του Κώστα Δημητριάδη
Ο ραγδαίος ρυθμός των εξελίξεων, τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. και ΝΑΤΟ όσο και σε ό,τι αφορά το ξεδίπλωμα της τουρκικής επιθετικότητας, επιβάλλει την έξοδο από ένα σύρσιμο πίσω από τα καθημερινά γεγονότα και την ανάπτυξη μιας συνολικότερης οπτικής για τα πράγματα.
Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, πάνω στο έδαφος των πολλαπλών αντιθέσεων που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στους κόλπους της Δύσης, σήμερα εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση πολυεπίπεδες φυγόκεντρες και αποσυνθετικές τάσεις στο χώρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλο και περισσότερο ένα παλιότερο πολιτικό τοπίο που καθοριζόταν από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την πρόταξη του οικονομικού επιπέδου, δίνει τη θέση του σε μορφές πιο κοντινές με την «πολιτική Μεγάλων Δυνάμεων και αξόνων» των αρχών του 20ού αιώνα. Σημαντική εκδήλωση αυτής της τάσης είναι το διαρκώς αυξανόμενο βάρος των διμερών σχέσεων ανάμεσα σε κράτη-μεγάλους παίκτες, με παράκαμψη του θεσμικού πλαισίου της γερμανοκεντρικής Ε.Ε.
Στα περιορισμένα πλαίσια αυτού του σημειώματος δεν θα προχωρήσουμε σε μια συνολικότερη προσπάθεια διερεύνησης των πολύμορφων επιδιώξεων, τάσεων και αντιθέσεων που εμφανίζονται. Όμως ακριβώς λόγω του βαρύνοντα ρόλου που παίζουν στις ελληνικές εξελίξεις, οφείλουμε να επισημάνουμε ιδιαίτερα δύο σημαντικές εξελίξεις. Αφενός, την επανεμφάνιση ενός γερμανοτουρκικού άξονα ως βασικού μοχλού για την προώθηση των γερμανικών επιδιώξεων στο χώρο των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής – μια δυσμενή εξέλιξη σημαντικής εμβέλειας, που πρέπει να αντιμετωπιστεί σοβαρά. Αφετέρου, την αναβίωση της γαλλικής επιδίωξης άσκησης διακριτού ρόλου, και ειδικότερα το γαλλικό ενδιαφέρον για την Ανατολική Μεσόγειο και τη θέση αντίθεσης που προβάλλει η Γαλλία απέναντι στις εκδηλώσεις του τουρκικού επεκτατισμού σε αυτή την περιοχή. Αυτός ο παράγοντας θα μπορούσε να προσθέσει σημαντικές δυνατότητες σε μία προσπάθεια ενίσχυσης της αποτρεπτικής δυνατότητας της Ελλάδας απέναντι στην τουρκική απειλή.
Επιπλέον, η ισχύς και το γεωπολιτικό βάρος της Τουρκίας εμφανίζονται ιδιαίτερα αναβαθμισμένα. Μετά την καταρχήν επιτυχημένη προβολή ισχύος με τη διείσδυσή της στη βόρεια Συρία και την ανοχή που επέδειξαν ΗΠΑ και Ρωσία, η Τουρκία κινείται ταχύτατα με σκοπό την παγίωση ευρύτατων τετελεσμένων στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο, ενισχυμένη και από τη συμπεριφορά των Μεγάλων Δυνάμεων, που δείχνει να κυμαίνεται μεταξύ αμήχανης ανοχής και συγκρατημένης επιφύλαξης. Σε κάθε περίπτωση, η Τουρκία αναγνωρίζεται από όλες τις πλευρές σαν αναντικατάστατος για τα συμφέροντά τους γεωπολιτικός παίκτης: αυτό ισχύει για τις ΗΠΑ (τις ξεχωριστές πτέρυγες του βορειοαμερικανικού πολιτικού συστήματος, παρ’ όλες τις αποχρώσεις τους και τις συγκρουόμενες προτεραιότητές τους), για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις και κυρίως τη Γερμανία (με τη Γαλλία να αντιτίθεται στις τουρκικές επιδιώξεις), και για τη Ρωσία.
Η κατάσταση, πλευρές της οποίας θίξαμε συνοπτικά παραπάνω, παραμερίζει με βίαιο τρόπο βασικές παραδοχές πάνω στις οποίες στηρίζεται η ελληνική πολιτική, εξωτερική και εσωτερική, για την αντιμετώπιση (ή ίσως ακριβέστερα για τη διαχείριση) της τουρκικής απειλής.
- Η στήριξη της προστασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στο σχήμα «τα ελληνικά σύνορα είναι σύνορα της ΕΕ», και πολύ περισσότερο η επίκληση της «ευρωπαϊκής πορείας» της Τουρκίας, χάνει οποιαδήποτε ρεαλιστικότητα. Η ανασύσταση ενός «γερμανοτουρκικού άξονα» και η εξέλιξη του μεταναστευτικού μέσα σε αυτό το πλαίσιο σε γεωπολιτικό πρόβλημα διπλής (γερμανοευρωπαϊκής και τουρκικής) πίεσης προς την Ελλάδα, μαζί με τη γερμανική πολιτική στο χώρο των Δυτικών Βαλκανίων, δημιουργούν συνθήκες περικύκλωσης για την Ελλάδα. Τουρκική απειλή, μεταναστευτικό και βαλκανικές ρευστές εξελίξεις αλληλοσυνδέονται πλέον στενά, και απαιτούν ενιαία αντιμετώπιση.
