Από τις εκλογές της 22ας Μαΐου προέκυψε ένα ιδιαίτερα αρνητικό πολιτικό τοπίο που προσθέτει δυσμενείς όρους για το λαό και τη χώρα. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός ενίσχυσης της Ν.Δ. του Μητσοτάκη, ενός αποτελέσματος κόλαφου για τον ΣΥΡΙΖΑ και μιας ανόδου του ΠΑΣΟΚ που το επαναφέρει με μια υπολογίσιμη δυναμική στο πολιτικό παιχνίδι, ενισχύει και σταθεροποιεί το ειδικό πολιτικό καθεστώς που έχει επικαθήσει στη χώρα με μοχλό τα μνημόνια. Γίνεται αναγκαίο να εκτιμήσουμε με ουσιαστικό τρόπο το «τι παίζεται» μέσα στις διαμορφούμενες συνθήκες και να προσπαθήσουμε να θέσουμε μερικά ουσιαστικά –δομικά περισσότερο παρά συγκυριακά– κριτήρια εν όψει της περιόδου που ανοίγεται. Πολύ περισσότερο που μια σειρά παραγόντων δίνουν στις δυνάμεις του συστήματος αυξημένες δυνατότητες χειρισμού των διαθέσεων των πολιτών και μεγαλύτερου μπλοκαρίσματος της δυνατότητας να συγκροτηθούν ουσιαστικές αντιστάσεις μπροστά σε όσα μεθοδεύονται.
Μια αφετηριακή εκτίμηση
Το «σύστημα Μητσοτάκη» που έχει κερδίσει τώρα μια αξιόλογη δυναμική προκειμένου να επιδιώξει μια ίσως και άνετη αυτοδυναμία μετά τις δεύτερες εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής, δεν εξαντλείται στη Ν.Δ. Εξακολουθεί να βασίζεται όπως και σε όλη τη διάρκεια της περιόδου 2019-2023, στη δομική και ευρύτατη συναίνεση από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ. Τώρα όμως έχει επιπρόσθετα χρεοκοπήσει ο ρηχός «αντιμητσοτακισμός» του ΣΥΡΙΖΑ και έχει έρθει βίαια στην επιφάνεια η σοβούσα επί μακρόν αδυναμία του να δώσει λύση στις αντιφάσεις του και να βρει ρόλο εντός του πολιτικού συστήματος που διαμόρφωσαν τα μνημόνια. Επιπλέον, συνολικά η κεντροαριστερά βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά με τα δύο της κόμματα να έχουν μπει σε φάση αναδόμησης απροσδιόριστης διάρκειας. Αυτή η ανισομετρία δίνει για το προσεχές διάστημα στον Μητσοτάκη σημαντικές αβάντες και είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να αναστραφεί με τακτικές διορθωτικές κινήσεις σαν αυτές που τις τελευταίες μέρες πέφτουν στο τραπέζι κατά κύματα (ορμώμενες από διαφορετικά κίνητρα: από τα πιο αγνά ενός κόσμου που ανησυχεί μέχρι τα σχετιζόμενα με τους πιο κυνικούς χειρισμούς των κομματικών επιτελείων) κάνοντας λόγο συχνά μάλιστα για «ιστορική ευκαιρία» που δεν πρέπει να χαθεί κ.λπ. Προτάσεις που γίνονται κυρίως υπό τη μορφή διαφόρων συσπειρώσεων των «αριστερών-προοδευτικών» δυνάμεων προς ενίσχυση, «προσωρινή έστω» και ενώπιον του κινδύνου επέλασης του Μητσοτάκη, του ΣΥΡΙΖΑ «παρά τις αμαρτίες του». Αλλά και υπό την μορφή (άμεσης ή έμμεσης) επαναπροσέγγισης του ΠΑΣΟΚ από μέρους κάποιων «αντιμνημονιακών αριστερών σοσιαλιστών» που βλέπουν και αυτοί αντιστοίχως «ευκαιρίες» για κάποια «ανάσταση» των πατριωτικών παρακαταθηκών του παπανδρεϊσμού κ.λπ. Είναι σχετικά με τα παραπάνω αναγκαίος ο σαφής πολιτικός μας διαχωρισμός. Γιατί λειτουργεί αρνητικά, η για άλλη μια φορά επιστράτευση της «μεγάλης ενιαίας αριστερής οικογένειας παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις, αντιρρήσεις κ.λπ.» απέναντι «στην επέλαση της Δεξιάς». Ιδιαίτερα στις παρούσες συνθήκες, όπου Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχουν εκδηλώσει ποικιλοτρόπως τη συναίνεσή τους σχετικά με τους επισπευδόμενους απ’ ό,τι δείχνουν τα πράγματα, σχεδιασμούς για «Πρέσπες στο Αιγαίο», συνεκμεταλλεύσεις, για αποστρατιωτικοποίηση νησιών, δυσμενείς διευθετήσεις στην Κύπρο κ.ά. Οι τρεις δυνάμεις ασφαλώς δεν ενεργούν ταυτόσημα. Οι χειρισμοί τους όμως, οι ιδεολογικές τους γραμμές, η κατεργασία που έχει υποστεί και συνεχίζει να υφίσταται απ’ όλους τους το κοινωνικό φρόνημα, ακόμα και τα μεταξύ τους μέτωπα αντιπαραθέσεων συλλειτουργούν αποδιαρθρωτικά για την δυνατότητα προβολής κοινωνικών αντιστάσεων μπροστά στα όσα προωθούνται. Άρα δεν πρέπει να μπούμε κάτω από μια τέτοια ομπρέλα. Είναι αναγκαίος (και είναι επιπλέον ώριμο αίτημα των καιρών) ο διαχωρισμός από τις δυνάμεις «της αριστεράς της παγκοσμιοποίησης», τόσο στη συριζική και την πασοκική-σοσιαλιστική, όσο και σε όποια άλλη εκδοχή τους ήθελε προκύψει μέσα στη σημερινή ρευστότητα.
