική ανάγκη του παρόντος, εκφυλίζεται σε αυτούσια μίμηση του τύπου μόνο και της εξωτερικής μορφής και έτσι ξεπέφτει στο επίπεδο του άγονου ιστορισμού. Έτσι κάθε εποχή σωστού και γερού κλασικισμού, την ακολουθεί συνήθως μια εποχή ψευτοκλασικισμού και τυπολατρείας. Αυτό έγινε στην Ευρώπη το ΙΖ΄ και τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνα, αυτό έγινε και στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα.

Την πρώτη φορά εκφυλίστηκε σε ψευτοκλασικισμό ο Humanismus τη δεύτερη φορά ο Neuhumanismus.

Η ίδια ακόμη εξάρτηση μας εξηγεί γιατί υπάρχει τόση συγγένεια μεταξύ αρχαιομανίας και ξενομανίας.

Λαοί, που δεν έχουν συνείδηση του εγώ των και αυτοπεποίθηση, λατρεύουν κάθε τι ξένο και το μεταφέρνουν αυτούσιο στον εαυτό τους. Έτσι η ψευτοκλασική Ελλάδα του ΙΘ΄ αιώνα είναι ταυτόχρονα και ξενολάτρισσα. Σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής και πνευματική ζωής της βρίσκει κανείς τις δυο αυτές κύριες γραμμές, τυφλή αρχαιομανία και τυφλή ξενομανία, όπου και οι δυο εννοείται τάσεις στρέφονται στον εξωτερικό τύπο και όχι στην ουσία.

Η προσπάθειά μας λοιπόν για να ξεκαθαρίσωμε το πρόβλημα του ιστορισμού, να βρούμε τα βαθύτερα αίτια, που καθορίζουν την εμφάνιση του με ωρισμένη μορφή σ’ εποχές ολόκληρες ή και σε άτομα, μας έδειξε, πως ο σημαντικώτερος όρος που γεννά τις διαφορές, είναι η σχέση με το παρόν, η επίγνωσή του, η πεποίθηση σ’ αυτό. Αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση ατομική, αυτεπίγνωση και αυτοπεποίθηση εθνική, υψηλή συνείδηση του εγώ και δύναμη, που πηγάζει απ’ αυτά, ειλικρίνεια, πόθος του νέου, και ορμή δημιουργική είναι οι όροι, που γεννούν το γόνιμο ιστορισμό. Καταφρόνηση της πραγματικότητας, απομάκρυνση απ’ αυτή, αρχοντοχωριατιά και ψεύτισμα του αληθινού εγώ, ιδεολογία οπισθοδρομική, προσκόλληση σε ξένες αξίες αυτούσιες, συνωδευμένη μ’ ένα τυφλό και άκριτο θαυμασμό γι’ αυταπάτη δημιουργική είναι οι όροι, που γεννούν το στείρο και νοσηρό ιστορισμό.

Σημειώσεις

* Σημείωση της έκδοσης των εκδόσεων Στοχαστής: Ανακοίνωση στην «Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», 13 Μάρτη 1920. Αναδημοσιεύεται από το φυλλάδιο που κυκλοφόρησε στα 1920 με τίτλο: Δ. Γληνού, Δημιουργικός Ιστορισμός, Αθήνα Βιβλ. Ι. Ν. Σιδέρη 1920, σχ. 8ο, σελ. 25.

** Σημείωση του συγγραφέα: Χαρακτηριστικό είναι τόνομα του Σπάρτακου που πήρε από τη Ρωμαϊκή Ιστορία ο Liebknecht αλληγορώντας τόνομά του (φίλος των δούλων) μα και αναζητώντας πρότυπο για τη δράση του στον αρχαίο κόσμο.

*** Σημείωση του Δρόμου: Έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του αρχικού κειμένου εκτός από την πολυτονική μορφή, η οποία δεν κρατήθηκε για τεχνικούς λόγους. Αναδημοσιεύεται από το βιβλίο «Δημήτρη Γληνού, Εκλεκτές σελίδες», τόμος τέταρτος, εκδόσεις Στοχαστής, 1972.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!