Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την οπαδική βία, έπειτα από τον σοβαρό τραυματισμό αστυνομικού σε συμπλοκή με οπαδούς, αποτελούν ένα συνδυασμό παραπλανητικών-κατευναστικών για την κοινωνία μέτρων και οριοθετήσεων – μηνυμάτων προς τους παράγοντες του ποδοσφαίρου.

Η διεξαγωγή των αγώνων του πρωταθλήματος και του κυπέλλου κεκλεισμένων των θυρών για δύο μήνες, δεν αποτελεί απόπειρα να χτυπηθεί η οπαδική βία, ούτε βέβαια το οργανωμένο έγκλημα που θυμήθηκαν να καταγγείλουν διάφορα κυβερνητικά στελέχη. Επί της ουσίας η κυβέρνηση επιδιώκει να στείλει ένα μήνυμα στις ομάδες, στους προέδρους και στους οπαδικούς κύκλους που συνδέονται με αυτές μέσα από ένα ελεγχόμενο οικονομικό πλήγμα, το οποίο συγχρόνως δημιουργεί δυσαρέσκεια και σε πολλούς φιλάθλους.

Με αυτό τον τρόπο επιχειρείται να υπάρξει μια οριοθέτηση της κατάστασης και ειδικά των πιο δολοφονικών και δημόσιων εκφάνσεών της, ενώ η ίδια η ύπαρξη και η οργάνωση «ιδιωτικών στρατών» ορισμένων ολιγαρχών δεν φαίνεται να ενοχλεί. Παράλληλα, το θέμα αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις επειδή το θύμα αυτή την φορά είναι αστυνομικός. Κανονικά, αυτό δεν θα έπρεπε να αλλάζει κάτι, όμως είναι εμφανές ότι ο τόνος και οι μιντιακές κινήσεις που γίνονται είναι επαυξημένες και έχουν πολλούς παραλήπτες. Αυτή είναι μια ακόμη οριοθέτηση από τη μεριά της κυβέρνησης η οποία μέσα από την περιβόητη λίστα της αστυνομίας προσπαθεί να δείξει ότι το χτύπημα του «κράτους», των «δικών της παιδιών», αποτελεί κόκκινη γραμμή.

Όμως πέρα από μηνύματα και οριοθετήσεις τα μέτρα δεν έχουν πολλά να πουν: Οι κάμερες στα γήπεδα έχουν προαποφασιστεί ενώ οι δηλώσεις που γίνονται επί το πλείστον επιχειρούν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις. Ο δήθεν υποκινητής του οποίου το όνομα αρχικά υποτίθεται ότι ήταν γνωστό, τελικά αποτελεί τον άγνωστο χ της εξίσωσης. Αντίστοιχα, τα 200 ονόματα που πήγαν στον εισαγγελέα οι υπουργοί, έχουν ξαναδοθεί σε ένα πακέτο με 500 ονόματα λίγα χρόνια πριν, με το δικαστικό σώμα να τα θεωρεί εν πολλοίς άχρηστα καθώς δεν υπάρχει ολοκληρωμένη έρευνα από μεριάς της αστυνομίας. Αυτά και άλλα πολλά παρουσιάζονται στην κοινωνία ως μια σοβαρή κυβερνητική κίνηση, με την πραγματικότητα όμως να είναι εντελώς διαφορετική αφού εν τέλει πρόκειται για προπέτασμα καπνού. Την ίδια στιγμή ο ελέφαντας στο δωμάτιο παραμένει κοινό μυστικό: Στις παρυφές μεγάλων ομάδων στήνονται, χρηματοδοτούνται και δρουν ποικιλοτρόπως ιδιωτικοί στρατοί, οι οποίοι ενίοτε συγκρούονται είτε εκφράζοντας τις διαμάχες των ολιγαρχών, είτε βγάζουν τη βρώμικη δουλειά που χρειάζονται οι μεγάλες μπίζνες –νόμιμες ή/και παράνομες–, είτε κάνουν κουμάντο σε συνοικίες και πόλεις.

Φωνάζουν για αυστηρότητα, όχι για δικαιοσύνη

Πόσο αυστηρό ή αντίστοιχα πόσο θα αποτελεί «χάδι» το μέτρο για τη διεξαγωγή των αγώνων το πρωταθλήματος/κυπέλλου κεκλεισμένων των θυρών για δύο μήνες, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της οπαδικής βίας; Από την άποψη των διοικητικών κυρώσεων το μέτρο είναι αδιαμφισβήτητα ελαφρύ αλλά κυρίως απλαισίωτο – αποτελεί μια «πιστολιά στο αέρα».

