του Γιάννη Σχίζα

Η ιστορία, εκτός από αφαίρεση, είναι ιστορία παντός επιστητού – είτε αυτό είναι άνθρωποι, είτε σκυλιά, είτε άλογα, είτε το ποδόσφαιρο. Σε πολλές χώρες υπήρξαν παιχνίδια όπου οι παίκτες κλωτσούσαν μια μπάλα –όπως ο επίσκυρος στην Αρχαία Ελλάδα και το cuju στην Κίνα– πάντως είναι αποδεδειγμένο ότι οι κανόνες του ποδοσφαίρου πρωτοδιατυπώθηκαν στο Καίμπριτζ της Αγγλίας (1848), ότι ο πρώτος διεθνής αγώνας έγινε το 1872 μεταξύ της Εθνικής Αγγλίας και της Εθνικής Σκωτίας και ότι η FIFA, o πρώτος αναγνωρισμένος οργανισμός που ρυθμίζει τα του ποδοσφαίρου, ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1904.

Το ποδόσφαιρο είχε μια μακρά εξελικτική πορεία που έμελλε γρήγορα να το κατοχυρώσει ως άθλημα των αθλημάτων. Ξεκινάει σαν ένα παιχνίδι, γρήγορα όμως εξελίσσεται σε ένα παιχνίδι με επιδράσεις στην πολιτική ζωή. Όπως όλα τα σπορ, είχε μια οικονομική βάση: Στις αρχές του 20ού αιώνα το ποδόσφαιρο ως θέαμα ήταν απρόσιτο για τους φτωχούς, όμως στη συνέχεια η μείωση του χρόνου εργασίας επιτρέπει την παρακολούθησή του από μεγάλα πλήθη. Ταυτόχρονα το μικρό ποδόσφαιρο που παιζόταν στις γειτονιές, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο άνθησης, περνάει σε ύφεση και αντικαθίσταται από το θέαμα. Το couleur locale (τοπικό χρώμα) υποβαθμίστηκε στη Γ’ Εθνική – αλλά κι εκεί χάθηκε, εν όψει ματσωμένων μεγαλοπαραγόντων που υπόσχονταν λατινοαμερικάνους άσους ακόμη και στον Πανσουρμενιακό…

Στην αρχή πάντως κυριαρχεί η εντοπιότητα στις επιλογές των ποδοσφαιρικών παραγόντων: Στην Ελλάδα γίνονται αγώνες μεταξύ της Μεικτής Αθηνών και της Μεικτής Βουκουρεστίου, μεταξύ της Μεικτής Αθηνών και της Μεικτής Πειραιά. Γρήγορα όμως οι μεγάλες ομάδες μετατρέπονται σε πολυεθνικούς θιάσους ενώ οι νεοαποκτώμενοι παίκτες κόβουν το παραμύθι της «αποεξανέκαθεν» οπαδοσύνης της Χ ή της Ψ ομάδας. Ο Κούδας παύει να ισχυρίζεται ότι «είμαι Ολυμπιακός και θα πεθάνω Ολυμπιακός», οι μεταγραφόμενοι παίχτες παύουν να ισχυρίζονται ότι από μικροί συμπεριλαμβάνονταν στους οπαδούς της ομάδας στην οποία γίνεται η μεταγραφή.

Μέχρι να ευρεθούν και προωθηθούν τα πολύ σοφιστικέ συστήματα προπόνησης, η αρχή θα είναι ιδιαίτερα πρωτόγονη: Στη δεκαετία του ’50 κάποιος Έλληνας προπονητής, απευθυνόμενος στους παίχτες του πριν από κρίσιμο αγώνα, τους λέει: «Άντρες είστε, μουστάκια έχετε, παίξτε μπάλα για να κερδίσετε…»! Μέσα σ’ αυτό το πλήθος θα σπανίζουν όλο και περισσότερο οι οπαδοί με στυλ – που έχουν λ.χ. μια εικόνα ανάλογη με εκείνον τον εμπαθή φίλαθλο του Εθνικού Πειραιώς, που μέχρι τον θάνατό του κράτησε την ουρανομήκη κραυγή «Εθνικάρααααα» σε υψηλά επίπεδα διασημότητας.