- Τα συσσωρευμένα αποτελέσματα και η συνέχιση στις παρούσες συνθήκες της πολιτικής κατευνασμού της Τουρκίας, και οι πιέσεις που ασκούν τα Δυτικά κέντρα προς αυτήν την κατεύθυνση, οδηγούν ταχύτατα σε άμεσο κίνδυνο την ακεραιότητα της χώρας, Η επιδεικτική ΝΑΤΟϊκή «ουδετερότητα», εκφράζοντας τη συνισταμένη των πολλαπλών βουλήσεων (αμερικανικών και ευρωπαϊκών), αποκαλύπτει σαφώς την κρισιμότητα της κατάστασης.
Η εσωτερική πολιτική κατάσταση
Η ελληνική εξωτερική πολιτική αυτή τη στιγμή κυρίως προσπαθεί να μπλοκάρει την αναβαθμισμένη τουρκική απειλή που προκύπτει από το σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης, ή έστω να την παγώσει ή να καθυστερήσει την εξέλιξή της, μέσα στα όρια που θέτουν οι τοποθετήσεις των διαφόρων Δυτικών κέντρων. Ταυτόχρονα συνεχίζεται ένας «διάλογος» με την Τουρκία κάτω από το βάρος των εξαιρετικά διευρυμένων τουρκικών απαιτήσεων. Είναι χαρακτηριστική η εκτίμηση Μητσοτάκη μετά την συνάντηση με τον Ερντογάν, ότι «οι δυσκολίες με την Τουρκία μπορούν να ξεπεραστούν αν και οι δύο πλευρές δείξουν καλή διάθεση». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) παγιώνονται ως το καλόηχο όνομα που καλύπτει τα διαδοχικά βήματα παραίτησης της ελληνικής πλευράς από την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της.
Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα, στήνοντας διχασμούς και διαχωρισμούς μέσα στο κοινωνικό σώμα, στέκεται σημαντικό εμπόδιο στην όποια ουσιαστικού περιεχομένου πολιτικοποίηση των αντιδράσεων απέναντι σε όσα μεθοδεύονται
Η δυναμική των εξελίξεων δείχνει να θέτει σε ισχυρή δοκιμασία τις αντοχές βασικών πλευρών της κυρίαρχης αφήγησης που προωθούσε μέχρι τώρα το ελληνικό πολιτικό σύστημα στο εσωτερικό της χώρας. Πρώτα απ’ όλα, ο μέχρι πολύ πρόσφατα πανταχόθεν αναπαραγόμενος ισχυρισμός περί της αδυναμίας και της απομόνωσης της Τουρκίας δεν μπορεί πλέον με τίποτα να σταθεί. Επιπλέον, ο συστηματικός υποβιβασμός των τουρκικών απαιτήσεων στην οικονομική τους διάσταση, της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων, και η εξ αυτού προβαλλόμενη αντίληψη ότι μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός στα όρια ενός «αποδεκτού» οικονομικού διαμοιρασμού και ίσως συνεκμετάλλευσης, ανατρέπεται επίσης κραυγαλέα από την ίδια την εξέλιξη των τουρκικών απαιτήσεων.
Ήδη μέσα στο πολιτικό σύστημα εμφανίζονται ξεχωριστοί πόλοι και στοιχίσεις που προϊδεάζουν για τις δυσκολίες της διαχείρισης των εξελίξεων:
- Το ευρύ μπλοκ που προσπαθεί να προετοιμάσει το έδαφος για ενδοτικούς «επώδυνους συμβιβασμούς» και σημαντικές απώλειες κυριαρχικών δικαιωμάτων (Σημίτης, αλλά και κύκλοι μέσα στην ΝΔ: Ντόκος κ.ά.).
- Η ΝΔ ήδη εμφανίζει στο εσωτερικό της σημαντικά ρεύματα με συνολικές και έντονες κριτικές παρεμβάσεις τόσο για τα ελληνοτουρκικά όσο και για το προσφυγικό. Αξιοσημείωτο είναι το περιεχόμενο των πρόσφατων παρεμβάσεων του Καραμανλή, που επισημαίνει τις κεντρικές εξωτερικές και εσωτερικές προϋποθέσεις για την υπεράσπιση της χώρας και εκτιμά με ουσιαστικό τρόπο το διεθνές σκηνικό, και ιδιαίτερα τον ρόλο των ΗΠΑ και της Ε.Ε., παίρνοντας σημαντικές αποστάσεις από την πεπατημένη που θέτουν τα όρια της πολιτικής υποτέλειας και ενδοτισμού. Η κινούμενη σε άλλο μήκος κύματος, εθνικιστικής και ακροδεξιάς κοπής, πρόσφατη ομιλία Σαμαρά στο συνέδριο της ΝΔ, καθώς και κάποιες παρεμβάσεις του περιβάλλοντός του, δεν πρέπει επίσης να περάσουν απαρατήρητες: δείχνουν σαφή γνώση των διαμορφούμενων συνθηκών και φαίνονται να εκτιμούν το ενδεχόμενο μιας προοπτικής που θα τους επέτρεπε να καρπωθούν τη δυσφορία από τις αναμενόμενες πολιτικές εξελίξεις.
