Είναι τόσο μεγάλο το βάρος της τραγωδίας στην Ανατολική Αττική που δεν αφήνει περιθώρια ούτε καν για δημοσιογραφικά λογοπαίγνια ως προς τις παρενέργειες που έχει στο κυβερνητικό αφήγημα της καθαρής εξόδου από τα μνημόνια και της πανηγυρικής ανακήρυξής της. Οι σχεδιασμοί για δημόσια εκδήλωση με συμμετοχή ξένων ηγετών στις 21 Αυγούστου έχουν προς το παρόν παγώσει, παρότι δεν είχε υπάρξει επίσημη προαναγγελία της, αλλά μόνον διαρροές. Είναι προφανές ότι ο Αύγουστος δεν θα κυλήσει ως κατεξοχήν μήνας θερινής ραστώνης – ακόμη κι αν οι εποχικές δασικές πυρκαγιές δεν έχουν την καθιερωμένη έξαρση και επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ο Αύγουστος θα εξελιχθεί σε μήνα οξείας πολιτικής πόλωσης με άξονα τις τραγικές επιπτώσεις των πυρκαγιών και τις πολιτικές ευθύνες. Η Ν.Δ., αλλά και η υπόλοιπη αντιπολίτευση θα τις αξιοποιήσει στο έπακρο. Οι εναλλακτικές διαφυγής και ανταπάντησης που διαθέτει η κυβέρνηση δεν είναι σαφείς.
Ωστόσο, ακόμη και χωρίς τον παράγοντα της φωτιάς, η υπόθεση της μεταμνημονιακής πορείας της χώρας και του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας έχει από μόνης πολλά θολά σημεία που μέρα με τη μέρα αποσαφηνίζονται ως προς τις ευχέρειες και ελευθερίες που διαθέτει η κυβέρνηση να αλλάξει το κλίμα.
Τα αναμενόμενα από το ΔΝΤ
Η έκθεση του ΔΝΤ επί του άρθρου 4 του Κανονισμού του, που αναμένεται να δοθεί επίσημα στη δημοσιότητα την Τρίτη, σκιαγραφείται ήδη από όσα έχουν γίνει γνωστά από τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Ταμείου με θέμα την Ελλάδα, μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Πρακτικά, το ΔΝΤ δεν λέει κάτι που δεν ξέρουμε ήδη, αλλά έχει σημασία ότι τα επαναλαμβάνει τώρα, λίγο πριν την «τελετή λήξης» του τρίτου Μνημονίου. Σε αδρές γραμμές το Ταμείο επιμένει στο θέμα της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους και στην εκπλήρωση της υπόσχεσης των δανειστών για επανεξέταση της κατάστασης για την μετά το 2032 περίοδο. Όσο κι αν φαίνεται πολύ μακρινό για να ανησυχήσει κανείς, έχει σημασία ως μήνυμα προς τις αγορές ομολόγων που θα κληθούν να αγοράσουν νέο ελληνικό χρέος με μακροπρόθεσμα, δεκαετή και πλέον ομόλογα. Το μήνυμα του ΔΝΤ τώρα έχει τη βαρύτητά του για τον σχεδιασμό εξόδου στις αγορές μετά τις 20 Αυγούστου. Ακόμη, το Ταμείο επιμένει στην εφαρμογή των αποφασισμένων περικοπών στις συντάξεις –και ευρύτερα στη «μη αναστροφή των μεταρρυθμίσεων», περιλαμβανομένων των εργασιακών– με κριτήριο όχι μόνο δημοσιονομικό, δηλαδή την εξυπηρέτηση των πλεονασμάτων, αλλά κυρίως της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, που για το ΔΝΤ δεν είναι παρά συνάρτηση του δημοσίου χρέους.
ΕΚΤ, QE και waiver
Παρότι οι ακριβείς διατυπώσεις της έκθεσης του ΔΝΤ δεν είναι δημοσιοποιημένες, θεωρείται βέβαιο ότι ήταν γνωστές στην ηγεσία της ΕΚΤ, όταν ο Ντράγκι έκλεισε επίσημα και οριστικά την πόρτα της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, στους λίγους μήνες που του απομένουν μέχρι το τέλος του έτους. Οικονομική σημασία δεν είχε, αλλά είχε συμβολική, ως μήνυμα προς τις αγορές, που προφανώς, αν η ΕΚΤ δήλωνε έτοιμη να αγοράσει ελληνικά ομόλογα, θα αγόραζαν με μεγάλη προθυμία μια νέα έκδοση. Ωστόσο, η ανακοίνωση Ντράγκι την περασμένη Πέμπτη ήταν κατηγορηματική: «Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα δεν είναι επιλέξιμα για το QE και γι’ αυτό χρειάζεται το waiver (σ.σ. κατ’ εξαιρεση χρηματοδότηση τραπεζών). Το waiver ήταν εκεί όσο υπήρχε πρόγραμμα, μετά τη λήξη του προγράμματος λήγει και το waiver». Ούτε QE ούτε waiver, λοιπόν, για την Ελλάδα, λέει η ΕΚΤ κι αυτό σημαίνει, όπως και για το ΔΝΤ, ότι δεν θεωρεί βιώσιμο μακροπρόθεσμα το ελληνικό χρέος. Το ερώτημα είναι αν πέραν αυτής της μάλλον γνωστής επιφύλαξης για το χρέος η στάση της ΕΚΤ υποδηλώνει κάποια δυσπιστία και απέναντι στο καθεστώς της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας. Ο άρχων της Φρανκφούρτης φρόντισε να κρύψει κάθε τέτοιο υπαινιγμό πίσω από τους επαίνους για την ελληνική δημοσιονομική και μεταρρυθμιστική προσπάθεια και τα συλλυπητήρια για την τραγωδία στην Αττική.