Ο ευπρεπισμός του ποδοσφαιρικού λόγου

Ο ποδοσφαιρικός λόγος έχει ανέκαθεν φαντασία. Εδώ δεν μιλάμε για την εξωδιοικητική προαγωγή του Δομάζου σε Στρατηγό ή για τη μαρξίζουσα προμετωπίδα παλιάς βορειοελλαδίτικης εφημερίδας: «Ο ΠΑΟΚ βαδίζει στο δρόμο των ιστορικών πεπρωμένων του»… Ακόμη δεν αναφερόμαστε στα διαλαμβανόμενα σε ένα αφήγημα του Β. Τσιαμπούση στην «Παρέμβαση» της Κοζάνης, όπου οι αφικνούμενοι σιδηροδρομικώς ΠΑΟΚτζήδες στην Αθήνα, μάζευαν πέτρες από τις σιδηροδρομικές γραμμές (προφανώς για συλλεκτικούς λόγους…) οπότε μετά τις διαμαρτυρίες κάποιου υπαλλήλου, ο αρχηγός της κομπανίας βεβαιώνει: Οι πέτρες θα ξαναμπούν στη θέση τους εάν κερδίσει η ομάδα, «στο λόγο της ΠΑΟΚτζίδικης τιμής του»…

Εδώ μιλάμε για κατ’ εξοχήν υβριστικές λέξεις και προτάσεις, παρά το εγχείρημα του ευπρεπισμού: Οι μεν εκφωνητές δεν βολεύτηκαν με εκφράσεις του τύπου «λακτίζει την σφαίρα εκτός παιδιάς», οι δε βωμολόχοι δεν προσέλαβαν τους καλούς τρόπους που υποδείχθηκαν από τον Γιάννη Καλαϊτζή σε μια γελοιογραφία: Π.χ. «ρε αυνανιστή διαιτητή, συνουσιάζεσαι»…

Για ένα χρονικό διάστημα η εξουσία θα προσκολληθεί στο εγχείρημα της διασποράς αστυνομικών στα γήπεδα για τη σύλληψη συστηματικών υβριστών. Τότε και πάλι ο γελοιογράφος Καλαϊτζής έβαζε κάποιους φιλάθλους να παρακάμπτουν έξυπνα τις απαγορεύσεις και εν εξάλλω να αποδοκιμάζουν: «Ρε διαιτητή είσαι κίναιδος!». Τελικά, η κατάχρηση του χαρακτηρισμού «αυνανιστής» και άλλων συναφών όρων από τις «θύρες» –που ουσιαστικά παίζουν έναν ρόλο παρα-ποδοσφαίρου– απέδειξε ότι τα ποδοσφαιρικά ήθη είναι διατηρητέα. Τόσο μάλιστα ώστε να μην λυπηθούν και έναν εν ενεργεία πρωθυπουργό, όπως τον Γεώργιο Ράλλη. Που «έχοντας χάσει συνέχειες» δήλωσε σε μια συγκέντρωση Ηρακλειδών ότι είναι Παναθηναϊκός – με αποτέλεσμα να αποκτήσει άμεση εμπειρία της γηπεδικής «καθομιλουμένης»…

