Το αναγκαίο μέτωπο, οι στρατηγικές και ο τακτικός δρόμος. Της Σοφίας Σακοράφα
Την ημέρα της ανακοίνωσης της πολιτικής συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ, με επίταση τόνισα μια ιστορική αναλογία. Εξήγησα ότι η σημερινή κυβέρνηση, στo πλαίσιo του ανελέητου οικονομικού πολέμου, έχει στόχο αφενός τη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των πυλώνων του, αφετέρου την εξόντωση του λαού, το ξεπούλημα της πατρίδας μας, το γκρέμισμα της δημοκρατίας.
Αυτός είναι στόχος ακριβείας.
Υποστήριξα, λοιπόν, ότι σε ανάλογες ιστορικές στιγμές ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε, μέσα από τη συγκρότηση ενός μετώπου με χαρακτηριστικά κοινωνικοαπελευθερωτικά και εθνικοανεξαρτησιακά.
Αυτή τη ζωντανή ιστορική μνήμη δεν την ανασύρω ως καταφύγιο, αλλά τη θεωρώ αδήριτο όρο για τη λαϊκή αντεπίθεση.
Επανέρχομαι στην άποψη αυτή, απευθύνοντας το ψυχαναλυτικού τύπου ερώτημα που έθεσε ο Σλαβόι Ζίζεκ πριν από κάποιους μήνες: «Θέλουμε, πραγματικά, να κάνουμε αυτό που λέμε ότι θέλουμε να κάνουμε;».
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι αυτό που θέλουμε να κάνουμε, ο στρατηγικός στόχος δηλαδή, είναι για τον καθένα διαφορετικός.
Ας υποθέσουμε ακόμη ότι ο «δικός μου» στρατηγικός στόχος είναι ο πλέον ρεφορμιστικός.
Ας υποθέσουμε ότι το ιδεολογικό «μου» όριο εξαντλείται στα όρια του συστήματος.
Και λέω ας υποθέσουμε, γιατί δεν είναι καθόλου έτσι, αλλά για τη συνέχεια, αυτή η υπόθεση εργασίας είναι χρήσιμη.
Υπάρχει, λοιπόν, και η άποψη ότι ακριβώς επειδή ο στρατηγικός «μου» στόχος κινείται εντός των ορίων τούτου του συστήματος, κάποιες δυνάμεις δεν μπορούν να συγκροτήσουν μέτωπο «μαζί μου».
Και όπου «μου» δεν αναφέρομαι στο πρόσωπό μου, αλλά σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που καλούνται να συγκροτήσουν το μέτωπο αυτό.
Ρωτώ λοιπόν, βάσει του ερωτήματος που έθεσε ο Ζίζεκ. Εάν πράγματι θέλουν να κάνουν αυτό που λένε ότι θέλουν, θέλουν, δηλαδή, το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μέσω μιας επαναστατικής διαδικασίας, ποιος είναι ο δρόμος, ποιος είναι, δηλαδή, ο αναγκαίος τακτικός δρόμος;
Θα παραθέσω τη δική μου λογική.
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από προϊούσα εμπορευματοποίηση των πάντων, αλλά κυρίως την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, του χρήματος και της γης.
Σε πολιτικό επίπεδο αυτό υλοποιείται από μια κυβέρνηση που καταρρακώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελευθερία, που συσσωρεύει τον πλούτο στους ισχυρούς, που ξεπουλά γη και φυσικούς πόρους.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι οποιαδήποτε πράξη ανατρέπει τη δυνατότητα του συστήματος να εξασφαλίσει τους οικονομικούς και τους πολιτικούς όρους της επιβίωσής του, αντιτίθεται στην ίδια τη λογική του συστήματος και δημιουργεί πεδίο για σημαντικές κοινωνικές αλλαγές.
Η αντίσταση στην κυριαρχία του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα της άμυνας και του περιορισμού της ασυδοσίας των κερδοσκόπων. Εμπεριέχει, κυρίως, την άρνηση της επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων μέσω των λύσεων των συστημικών μηχανισμών.
Λύσεις που παράγουν φτώχεια, εξαθλίωση, ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, γκρέμισμα των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών, κατάλυση της δημοκρατίας είναι οι λύσεις που βολεύουν στη φάση αυτή την επιβίωση του συστήματος.
Από την άλλη, λύσεις που ισχυροποιούν οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά το λαό, είναι το αναγκαίο μεταβατικό στάδιο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, γιατί κανένας μετασχηματισμός δεν πραγματοποιείται χωρίς την ισχυρή παρουσία του λαού.
Κατά τη διάρκεια αυτής της μετωπικής διαδικασίας που έχει σα στόχο ακριβείας την ισχυροποίηση του λαού, οι δυνάμεις που οικοδομούν το μέτωπο είναι αυτοτελείς, δηλαδή «βαδίζουν χωριστά», αλλά έχουν ένα κοινό στόχο «να χτυπήσουν μαζί».
