Δεν μας αξίζει να πεθάνεις για μας, έγραψε κάποιος. Είμαστε μία χώρα δοσίλογων, μου είπε ένας φίλος στο τηλέφωνο. Αριστεροί και οι δύο. Με φράσεις που δεν ταιριάζουν σε αριστερούς. Γιατί εκ πεποιθήσεως οι αριστεροί πιστεύουν στο λαό, αναγορεύουν το λαό σε υπέρτατη κοινωνική δύναμη και αξία, αγωνίζονται γι’ αυτό το λαό. Αλλά κι αυτοί οι δύο, που εκστόμισαν αυτές τις φράσεις, αριστεροί είναι, συνεπείς στις ιδέες τους. Από πού ορμώμενοι τις είπαν;
Νομίζω δεν φτάνει κανείς σ’ αυτό το συμπέρασμα μόνο από το γεγονός ότι ο κόσμος δεν αντιδρά -όσο απαιτούν οι περιστάσεις- στην εξαθλίωσή του, αλλά και στην ταπείνωση και την εκποίηση της χώρας που θεωρητικά τουλάχιστον αγαπάει. Γιατί το λες αυτό, Δημήτρη; ρώτησα τον συνομιλητή μου. Γιατί ανέκαθεν, σε κάθε κρίσιμη ιστορική φάση, για την πατρίδα, για το βιος, για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία, ένα δέκα τοις εκατό σήκωνε όλο το βάρος, έπαιρνε πάνω του τη διακινδύνευση, το ρίσκο, θυσιαζόταν για τον τόπο και για όλους. Μεγάλο ήταν το ΕΑΜ, αλλά όχι πάνω από το 10% του πληθυσμού της χώρας. Πατριωτικός και ηρωϊκός ο ΕΛΑΣ, αλλά μερικές χιλιάδες άνθρωποι πήραν τα όπλα ενάντια στον κατακτητή. Αυτοθυσιαστικός ο Δημοκρατικός Στρατός που πολέμησε για την ανεξαρτησία και τη δημοκρατία, αλλά πάλεψε μόνος του, χωρίς έμπρακτη παλλαϊκή υποστήριξη, απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις. Κι αυτοί που τον κατανίκησαν με ξένα όπλα και καθοδήγηση, ήταν εντόπιοι, του εθνικού στρατού, με τους χίτες, τους δοσίλογους και τους προδότες μπροστάρηδες, και τους άλλους, τους πολλούς, τους κοινούς πολίτες, ακόλουθους. Πού βρέθηκαν όλοι αυτοί, κοντά διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι, που πολέμησαν εναντίον των πατριωτών κομμουνιστών; Πλουτοκράτες ήταν; Και τι έκαναν όλοι οι άλλοι, μερικά εκατομμύρια, που λούφαξαν και ψήφιζαν τους πολιτικούς και τα κόμματα της αγγλοκρατίας και της αμερικανοκρατίας, τον Παπανδρέου, τον Παπάγο και τον Καραμανλή; Πώς τόσο εύκολα ξέχασαν ποιος αγωνίστηκε με βαρύ τίμημα εναντίον των Γερμανών και των Ιταλών κατακτητών από το 1941 ως το 1945; Πώς τόσο εύκολα έκαναν τα στραβά μάτια στη φοβερή τρομοκρατία που ξεκίνησε με τα Δεκεμβριανά, αμέσως μετά την απελευθέρωση, το 1944; Και πώς τόσο εύκολα αποδέχτηκαν τη νέα τάξη πραγμάτων; Τη δημοκρατία του παλατιού και τις κυβερνήσεις που διόριζε ο Αμερικανός πρέσβης;
Βέβαια, δεν ήταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνεργάτες των Γερμανών, ούτε μαυραγορίτες, ούτε λακέδες των Αμερικάνων. Αποδέχτηκαν, όμως, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, τη γερμανοκρατία, την αγγλοκρατία και την αμερικανοκρατία. Και το χειρότερο: συμφιλιώθηκαν και συνυπήρξαν με τους προδότες, τους ταγματασφαλίτες, τους μαυραγορίτες, τους κουκουλοφόρους, τους δοσίλογους και τους λακέδες των Άγγλων και των Αμερικάνων. Που δεν ήταν μόνο πέντε-δέκα ρεμάλια, εγκληματίες και ξεπουλημένοι. Ήταν και πολλοί, περισσότεροι απ’ όσους νομίζει κανείς, καθωσπρέπει νοικοκυραίοι. Οικογενειάρχες της διπλανής πόρτας. Αυτοί στήριξαν, με μικροανταλλάγματα, όλη τη φάρα των δοσιλόγων και των μαυραγοριτών. Αυτοί εξέλεγαν βουλευτές τους συνεργάτες των ξένων κηδεμόνων και τους απογόνους των ταγματασφαλιτών. Γεμάτη ήταν η Βουλή και το κράτος από δαύτους. Κι ακόμα υπάρχουν τέτοιοι, σαν τον Αθανασίου, τον υπουργό που μας διαβεβαίωσε ότι «ακόμα κι ο θεός ο ίδιος να κατέβει, δεν θα αφήσει τον Ρωμανό να σπουδάσει». Γιος γνωστού κατοχικού χίτη, ο κύριος υπουργός.