Συνήθως αντίστοιχες κυρώσεις συμπεριλαμβάνουν την αφαίρεση βαθμών, τον αποκλεισμό από διοργανώσεις ακόμη και τον υποβιβασμό ομάδων που ταυτοποιούνται ως υπεύθυνες για παραβάσεις που τιμωρούνται με διοικητικά μέτρα. Υπερβολικό; Ίσως, αλλά όσα συμβαίνουν δίκαια δημιουργούν οργή και απαίτηση για τιμωρία των υπευθύνων. Όμως το ερώτημα δεν είναι αν τα μέτρα είναι αυστηρά ή όχι, αυτό δεν είναι το ζητούμενο. Το βασικό ερώτημα είναι αν όσα προωθούνται είναι αποτελεσματικά και βέβαια ως προς ποιο αποτέλεσμα. Διότι η συζήτηση γύρω από την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας γίνεται αποκλειστικά γύρω από την περιστολή ελευθεριών και την εφαρμογή αυστηρών ποινών. Περισσότεροι αστυνομικοί, περισσότερες κάμερες, ταυτοποίηση των πάντων και παντού, αυστηροποίηση των ποινών. Βέβαια όλα τα παραπάνω που συζητιούνται ως μια λύση σε βάθος χρόνου αφορούν πάντα μόνο την τιμωρία των φιλάθλων είτε πρόκειται για τους ενόχους –για τους οποίους που κανείς δεν διαφωνεί με την απονομή δικαιοσύνης– είτε για τη συλλογική τιμωρία και επιτήρηση όλων των φιλάθλων ως δυνητικά επικίνδυνων. Όσο για τη διεξαγωγή αγώνων κεκλεισμένων των θυρών αυτό πέρα από μεταφορά της πίεσης στις ΠΑΕ αποτελεί και μια συλλογική τιμωρία των φιλάθλων. Όσοι υποστηρίζουν πως δύο μήνες είναι λίγοι ή πως μόνο το ποδόσφαιρο δεν αρκεί, ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούν τι ζητούν: Να αποκλειστεί η πρόσβαση στον αθλητισμό συνολικά σε όλη τη χώρα μέχρι νεοτέρας;

Η διεξαγωγή των αγώνων του πρωταθλήματος και του κυπέλλου κεκλεισμένων των θυρών για δύο μήνες, δεν αποτελεί απόπειρα να χτυπηθεί η οπαδική βία. Επί της ουσίας η κυβέρνηση επιδιώκει να στείλει ένα μήνυμα στις ομάδες, στους προέδρους και στους οπαδικούς κύκλους που συνδέονται με αυτές μέσα από ένα ελεγχόμενο οικονομικό πλήγμα

Απαιτείται ένα πλαίσιο

Η λύση δεν βρίσκεται αποκλειστικά στην εφαρμογή αυστηρότερων μέτρων, χρειαζόμαστε ένα πλαίσιο που θα άπαντα συνολικά στο πρόβλημα και στις αιτίες του. Πρώτα από όλα χρειάζεται να κάνουμε μια διάκριση ανάμεσα στην οπαδική βία ως κοινωνικό φαινόμενο και στους οπαδικούς στρατούς που σχετίζονται με τους ολιγάρχες. Να αναγνωρίσουμε δηλαδή, ότι υπάρχει ένα πολυπλόκαμο δίκτυο που πέρα από τις επιθετικές του πλευρές έχει και εκείνες που φροντίζουν συχνά οι ένοχοι να πέσουν στα μαλακά ή και να μείνουν άγνωστοι. Η σύμφυση αυτών των δικτύων και των ολιγαρχών με το πολιτικό σύστημα είναι το απόστημα που πρέπει να σπάσει, οι σχέσεις τους με την κυβέρνηση, με τα μίντια που συντηρούν και βέβαια με τις ομάδες που αγοράζουν για να εξασφαλίσουν μια ορισμένη λαϊκή αποδοχή και δύναμη. Χαρακτηριστικά για αυτήν την κατάσταση είναι όσα διαρρέονται αυτές τις μέρες για την κόντρα Μαξίμου-Μαρινάκη και τις ανησυχίες των βουλευτών Πειραια της Ν.Δ. αλλά και το γεγονός ότι ο 18χρονος που έχει συλληφθεί μοιάζει να φοβάται να αποκαλύψει πρόσωπα και πράγματα δεδομένων όσων θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Κανένα μέτρο για το κοινωνικό φαινόμενο της οπαδικής βίας δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη ως προς αυτό. Για αυτό τον σκοπό αν υπήρχε βούληση θα μπορούσαν να γίνουν πολλά, ωστόσο η κυβέρνηση είναι εμπλεκόμενη σε αυτό το γαϊτανάκι. Άλλωστε σε άλλες περιπτώσεις είναι αποδεδειγμένο ότι η αστυνομία έχει τη δυνατότητα να διενεργεί εφόδους σε χώρους που θεωρεί «γιάφκες» ή θα μπορούσε κάλλιστα να συνοδεύει τα μέλη των συνδέσμων στα γήπεδα όπως κάνει σε τόσες πορείες και διαδηλώσεις.