Αντιδράσεις

Η FIFA είναι η διεθνής ομοσπονδία που χειρίζεται τα ποδοσφαιρικά ζητήματα, το «συνουσιάσου» είναι η υβριστική χρησιμοποίηση της γενετήσιας πράξης στην καθαρεύουσα… Η αγγλική εκδοχή της ως άνω ύβρεως (fuck fifa), αποτελεί αποτελεσματικότερη και δραστικότερη συντομογραφία, λόγω συνήχησης των F. Το 2014, στο 20ο παγκόσμιο κύπελλο που διεξήχθη στη Βραζιλία, το σύνθημα αυτό κυριαρχεί μέσα στον λόγο των κατοίκων της φαβέλας: Που δεν είναι διατεθειμένοι, στο όνομα της ποδοσφαιρικής γκλαμουριάς, να ανεχθούν το fuck της φτώχειας, των παραγκότοπων, των κοινωνικών υπηρεσιών που λείπουν δραματικά… Σε άλλες όμως περιπτώσεις, η φτώχεια θα ξεχαστεί μπροστά στις επιδιώξεις ενός «θρύλου».

Παραγοντισμός, οπαδοποίηση, αντιπαλότητα

Οι μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις σημαίνουν παραγοντισμό, οπαδοποίηση, αντιπαλότητα κάτω από τα ευχολόγια του «ευ αγωνίζεσθαι». Ο εκπολιτισμός του «αθλητικού πολιτισμού» αποτελεί ουτοπία. Ο συστηματικός φίλαθλος τρέφει συνωμοτικές ιδεοληψίες, αρέσκεται να μιλάει για δοσμένα σικέ παιχνίδια.

Ο φίλαθλος λόγος εκτροχιάζεται, ο σχηματισμός «αυλών» γύρω από παραλήδες μεγαλοπαράγοντες εντείνεται.

«Το σύγχρονο αθλητικό θέαμα είναι παιδαγωγός μίσους, καθυπόταξης του άλλου, θριαμβολογίας δίπλα στη θλίψη, ευτυχίας εφαπτόμενης στα συντρίμμια της αποτυχίας» (1). Στη σύγχρονη κοινωνία λείπουν «οι πραγματικές γιορτές» (Έριχ Φρομ), όμως η αθλητική γιορτή αδυνατεί να τις υποκαταστήσει.

Παλιά το ποδόσφαιρο έπρεπε να αμύνεται απέναντι σε επιθετικές θεωρητικές προσεγγίσεις του, ενώ επί δικτατορίας κυκλοφορούσαν τετράγωνα χαρτάκια με αντιποδοσφαιρικά συνθήματα. Ο Gerard Vinnai (2) αποτελούσε βασικό στοιχείο της ριζοσπαστικής διανόησης: «Ο θρίαμβος της ποδοσφαιρικής ομάδας κάποιου αποζημιώνει παροδικά για τις αποτυχίες της καθημερινής ζωής. Το συναίσθημα ευφορίας που παράγεται από έναν τέτοιο θρίαμβο βασίζεται στη φυγή από την πραγματικότητα».

Φωστήρ φονεύς των γιγάντων

Ο Φωστήρας, «φονεύς» των γιγάντων κατά την ιδιόμορφη φίλαθλη γραφή, εκπροσωπεί την αλανιάρικη επιδίωξη του παντοτινού κερδισμένου. Γιατί κύριο χαρακτηριστικό του ποδοσφαίρου είναι η «δυσανεξία» του οπαδού στην ήττα.

Όμως οι διανοούμενοι παίζει… Με το πνεύμα αυτό σημειώνω το υπό του Κώστα Κρεμμύδα λαογραφικό, συνοικιο-λογικό και ψυχογραφικό δοκίμιο (3), που έχει ως παράπλευρη ωφέλεια την παραγωγή ουκ ολίγων σπασμών ακατασχέτου γέλωτος, έστω και σε εμφορούμενους από πράσινες αντιλήψεις: Με την ονοματοδότηση του ΠΑΟ ως «ακατανόμαστου», με τη συντομογραφία του Σταδίου Καραϊσκάκη ως «Ναός». Όπου φυσικά είναι ακατανόητη η παλιά (ταξική) απαξίωση των ολυμπιακών ως μαουνιέρηδων και όπου κατά βάθος και κατά πλάτος κυριαρχεί η εκ βαθέων ποδοσφαιρική ιαχή που έσωσε ο Χάρυ Κλυν: «Τι τους κοιτάτε ρε; Βαράτε τους»!