Έλεγε ο Δημήτρης, έλεγε, και από το μυαλό μου περνούσαν σαν εικόνες αυτά που διαβάζω, συμπτωματικά, αυτό τον καιρό, για τους δοσίλογους στο σχετικό βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα. 2.500 καταστήματα, ιδιοκτησίας των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς για να μην ξαναγυρίσουν ποτέ, δόθηκαν από τους Γερμανούς σε ντόπιους «μεσεγγυούχους», όπως τους ονόμαζαν, με μοναδικό κριτήριο τη συνεργασία τους με τους ναζί. Μια λεπτομέρεια, θα πει κανείς. Ναι, μια λεπτομέρεια, που δείχνει πόσο ανταλλάξιμος είναι ο πατριωτισμός και το ήθος του υπεράνω πάσης υποψίας πολίτη. Ένα δείγμα από ένα πολύ μεγαλύτερο αριθμό «μεσεγγυούχων» διαφόρων ειδών και τύπων, που επωφελήθηκαν από τις συμφορές των άλλων και της χώρας. 18 χιλιάδες άτομα, δοσίλογοι και ταγματασφαλίτες, που ανήκαν σε δεκάδες συμμορίες, διαβάζω στην αναφορά του Νίκου Ζαχαριάδη στο Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας, ασκούσαν το 1945 την πιο άγρια δολοφονική τρομοκρατία στη χώρα με τις ευλογίες των Άγγλων και της κυβέρνησής τους στην Ελλάδα. Κι όχι μόνο απλοί πολίτες, υπάλληλοι, εργάτες, αγρότες και στρατιωτικοί, αλλά και επιστήμονες, δάσκαλοι, παπάδες και επιχειρηματίες, μικρού και μεγάλου βεληνεκούς. Αυτούς τους κακοποιούς, που δεν ήταν αριθμητικά πολλοί, στήριξε το κράτος, σ’ αυτούς στηρίχτηκαν οι μηχανισμοί ελέγχου και καταστολής, και, απ’ ό,τι φαίνεται, με τη δική τους νοοτροπία που κυριάρχησε έκτοτε, διαπαιδαγωγήθηκαν πολλές γενιές νεο-Ελλήνων. Κι απ’ αυτούς βγήκε το λαϊκό έρεισμα της δικτατορίας, απ’ αυτούς και το 30% που ψήφισε υπέρ του βασιλιά στο δημοψήφισμα του 1974, αμέσως μετά την προδοσία της χούντας που κόστισε τη μισή Κύπρο.