Η αντιμετώπιση της οπαδικής βίας ως κοινωνικό φαινόμενο είναι μια εντελώς διαφορετική υπόθεση. Καταρχήν απαιτεί τη σύνδεση του αθλητισμού με την κοινωνία, δηλαδή την δημιουργία κοινοτήτων, την συμμετοχή κοινωνικών φορέων και την ενίσχυση των λιγότερο επαγγελματικών και διεφθαρμένων πτυχών του αθλητισμού. Θα έπρεπε να υπάρξει μια συνολική προσπάθεια ο αθλητισμός να αποτελεί ένα τομέα όπου οι νέοι άνθρωποι θα βρίσκουν χώρο να εκφραστούν, να κοινωνικοποιηθούν και να διασκεδάσουν. Να ζητείται από τις ομάδες να δίνουν δωρεάν στις κοινότητες τις αθλητικές τους εγκαταστάσεις ενώ εξασφαλίζουν την ασφάλειά τους. Ο αθλητισμός και το φίλαθλο πνεύμα να ενταχθούν στη σχολική και στην εξωσχολική ζωή, όχι απλά ως σποραδικά σεμινάρια ή ένα μάθημα αλλά ως οργανικό κομμάτι των δραστηριοτήτων και της κουλτούρας που προωθούνται.

Επιπλέον είναι αναγκαίο να αναζητηθεί ένα διαφορετικό πρότυπο για τον αθλητισμό στην χώρα, έστω και αν αυτός παραμένει κυρίαρχα επαγγελματικός. Δηλαδή, να μεταβούμε από το τρίπτυχο εταιρεία-πρόεδρος-συμμορία σε ένα μοντέλο όπου οι φίλαθλοι έχουν πιο ενεργή εμπλοκή στις ομάδες τους και θα υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τον πρόεδρο κάθε ομάδας είτε ως πρόσωπο είτε ως ρόλος. Ως προς αυτό, οι φορείς και οι παράγοντες του αθλητισμού, πρώην και νυν παίκτες, φίλαθλοι, οι εμπειρίες ομάδων και συνδέσμων του εξωτερικού, οι τοπικές κοινωνίες θα μπορούσαν να μετέχουν σε ένα ευρύτατο διάλογο με στόχο την εύρεση αυτής της απάντησης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μετέχουν άνθρωποι και φορείς που γνωρίζουν την κατάσταση και έχουν το κύρος να προτείνουν και προωθήσουν αλλαγές.


Βία και νεότητα 

Τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά νεανικής βίας. είτε αυτή είναι οπαδικά είτε πρόκειται για περιστατικά που εμφανίζονται εντός και γύρω από το σχολείο, οφείλουν να μας προβληματίσουν.

Μπορεί η μια πλευρά αυτής της υπόθεσης να είναι η βία που διαρκώς και σε ολοένα μεγαλύτερες ποσότητες δέχεται το κοινωνικό σώμα και κατόπιν την επιστρέφει υπό μορφή κανιβαλισμού μέσα από περιστατικά άγριας βίας. Ωστόσο στην περίπτωση των νέων θα πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μονάχα η γενική κατάσταση αλλά και η επίδρασή της στις μικρότερες και πιο ευάλωτες ηλικίες. Για παράδειγμά δεν είναι παράλογο κανείς να συσχετίσει τα όσα συμβαίνουν σήμερα, με τον αποκλεισμό και τη βία της πανδημίας και τις επιπτώσεις που είχε σε ό,τι αφορά τη στέρηση πολύτιμης κοινωνικοποίησης, αναντικατάστατης εμπειρίας αλλά και την εμφύσηση του φόβου και της απειλής του θανάτου στους νέους.

Αντίστοιχα, τα ίδια θα έπρεπε να αναλογιστούμε για την κατάσταση της χώρας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, μέσα στα οποία μεγάλωσαν οι σημερινοί νέοι/ες περιστοιχισμένοι από πολλαπλά αδιέξοδα και ματαιώσεις. Σήμερα, αν το μέλλον φαντάζει ως απειλή και αδιέξοδο για τους νέους, αυτό που μένει είναι το παρόν και συχνά η άντληση ικανοποίησης μέσα από το εφήμερο, τη δύναμη, την εικόνα, την αδρεναλίνη και τη βία. Επίσης δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το οπαδικό φαινόμενο δίνει ένα ισχυρό αίσθημα κοινότητας –όποια μπορεί να είναι αυτή– στους νέους, τους κάνει να νιώθουν ότι ανήκουν κάπου, ότι έχουν μια ταυτότητα και όλα αυτά σε μια εποχή όπου η κυρίαρχη αφήγηση και πολιτική στοχεύει στη διάλυση των μεγάλων συλλογικών ταυτοτήτων. Αλήθεια, πόσες τέτοιες κοινότητες υπάρχουν για τους νέους/ες σήμερα; Τι προσφέρεται για τους νέους/ες μετά το σχολείο που να είναι συλλογικό και να μην είναι ιδιωτικό; Πόσοι δημόσιοι χώροι, γήπεδα, πάρκα έχουν μείνει ανοιχτά, προσβάσιμα και ασφαλή στις μεγάλες πόλεις της χώρας; Πόσοι σύλλογοι; Πόσες δραστηριότητες; Ίσως αν αυτά υπήρχαν, αν δηλαδή υπήρχαν χώροι και τρόποι για να παραμένουν οι νέοι, νέοι, ίσως τότε ο οπαδισμός, η βία και ο μηδενισμός να μην έμοιαζαν τόσο ελκυστικά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!