Στην πορεία ανάπτυξης αυτής της τακτικής, εάν πραγματικά θέλουν να κάνουν αυτό που λένε ότι θέλουν, θα πρέπει να νοούν αυτό το μέτωπο όχι ως συμμαχία με τη ρεφορμίστρια «Σακοράφα», που είναι πιθανόν να εξαπατήσει και να προδώσει την επανάσταση, αλλά ως συμμαχία με τους φορείς, τις ομάδες, τα πρόσωπα των ίδιων των μαζών που μπορεί να πιστεύουν στη ρεφορμίστρια Σακοράφα, ενάντια στην αστική τάξη.
Να το νοούν δηλαδή ως ώριμη δυνατότητα διαπαιδαγώγησης. «Ο καπιταλισμός δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο “ιδανικούς”, αλλά μόνο με μια οικονομική ανατροπή. Το προλεταριάτο όμως που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή».
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Είναι αυτός ο λόγος που αποτόλμησα την ιστορική αναλογία με το ΕΑΜ. Γιατί για μια δεύτερη φορά στην ιστορία έχουμε τη δυνατότητα να συνενώσουμε το εξής δύσκολο, σύμφωνα με τον Λένιν: Να συνενώσουμε την πάλη για τη δημοκρατία με την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, υποτάσσοντας την πρώτη στη δεύτερη.
Είναι, επίσης, αυτός ο λόγος που υπενθύμισα τον Ζίζεκ. Γιατί εάν πραγματικά θέλουμε να κάνουμε αυτό που λέμε ότι θέλουμε να κάνουμε, για μια δεύτερη φορά στην ιστορία έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε αυτό που έκανε και ο Λένιν: να μην ξεχνάμε ότι μπορεί να ανάψει η πάλη για το κύριο, για την επανάσταση, όταν αρχίσει και η πάλη για το μερικότερο, τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία, την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση.
Μπροστά μας, όμως, προβάλλει και ο ακόλουθος κίνδυνος: και αυτή η δεύτερη ιστορική ευκαιρία να χαθεί. Από φόβο ή από λανθασμένη προσέγγιση ή από σκόπιμη περιχαράκωση ή από αδυναμία.
Οι αιτίες θα αφορούν τον ιστορικό του μέλλοντος. Όπως έγινε και την πρώτη φορά. Μόνο που σήμερα υπάρχει η προηγούμενη φορά.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε «Πολύ αργότερα βλέπεις όλα όσα είχες δει».
Κι εμείς είμαστε ήδη στο πολύ αργότερα… Έχουν περάσει κοντά 70 χρόνια.
Το χρέος να δούμε είναι ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένο.
Αυτός είναι στόχος ακριβείας.
Υποστήριξα, λοιπόν, ότι σε ανάλογες ιστορικές στιγμές ο ελληνικός λαός αντιστάθηκε, μέσα από τη συγκρότηση ενός μετώπου με χαρακτηριστικά κοινωνικοαπελευθερωτικά και εθνικοανεξαρτησιακά.
Αυτή τη ζωντανή ιστορική μνήμη δεν την ανασύρω ως καταφύγιο, αλλά τη θεωρώ αδήριτο όρο για τη λαϊκή αντεπίθεση.
Επανέρχομαι στην άποψη αυτή, απευθύνοντας το ψυχαναλυτικού τύπου ερώτημα που έθεσε ο Σλαβόι Ζίζεκ πριν από κάποιους μήνες: «Θέλουμε, πραγματικά, να κάνουμε αυτό που λέμε ότι θέλουμε να κάνουμε;».
Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι αυτό που θέλουμε να κάνουμε, ο στρατηγικός στόχος δηλαδή, είναι για τον καθένα διαφορετικός.
Ας υποθέσουμε ακόμη ότι ο «δικός μου» στρατηγικός στόχος είναι ο πλέον ρεφορμιστικός.
Ας υποθέσουμε ότι το ιδεολογικό «μου» όριο εξαντλείται στα όρια του συστήματος.
Και λέω ας υποθέσουμε, γιατί δεν είναι καθόλου έτσι, αλλά για τη συνέχεια, αυτή η υπόθεση εργασίας είναι χρήσιμη.
Υπάρχει, λοιπόν, και η άποψη ότι ακριβώς επειδή ο στρατηγικός «μου» στόχος κινείται εντός των ορίων τούτου του συστήματος, κάποιες δυνάμεις δεν μπορούν να συγκροτήσουν μέτωπο «μαζί μου».
Και όπου «μου» δεν αναφέρομαι στο πρόσωπό μου, αλλά σε κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που καλούνται να συγκροτήσουν το μέτωπο αυτό.
Ρωτώ λοιπόν, βάσει του ερωτήματος που έθεσε ο Ζίζεκ. Εάν πράγματι θέλουν να κάνουν αυτό που λένε ότι θέλουν, θέλουν, δηλαδή, το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μέσω μιας επαναστατικής διαδικασίας, ποιος είναι ο δρόμος, ποιος είναι, δηλαδή, ο αναγκαίος τακτικός δρόμος;
Θα παραθέσω τη δική μου λογική.
Ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα χαρακτηρίζεται από προϊούσα εμπορευματοποίηση των πάντων, αλλά κυρίως την εμπορευματοποίηση της εργατικής δύναμης, του χρήματος και της γης.
Σε πολιτικό επίπεδο αυτό υλοποιείται από μια κυβέρνηση που καταρρακώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς και την ελευθερία, που συσσωρεύει τον πλούτο στους ισχυρούς, που ξεπουλά γη και φυσικούς πόρους.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι οποιαδήποτε πράξη ανατρέπει τη δυνατότητα του συστήματος να εξασφαλίσει τους οικονομικούς και τους πολιτικούς όρους της επιβίωσής του, αντιτίθεται στην ίδια τη λογική του συστήματος και δημιουργεί πεδίο για σημαντικές κοινωνικές αλλαγές.
Η αντίσταση στην κυριαρχία του χρήματος και του χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχει μόνο τον χαρακτήρα της άμυνας και του περιορισμού της ασυδοσίας των κερδοσκόπων. Εμπεριέχει, κυρίως, την άρνηση της επίλυσης των οικονομικών προβλημάτων μέσω των λύσεων των συστημικών μηχανισμών.
Λύσεις που παράγουν φτώχεια, εξαθλίωση, ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, γκρέμισμα των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών αγαθών, κατάλυση της δημοκρατίας είναι οι λύσεις που βολεύουν στη φάση αυτή την επιβίωση του συστήματος.
Από την άλλη, λύσεις που ισχυροποιούν οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά το λαό, είναι το αναγκαίο μεταβατικό στάδιο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, γιατί κανένας μετασχηματισμός δεν πραγματοποιείται χωρίς την ισχυρή παρουσία του λαού.
Κατά τη διάρκεια αυτής της μετωπικής διαδικασίας που έχει σα στόχο ακριβείας την ισχυροποίηση του λαού, οι δυνάμεις που οικοδομούν το μέτωπο είναι αυτοτελείς, δηλαδή «βαδίζουν χωριστά», αλλά έχουν ένα κοινό στόχο «να χτυπήσουν μαζί».
Στην πορεία ανάπτυξης αυτής της τακτικής, εάν πραγματικά θέλουν να κάνουν αυτό που λένε ότι θέλουν, θα πρέπει να νοούν αυτό το μέτωπο όχι ως συμμαχία με τη ρεφορμίστρια «Σακοράφα», που είναι πιθανόν να εξαπατήσει και να προδώσει την επανάσταση, αλλά ως συμμαχία με τους φορείς, τις ομάδες, τα πρόσωπα των ίδιων των μαζών που μπορεί να πιστεύουν στη ρεφορμίστρια Σακοράφα, ενάντια στην αστική τάξη.
Να το νοούν δηλαδή ως ώριμη δυνατότητα διαπαιδαγώγησης. «Ο καπιταλισμός δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο “ιδανικούς”, αλλά μόνο με μια οικονομική ανατροπή. Το προλεταριάτο όμως που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή».
Εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Είναι αυτός ο λόγος που αποτόλμησα την ιστορική αναλογία με το ΕΑΜ. Γιατί για μια δεύτερη φορά στην ιστορία έχουμε τη δυνατότητα να συνενώσουμε το εξής δύσκολο, σύμφωνα με τον Λένιν: Να συνενώσουμε την πάλη για τη δημοκρατία με την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, υποτάσσοντας την πρώτη στη δεύτερη.
Είναι, επίσης, αυτός ο λόγος που υπενθύμισα τον Ζίζεκ. Γιατί εάν πραγματικά θέλουμε να κάνουμε αυτό που λέμε ότι θέλουμε να κάνουμε, για μια δεύτερη φορά στην ιστορία έχουμε την υποχρέωση να κάνουμε αυτό που έκανε και ο Λένιν: να μην ξεχνάμε ότι μπορεί να ανάψει η πάλη για το κύριο, για την επανάσταση, όταν αρχίσει και η πάλη για το μερικότερο, τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία, την οικονομική και κοινωνική απελευθέρωση.
Μπροστά μας, όμως, προβάλλει και ο ακόλουθος κίνδυνος: και αυτή η δεύτερη ιστορική ευκαιρία να χαθεί. Από φόβο ή από λανθασμένη προσέγγιση ή από σκόπιμη περιχαράκωση ή από αδυναμία.
Οι αιτίες θα αφορούν τον ιστορικό του μέλλοντος. Όπως έγινε και την πρώτη φορά. Μόνο που σήμερα υπάρχει η προηγούμενη φορά.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε «Πολύ αργότερα βλέπεις όλα όσα είχες δει».
Κι εμείς είμαστε ήδη στο πολύ αργότερα… Έχουν περάσει κοντά 70 χρόνια.
Το χρέος να δούμε είναι ιστορικά και πολιτικά επιβεβλημένο.
Σχόλια