Έχει ρίζες, λοιπόν, ο δοσιλογισμός και η υποτέλεια των ημερών μας. Κι όσο πιο πίσω πηγαίνουμε στην ιστορία τόσο πιο βαθιά θα τις εντοπίζουμε. Μπορεί να μην είναι μόνο 10% το ποσοστό αυτών που πάντα αγωνίζονται για το ευγενές, το δίκαιο και το πατριωτικό, αλλά σίγουρα είναι πολύ μεγάλο το ποσοστό αυτών που είναι σταθερά, από γενιά σε γενιά, υπέρ της ολιγαρχίας του πλούτου, υποτελές στους ξένους κηδεμόνες, εχθρικό στα δημοκρατικά κινήματα. Τόσο μεγάλο και τόσο ριζωμένο που διαπερνάει με τις διακλαδώσεις του ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, πιο κεντρώο, πιο ουδέτερο, και δεν αφήνει ανέγγιχτο ούτε κάποια κομμάτια της Αριστεράς, από το σώμα της οποίας βγαίνουνε οι Λαζαρίδηδες, οι Δαμανάκηδες, οι Ψαριανοί, οι Κουβέληδες και οι Τατσόπουλοι. Εννοείται ότι αυτοί, οι τελευταίοι, οι αριστερογενείς και κομμουνιστογενείς, δεν είναι ταγματασφαλίτες και δοσίλογοι, αλλά είναι μέσα στην μεγάλη παράδοση αυτών που και με τους ταγματασφαλίτες και με τους δοσίλογους της κάθε εποχής μπορούν να συνυπάρχουν και, ενίοτε, να συνεργάζονται και να συμπλέουν.
Εξ ου και τα δηλητηριώδη, αισχρά και απάνθρωπα σχόλια και άρθρα εναντίον του Νίκου Ρωμανού. Πεποιθήσεις όχι μόνο διαδόχων δοσιλόγων και κουκουλοφόρων, αλλά και αποκυήματα γνωστών συμπολιτών μας που σκέφτονται και εκφράζονται σε αρμονία μ’ αυτή τη μεγάλη παράδοση του αυταρχισμού, της ξενοδουλείας και του μισανθρωπισμού.
Ανησυχητικές οι σκέψεις που μου προκάλεσε ο Δημήτρης με το τηλεφώνημά του. Ευτυχώς, που υπάρχουν οι Γλέζοι από τις παλιές γενιές και οι Ρωμανοί από τις καινούργιες, για να αποτελούν αντίβαρο στον παλιό και νέο δοσιλογισμό, και να διαψεύδουν, με τα έργα ή με τη στάση τους, τον φίλο μου τον Δημήτρη, που τον κατατρώει η απογοήτευση από την παθητικότητα του κόσμου και τον πλημμυρίζει η αγανάχτηση από τη συμπεριφορά των πιστών λακέδων του συστήματος, απογόνων των ταγματασφαλιτών και των μαυραγοριτών, αλλά και αριστερών που αυτομόλησαν στη δεξιά ή φλερτάρουν μαζί της για μερικά αργύρια δόξας και εξουσίας.
Υ.Γ. Αν ήμουν ο Ρωμανός, ο ιδεολόγος, θα ανησυχούσα πολύ από την εξέλιξη των πραγμάτων που με αφορούν. Το σύστημα υποχωρώντας, υπέστη ένα πλήγμα, αλλά έκανε ταυτόχρονα κι έναν ελιγμό που εμπεριέχει παγίδες για την ένταξη και την απονεύρωσή μου. Γι’ αυτό, μετά τη διακοπή της απεργίας πείνας, αρχίζει μια νέα μάχη πιο σύνθετη και πιο μακροπρόθεσμη. Πώς θα κρατήσω τώρα τη δυναμική αντισυστημική μου στάση; Θα επιστρέψω στην αδιέξοδη ατομική βία οπότε θα δικαιώσω τους εχθρούς μου ή θα εγκλωβιστώ στα θεμιτά όρια της νίκης μου περιορίζοντας τον εαυτό μου σε ένα φυλακισμένο με άδειες εξόδου φοιτητή; Το αγωνιστικό μου μήνυμα που πέρασε στην κοινωνία δεν είναι αμελητέο, αλλά και η νίκη μιας μάχης ούτε τελειώνει τον πόλεμο ούτε αποκλείεται να είναι πύρρεια. Έτσι κάπως θα προβληματιζόμουν, αλλά, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν είμαι ο Νίκος Ρωμανός.