του Κώστα Γκιώνη
Τι είναι αυτό που ενώνει διαφορετικές γενιές σ’ ένα πανηγύρι; Γιατί χιλιάδες νέοι, και όχι μόνο, δίνουν (έδιναν) μάχη για να εξασφαλίσουν ένα εισιτήριο σε μια από τις συναυλίες του, που όσες κι αν έκανε ποτέ δεν ήταν αρκετές; Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου δεν είναι απλά τραγουδοποιός, είναι κοινωνικό φαινόμενο. Ως τέτοιο θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε. Οι εμφανίσεις του δεν είναι (ήταν) μια απλή συναυλία, αλλά μια κοινωνική έκρηξη αξιών, ένα εργαστήρι συναισθημάτων. Βγάζει (έβγαζε) μια αλήθεια μέσα στο ψευδεπίγραφο των καιρών μας. Το κοινό το αντιλαμβανόταν αυτό, και με το παραπάνω.
Ο Θανάσης αλλά και όλοι οι συνεργάτες του έδιναν την ψυχή τους, η σκηνή μεταμορφωνόταν σε πειρατική γολέτα, από κάτω πολλές πειρατικές σημαίες να ανεμίζουν στο νοητό κατάστρωμα από τα παιδιά-ναύτες με τα χέρια υψωμένα σαν κατάρτια, να δείχνουν το άπειρο του ουρανού, ότι αυτό είναι το όριο των ονείρων τους. Τα κορμιά και τα χέρια τους μαζεμένα σαν μια γροθιά να ορίζουν το εμείς, βγάζοντας τη γλώσσα τους στους εγωκεντρικούς καιρούς που βιώνουμε.
«Και τα παρτάλια οι σκέψεις μας,
πειρατική σημαία.
Όλα στραβά γινήκανε
και όλα είν’ ωραία»
Στις 16 Ιουνίου 2024 ανεβαίνει στη σκηνή του Θέατρου των Βράχων, και ανακοινώνει το τέλος της δια ζώσης επαφής με το κοινό – εξαίρεση έκανε μόνο για τη μεγάλη συναυλία για τη δολοφονία των 57 στα Τέμπη. Λέει εμένα ξεχάστε με, κρατείστε τα τραγούδια μου, και πως το μεγαλύτερο που έχετε κάνει είναι ότι παραβλέψατε τις ανεπάρκειές μου! Λέει ακόμα ότι η ανταπόκριση και η αγάπη που εισέπραξε από τον κόσμο είναι υπερβολική, καθώς θεωρεί ότι την ανθρώπινη ύπαρξη τη στεφανώνει η θυσία κι εκείνος δεν έκανε καμία θυσία – ό,τι έκανε το έκανε, λέει, για να σταθεί όρθιος σε αυτόν τον κακοτράχαλο δρόμο που είναι η ζωή.
Επιστρέφοντας στη σκηνή του κατάμεστου Καλλιμάρμαρου πριν λίγες μέρες, για το αυτονόητο γι’ αυτόν καθήκον του, είπε το… «Δεν με αναγνωρίζετε γιατί έλειπα καιρό, τα δάκρυα μου δεν σας λένε κάτι. Λοιπόν διηγηθείτε μου τι έγινε εδώ, να βρω ξανά του νήματος την άκρη»… και όλο το στάδιο έγινε μια αγκαλιά. Αυτό που είδαμε αργότερα, την εικόνα της πιτσιρίκας αγκιστρωμένης στους ώμους του πατέρα της με υψωμένα τα χέρια και με δάκρυα στα μάτια να τραγουδάει με τόσο πάθος, μας έκανε λίγο πιο αισιόδοξους. Μας υπενθύμισε ότι όταν η μαγεία του ρυθμού συναντάει τα ξωτικά των λέξεων γεννιέται το αδύνατον. Αλλά κι όταν είπε το «Εκεί ψηλά στην Ανδρομέδα», όπως ανέμενε ένας από τους χαροκαμένους γονείς, όλοι διέκριναν τα 57 αστέρια που αναβόσβηναν στο ρυθμό του.
Ο στίχος πάντως που έγινε σύνθημα σε τοίχο, βρήκε και φώλιασε στο στόμα χιλιάδων ανυπότακτων, βρέθηκε σε κάμαρες απελπισμένων να χορεύει στων ονείρων τις κορφές, δραπέτευσε από τις ρωγμές της απομόνωσης σαν ονειροδιαβατάρικο πουλί, είναι το Αερικό, υπενθυμίζοντας ότι κανένα τσιμέντο και κανένα σίδερο δεν μπορεί να φυλακίσει το πνεύμα – έστω κι αν πλέον τα όρια της φυλακής είναι τόσο δυσδιάκριτα ώστε δεν αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε εντός της, όμηροι του ωχαδελφισμού, του παρτακισμού και της χρόνιας έκθεσης μας στη δηλητηριώδη προπαγάνδα της τηλεπρέζας.
«Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει.
Σαν αερικό θα ζήσω
σαν αερικό…»
Πολλοί έχουν γράψει ωραία τραγούδια, πολλοί έχουν ορκισμένους φανς, ακόμα και ανύπαρκτοι καλλιτεχνικά μαζεύουν χιλιάδες κόσμου, λίγους όμως μπορείς να τους κρίνεις ως ολότητες: δηλαδή ο βίος τους, τα πιστεύω τους, η μουσική και στιχουργική τους παιδεία να βρίσκονται σε πλήρη αντιστοίχιση. Στη μικρή αυτή λίστα, περίοπτη θέση κατέχει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου. Η αλήθεια που κουβαλάει το έργο του θα υπάρχει, είτε ξανακάνει συναυλία είτε όχι, θα δίνει το παρών στις νεανικές πορείες ανεμίζοντας ως παντιέρα πάνω από τα κεφάλια που δεν σκύβουν και που έχουν μάθει να ονειρεύονται με ανοικτά μάτια.