Το… προληπτικό πραξικόπημα, η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ και η ανάγκη για μια αντίπαλη στρατηγική

Του Ανδρέα Καρίτζη

 

Το έτος 2015 αναδεικνύεται –ήδη πριν τελειώσει– σε ορόσημο για την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είναι το έτος στη διάρκεια του οποίου κορυφώνεται με απροκάλυπτο και δημόσιο τρόπο η εχθρότητα των ελίτ απέναντι στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία. Ήδη, λίγα χρόνια πριν, είδαμε δύο «απαλά» πραξικοπήματα σε Ιταλία και Ελλάδα, όπου συστημικές(!) κυβερνήσεις και εκλεγμένοι πρωθυπουργοί παραιτήθηκαν/ανατράπηκαν. Τη θέση τους έλαβαν επιφανή στελέχη του χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος με σκοπό την απόλυτη ευθυγράμμιση με τις επιταγές των ελίτ, παρά τη διάσταση με τη βούληση και τις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών.

 

Μετά την Ουκρανία, χάθηκαν τα όρια…

Έπειτα, το 2014 είχαμε την ενεργή συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη μετεξέλιξη των εσωτερικών πολιτικών εντάσεων στην Ουκρανία σε εμφύλιο πόλεμο. Παρά τις υπαρκτές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις χώρες της Δύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η διαπίστωση ότι, μετά την Ουκρανία, δεν υπάρχει πλέον κατώφλι στην κλιμάκωση της παρέμβασης στο ευρωπαϊκό έδαφος. Φαίνεται ότι η αποικιοκρατική λογική της Ευρώπης στις μέρες μας «γυρίζει» προς το εσωτερικό της ηπείρου, με σκοπό να τσακίσει δικαιώματα και κατακτήσεις των λαών της – και να «εναρμονίσει» τις ευρωπαϊκές κοινωνίες με τη βαρβαρότητα και την αναξιοπρέπεια των περιοχών που βίωσαν και βιώνουν από πρώτο χέρι τι σημαίνει αποικιοκρατία της «πολιτισμένης» Ευρώπης.

 

Σαφές μήνυμα: οι ελίτ αποφασίζουν, όχι οι λαοί

Το 2015, η κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο αποσαφηνίζει πλήρως προθέσεις και στοχεύσεις. Στην ελληνική περίπτωση, βιώσαμε μια πολύμηνη διαδικασία διαπραγμάτευσης, η οποία συνιστά μνημείο ευτελισμού της δημοκρατίας από τη χρηματιστικο-πολιτική γραφειοκρατία. Το δε αποτέλεσμά της συνιστά μια καθαρή, δημόσια ήττα της δημοκρατίας. Τις πρώτες ημέρες του Ιούνη η πολιτική ελίτ της Ε.Ε. και των πιστωτών αγνόησε με απαξιωτικό τρόπο τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μέχρι εκείνη τη στιγμή, και απαίτησε από την ελληνική κυβέρνηση να παραβιάσει τη δημοκρατική ετυμηγορία του ελληνικού λαού. Στο τέλος του Ιούνη δήλωσαν ανοικτά ότι η Ελλάδα έχει 48 ώρες για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους. Μερικές ημέρες αργότερα, στα μέσα του Ιουλίου και μετά το δημοψήφισμα, απείλησαν ανοικτά ότι η ελληνική κοινωνία θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας άτακτης χρεοκοπίας αν οι απαιτήσεις τους δεν γίνουν αποδεκτές. Με τον πλέον επίσημο και ανοικτό τρόπο, μέσα σε ενάμιση μήνα η Ευρώπη απέρριψε στοιχειώδεις αρχές της δημοκρατίας.

Τονίζω το γεγονός ότι όλα αυτά έγιναν ανοικτά και δημόσια, χωρίς καμιά διάθεση «ωραιοποίησης», καθώς το θεωρώ στοιχείο υψίστης σημασίας. Η δημόσια επίθεση και καταρράκωση της δημοκρατίας αποτελεί μείζον ιστορικό γεγονός: η δημοκρατία –δηλαδή η δυνατότητα των ανθρώπων χωρίς οικονομική ισχύ να έχουν πρόσβαση στις κρίσιμες αποφάσεις– δεν είναι πια ανεκτή. Οι κρίσιμες αποφάσεις είναι αποκλειστικό προνόμιο των ελίτ. Οι αποδέκτες του σκληρού μηνύματος ήταν οι πολίτες όλων των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Το μήνυμα έπρεπε να είναι κρυστάλλινο και να φτάσει σε κάθε έναν και κάθε μία από εμάς, ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής, θρησκείας ή πολιτικής τοποθέτησης. Γι’ αυτό η απόρριψη της δημοκρατίας είχε αυτό τον ανοικτό χαρακτήρα.

 

Παραβιάζεται και το τελευταίο «ταμπού» στην Πορτογαλία

Και φτάνουμε στον τελευταίο σταθμό αυτού του «εξπρές της απολυταρχίας» που αλωνίζει την Ευρώπη: την Πορτογαλία (ίσως να έχει και άλλον ένα σταθμό μέσα στο 2015, καθώς η Ισπανία έχει σύντομα εκλογές…). Στην Πορτογαλία, το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την ανάσχεση της σκληρής λιτότητας και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πλειοψηφία που η πλειοψηφία της ανήκει στο συστημικό Σοσιαλιστικό Κόμμα το οποίο, υπό την απειλή πλήρους κατάρρευσης σε περίπτωση συνεργασίας με τη Δεξιά για την εφαρμογή λιτότητας, επέλεξε να συμμαχήσει με την Αριστερά. Πρόκειται για μια συμμαχία που το Σοσιαλιστικό Κόμμα ευελπιστούσε να του εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία αλά ΣΥΡΙΖΑ: αντιστεκόμαστε στη λιτότητα, χάνουμε «ηρωικά», αποδεχόμαστε λιτότητα, ψηφίζουμε μνημόνιο, κάνουμε εκλογές πριν την εφαρμογή… και κάπως έτσι προσπαθούμε να τετραγωνίσουμε τον κύκλο – δηλαδή να διατηρήσουμε ερείσματα στις λαϊκές τάξεις την ίδια ώρα που τις τσακίζουμε.