- Ένα ευρύ ρεύμα στην Κεντροαριστερά, με επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ και διάφορους χώρους της «ανανεωτικής αριστεράς» και του Σημιτισμού, προβάλλει επίμονα οτιδήποτε μπορεί να λειτουργήσει αποδιαρθρωτικά για τη συγκρότηση στο εθνικό επίπεδο. Στην ουρά αυτού του ρεύματος θα βρει κανείς και έναν σημαντικό, ποικίλων εκφράσεων, αριστερό ακολουθητισμό.
- Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην από κοινού επιδίωξη συσκότισης των γεωπολιτικών διαστάσεων του προσφυγικού, και στην προώθηση της απόφασης να λειτουργήσει η χώρα σαν φράχτης – χώρος συσσώρευσης των μεταναστευτικών ροών. Η ΝΔ αισθάνεται ήδη σημαντικές δυσκολίες στις σχέσεις της με τα ακροατήριά της σχετικά με το ζήτημα αυτό (χαρακτηριστική η στάση των περιφερειαρχών και των δημάρχων της), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και οι χώροι που επηρεάζει πρωταγωνιστούν σε επιθετικότητα και καταγγέλλουν την οποιαδήποτε αντίδραση σαν ρατσιστική, εθνικιστική ή φασιστική. Προβάλλεται έντονα από εκπροσώπους της ΣΥΡΙΖΑϊκής διανόησης ένα «περίεργο» κλίμα, που παρουσιάζει την Ελλάδα σαν μία χώρα μεγάλων δυνατοτήτων η οποία επιβάλλεται να ανοίξει τα σύνορά της και να δεχθεί τους πάντες χωρίς όρια. Αδιαφορώντας προκλητικά για το ότι τα πολλαπλά βάρη του προσφυγικού τα φέρουν οι πιο υποβαθμισμένες περιοχές και τα φτωχότερα τμήματα της κοινωνίας.
- Το πολιτικό σύστημα παρουσιάζει δείγματα εσωτερίκευσης των αντιθέσεων ανάμεσα στα διάφορα Δυτικά κέντρα, και ανάδυσης ξεχωριστών μερίδων που η κάθε μία τους υιοθετεί τις προτεραιότητες κάποιου αμερικανικού ή ευρωπαϊκού κέντρου. Εξέλιξη ιδιαίτερα δυσμενής σε μία περίσταση που απαιτείται η χάραξη μιας ενιαίας γραμμής.
Ο αβέβαιος ρυθμός των εξελίξεων και το «τι πρέπει να γίνει;»
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι περίεργη η αφωνία της κοινωνίας, ούτε το δυσανάλογο βάρος που αποκτούν –και υπερπροβάλλονται ώστε να αποκτήσουν– οι συντηρητικές, αγριανθρωπικές και ακροδεξιές αντικοινωνικές συμπεριφορές. Το πολιτικό σύστημα, στήνοντας διχασμούς και διαχωρισμούς μέσα στο κοινωνικό σώμα, στέκεται σημαντικό εμπόδιο στην όποια ουσιαστικού περιεχομένου πολιτικοποίηση των αντιδράσεων απέναντι σε όσα μεθοδεύονται και ο κόσμος καταλαβαίνει ότι θα πέσουν στο κεφάλι του. Αυτό το πολιτικό σύστημα είναι και πάλι πολύ δυσμενές για τις τύχες της χώρας, σε μια στιγμή που το κεντρικό ζήτημα είναι η ενίσχυση της άμυνάς της. Από όλες τις πλευρές: και τις στρατιωτικές και τις πολιτικές και τις συνειδησιακές.
Όμως ο ρυθμός των εξελίξεων είναι αβέβαιος και η σκέψη δεν πρέπει να προσπερνά με υπερβατικά σχήματα τον επείγοντα χαρακτήρα που θέτουν οι περιστάσεις. Η εκδήλωση μιας πολιτικής κρίσης εθνικής εμβέλειας κάθε άλλο παρά είναι ένα εξαιρετικά απομακρυσμένο ενδεχόμενο, και σε τέτοιες καταστάσεις οι αντιστάσεις και η διέξοδος καταρχήν επιχειρούνται με αυτά που υπάρχουν. Αυτό που μπορεί να κάνει τη διαφορά είναι η επίγνωση της κατάστασης, ο προσανατολισμός σε σχέση με τις προτεραιότητες και η οικοδόμηση μιας πλατιάς εθνικής ενότητας για την υπεράσπιση του λαού και της χώρας.