ESM: «Οι επενδυτές θα παρακολουθούν…»
Η στάση της ΕΚΤ, όπως και του ΔΝΤ, μπορεί να θεωρηθεί αναμενόμενη, καθώς πέραν της «ανεξαρτησίας» της έναντι της Κομισιόν που πριμοδοτεί μεγαλύτερη ευελιξία προς τη μεταμνημονιακή Ελλάδα, οφείλει να κρατά ισορροπίες απέναντι στη γερμανική ηγεσία η οποία έχει επιβάλει όλες τις κόκκινες γραμμές της στο καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας. Αυθεντικότερος εκφραστής της γερμανικής γραμμής για το πώς θα κυλήσει η εποπτεία , μεταξύ τριμηνιαίων ελέγχων και παράλληλων εκθέσεων, είναι ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Μιλώντας στο Μόναχο –ενώπιον όχι απλώς γερμανικού, αλλά βαυαρικού ακροατηρίου (σ.σ. στη Βαυαρία υπάρχουν εκλογές τον Οκτώβριο)–, ο Ρέγκλινγκ είπε: «Εάν (η Ελλάδα) αναστρέψει τις μεταρρυθμίσεις που έχουν συμφωνηθεί, ορισμένα από τα πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους θα ανασταλούν. Η χώρα θα παραμείνει υπό τον έλεγχο του ESM έως ότου αποπληρωθούν όλα τα δάνεια. Η Ελλάδα γνωρίζει ότι οι αγορές και οι επενδυτές θα την παρακολουθούν και θα την αξιολογούν συνεχώς». Όλα αυτά, διανθισμένα με «εξηγήσεις» για την ιδιαιτερότητα που οδήγησε σε καθυστέρηση της εξόδου από τα Μνημόνια, είναι απλώς η προειδοποίηση προς την κυβέρνηση ότι αν σκεφτεί να μην εφαρμόσει μέτρα όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολογήτου, αυτό ίσως της κοστίσει μια επιδείνωση του προφίλ του χρέους της, εφόσον η Γερμανία αποφασίσει να επιβάλει βέτο σε μια «δόση» ελάφρυνσης από αυτές που έχουν προγραμματιστεί μέχρι το 2022, την περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας. Η παρενέργεια μιας τέτοιας εξέλιξης είναι ότι, ενώ υποτίθεται ότι για την επόμενη δεκαπενταετία έχει εξασφαλιστεί ένα «κοντρόλ» στο κόστος εξυπηρέτησης χρέους, μεταξύ 15% και 20% του ΑΕΠ, αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να χαθεί αν η ελληνική κυβέρνηση κάνει «κατάχρηση των ελευθεριών» της μεταμνημονιακής εποπτείας.
Στραβοτιμονιά και… κάρφωμα
Το έμμεσο μήνυμα ότι είναι μια στραβοτιμονιά αυτής η οποιασδήποτε επόμενης κυβέρνησης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το «μεσοπρόθεσμα βιώσιμο» χρέος απευθύνεται όχι μόνο στο πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας, αλλά και στις αγορές, που καθίστανται τελικοί επιτηρητές της μεταμνημονιακής εποχής. Πρακτικά, ΔΝΤ, ΕΚΤ και ESM λένε πολύ απλά ότι θα «καρφώνουν» στις αγορές κάθε απόκλιση, προκαλώντας συνθήκες αποκλεισμού της Ελλάδας. Αυτό ίσως δεν έχει σημασία για τα επόμενα 4 χρόνια, που υπάρχει το μαξιλάρι ασφαλείας, σχεδόν 50 δισ., και ένα χαμηλό ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης χρέους, αλλά ίσως έχει σημασία λίγο αργότερα, όταν η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί στις αγορές ως τη μόνη πηγή χρηματοδότησης. Διόλου τυχαία ο Ρέγκλινγκ υπενθυμίζει ότι ο ESM δεν εξαντλεί τον ρόλο του ως επιτηρητής την περίοδο της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά συνεχίζει για δεκαετίες, μέχρι την αποπληρωμή του 75% του χρέους.