Ωστόσο, αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι, ενώ πρόκειται για μια πλειοψηφία μη-επικίνδυνη (με όρους ριζικής αμφισβήτησης του συστήματος), ο Πρόεδρος της Πορτογαλικής «Δημοκρατίας» δεν έδωσε το δικαίωμα στην πλειοψηφία να σχηματίσει κυβέρνηση. Αντίθετα, ανέθεσε στον αρχηγό της Δεξιάς να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας, με το αιτιολογικό ότι η Πορτογαλική «Δημοκρατία» δεν έχει την πολυτέλεια να δυσαρεστήσει/κλονίσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης της με την Ευρωζώνη και τις αγορές. Πρόκειται για ωμή καταστρατήγηση των δημοκρατικών αρχών και έκφραση απόλυτης προτεραιότητας των επιταγών των ελίτ έναντι της κοινωνίας. Μετά την Ελλάδα, δεν υπάρχει πλέον όριο: η δημοκρατία δεν είναι «ταμπού». Δεν θα γίνεται ανεκτή ούτε αν στην κυβέρνηση βρεθούν δυνάμεις πρόθυμες μεν να κινηθούν στο υφιστάμενο πλαίσιο, αλλά που θέλουν να διατηρήσουν μια πολιτική αυτονομία και να σεβαστούν όρια που θέτουν οι αντοχές των λαϊκών τάξεων.

 

Κατάργηση της αστικής δημοκρατίας όποτε «ενοχλεί» τις αγορές

Αυτό άλλωστε είναι και το δυστύχημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αν είναι πρόθυμος να κινηθεί στο υφιστάμενο μνημονιακό πλαίσιο, η αξίωση αυτονομίας και οι κόκκινες γραμμές, οσοδήποτε ισχνές, αποτελούν casus belli για τη χρηματοπιστωτική απολυταρχία. Η εκλεγμένη κυβέρνηση σε μια χώρα δεν μπορεί παρά να είναι ο μικρός/συμπληρωματικός εταίρος σε μια συγκυβέρνηση με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τους πιστωτές, οι οποίοι έχουν την πραγματική εξουσία.

Στην περίπτωση της Πορτογαλίας είδαμε ένα «προληπτικό» πραξικόπημα. Αντί να εκκινηθεί μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ώστε μετά από μήνες και οικονομική «ζημιά» να επέλθει το μοιραίο, το έκανε ο Πρόεδρος προληπτικά και από νωρίς ώστε «να μην μπει η χώρα σε αυτή την ανώφελη περιπέτεια». Παλιότερα, υπό το πρόσχημα της απειλής από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», δικαιολογούνταν πραξικοπήματα και άλλες βαρβαρότητες. Σήμερα, ο κίνδυνος δεν είναι ο «κομμουνισμός» αλλά η στοιχειώδης αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία και η αμφισβήτηση της λιτότητας. Δεν υπάρχει δημοκρατία, εκτός και αν αυτή υποτάσσεται απολύτως στις επιταγές των αγορών και των τραπεζιτών. Άλλωστε, η κ. Μέρκελ ήταν πολύ σαφής από πολύ νωρίς, όταν υποστήριζε ότι σκοπός είναι να ενσωματώσουμε τη δημοκρατία στη λειτουργία της αγοράς, δηλαδή να την απαλλάξουμε από εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με τις αγορές.

 

Πώς θα σταματήσουμε την έφοδο των ελίτ;

Η γενικευμένη κλιμάκωση της επίθεσης των ελίτ απαιτεί μια αντίπαλη στρατηγική ενδυνάμωσης των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσουν βασικές λειτουργίες της κοινωνίας με εναλλακτικό και αυτόνομο τρόπο. Όσο δύσκολο και να μας φαίνεται κάτι τέτοιο, είναι απολύτως απαραίτητο από τη στιγμή που οι πιστωτές ελέγχουν τη ροή του χρήματος και μέσω αυτού όλες τις ζωτικές λειτουργίες της χώρας. Γι’ αυτό πρέπει να κινηθούμε πέρα από την εκλογική και κινηματική παραδοσιακή πολιτική πρακτική: είναι αναγκαία η «εξόρυξη» και ανάπτυξη των δυνατοτήτων των ανθρώπων και διασύνδεση με εναπομείνασες κρατικές δομές με στόχο τη δημιουργία οικονομικών και κοινωνικών κυκλωμάτων που μπορούν να επιτελέσουν σε κάποιο βαθμό τις βασικές μας λειτουργίες.

Δεν πρόκειται να απελευθερωθούμε και να σταματήσουμε το «εξπρές της απολυταρχίας» αν δεν αποκτήσουμε την ισχύ που απαιτείται για κάτι τέτοιο. Και αν μας φαίνεται αδύνατο, δεν έχουμε παρά να αναλογιστούμε το πάθος και το νεύρο που συγκλόνισε τη χώρα την εβδομάδα του δημοψηφίσματος. Κι ακόμη, να αναλογιστούμε το πώς πριν το «χρυσό μεταπολεμικό αιώνα» η νεαρή τότε ευρωπαϊκή Αριστερά κατάφερνε, σε αντίξοες συνθήκες, να συσπειρώνει τεράστιες μάζες γύρω της και να κερδίζει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!