Διαφήμιση

Η διαφήμιση κυριαρχεί σήμερα στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι, η φανέλα αξιοποιείται δεόντως, η μπάλα προσλαμβάνει αξίες που είναι αδιανόητες. Η Adidas φέρεται να έχει ξοδέψει ουκ ολίγα για την πρόταξη του ονόματός της στη διοργάνωση και στα κυρίαρχα ονόματα. Η μπάλα όμως έχει και άλλες χρήσεις, πέρα από τις διαφημιστικές: Η μπάλα δηλώνει την ανάγκη του ποδοσφαίρου να αποκτήσει τις τελετουργίες του, που δεν τις έχει πάντοτε ή πάντοτε δεν είναι πειστικές…

«Οι πολιτισμένοι αγώνες» είναι μάλλον ευφημισμός γιατί η ίδια η ιδεολογία της νίκης τους αποκλείει. «Ο αθλητισμός εξακολουθεί να υποδέχεται εκείνο το αδιέξοδο, περισσότερο ή λιγότερο απωθημένο, ανταγωνιστικό πνεύμα, παρέχοντάς του μια δεύτερη ευκαιρία ζωής μέσω των φαντασιώσεων».

Στην Ελλάδα ξεμείναμε με την προετοιμασία του διεθνούς πρωταθλήματος… αστέγων, σύμφωνα με μια επινόηση εκδοτικής ομάδας: Που ξέχασε το ότι ένας άστεγος είναι αδύνατο να αντλήσει δυνάμεις για να βγει σε διεθνή θεσμό! Επίσης ξεμείναμε με τους οπαδικούς βανδαλισμούς, με τα ανελέητα γκράφιτι των τοίχων. Μας έμεινε όμως το αναπάντεχο δημόσιο φιλί της γυναίκας του Συνταγματάρχη Παπαδόπουλου στον «στρατηγό» Μίμη Δομάζο, που καυτηριαζόταν για χρόνια…

Νίκος Αλέφαντος: Τα πάντα όλα

Από αυτή τη σύντομη αναφορά στο ποδόσφαιρο θα ήταν αδύνατο να λείψει ο αείμνηστος Νίκος Αλέφαντος, ιδιαίτερα όπως έγινε γνωστός από το αυτοβιογραφικό πόνημα του Κώστα Κουκουμάκα «Νίκος Αλέφαντος. Τα πάντα όλα» (!)

Ο Αλέφαντος γνώρισε το ποδόσφαιρο από τότε που οι διεθνείς μας έτρωγαν απίθανες τούμπες στα ξένα γρασίδια – απροπόνητοι γαρ… Ήταν ο πιο χαρακτηριστικός τύπος της ελληνικής μαγκιάς, που τελικά υπηρέτησε το σύστημα του οπαδισμού από μια κορυφαία θέση – ως παίκτης του Αστέρα Εξαρχείων, του Παναργειακού και του Ολυμπιακού. Οι συζητήσεις του στην τηλεόραση θα μείνουν ιστορικές, καθώς χρησιμοποιούσε σχέδια επί χάρτου, σαν γνήσιος επιτελικός, για να επιδείξει πρακτικές για την επιτυχία μιας ομάδας.

Παραπομπές
1) Γιάννη Σχίζα, «Χαραυγιακάρα», Εποχή 24/9/1995
2) Gerard Vinnais, «Το ποδόσφαιρο ως ιδεολογία», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη
2) Κώστας Κρεμμύδας, «Ερυθρόλευκη τρέλα – κόκκινες τουλίπες στον Κολωνό», εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2017
4) «H εντεκάδα», συλλογικό έργο, εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος, Αθήνα 2010

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!