Η αγωνία του κόσμου για διέξοδο δεν υπηρετείται με «λύσεις ευκολίας»
Γίνεται όμως πολλή συζήτηση τις τελευταίες μέρες με προτροπές να ενισχυθούν κάποια από τα κόμματα (είτε η Πλεύση Ελευθερίας, είτε το ΜέΡΑ25, είτε εν ανάγκη και το κόμμα Νίκη από τα δεξιά) »που έμειναν οριακά εκτός στις 22 Μαΐου προκειμένου με μια εξακομματική, ή επτακομματική Βουλή να εμποδιστεί η αυτοδυναμία του Μητσοτάκη. Πρέπει να πούμε εξ αρχής ότι μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες για μια διέξοδο με τους χιλιάδες πολίτες που έλκονται από τέτοιες «λύσεις». Είναι δικοί μας άνθρωποι. Όμως νομίζουμε ότι η συζήτηση και πάλι αποπροσανατολίζει, πρώτα απ’ όλα γιατί αρνείται να διαβάσει την πραγματικότητα όπως είναι. Δεν έχουμε μια κατάσταση που παίζεται στην κόψη του ξυραφιού και θα κριθεί από τέτοιες πρωτοβουλίες. Η Ν.Δ. υπό τον Μητσοτάκη σταθεροποιείται σαν επιθετικός διαχειριστής του ειδικού πολιτικού καθεστώτος για σαφείς «δομικούς» λόγους, τους ίδιους εκείνους για τους οποίους κάναμε νύξη παραπάνω και εξ αυτού διαθέτει ήδη αρκετές εφεδρείες που της δίνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων ακόμα και στη μάλλον απίθανη περίπτωση που δεν θα εξασφάλιζε τυπικά την αυτοδυναμία.
Επειδή έχει παρέλθει η «εποχή της αθωότητας» και η παρούσα στιγμή είναι πολύ αξιοποιήσιμη για να συνοψιστεί η εμπειρία των τελευταίων χρόνων, αξίζει να θέσουμε εδώ μερικά ουσιαστικά κριτήρια. Κατ’ αρχάς έχουμε δύο κόμματα τη Νίκη από τα δεξιά με υποστήριξη εκκλησιαστικών και επιχειρηματικών κύκλων, και την Πλεύση Ελευθερίας από αριστερά, που εμφανίστηκαν μέσα στις τελευταίες βδομάδες προβαλλόμενα απλόχερα από ένα μιντιακό σύστημα που θάβει ό,τι κινείται έστω και καθ’ υποψία έξω από τις σκοπιμότητες χειραγώγησης της κοινής γνώμης που υπηρετεί. Πέρα από επιμέρους προθέσεις που δεν μπορούν άλλωστε να διευκρινιστούν, η ανάδυσή τους ή και η απότομη συμπίεσή τους εφόσον η ρευστότητα του πολιτικού τοπίου αποδειχτεί επικίνδυνη για τον Μητσοτάκη, ενσωματώνεται άνετα μέσα στο πλαίσιο των ποικίλων χειρισμών που επιχειρούνται: Του διεμβολισμού της Ελληνικής Λύσης και της παροχής εφεδρειών στήριξης στον Μητσοτάκη εφόσον χρειαστεί από πλευράς του κόμματος Νίκη, ή αντίστοιχα της παρεμβολής θορυβωδών αντιπερισπασμών στον ΣΥΡΙΖΑ από πλευράς Πλεύσης Ελευθερίας. Ο προσωποπαγής χαρακτήρας, η εμφάνιση την τελευταία στιγμή με επιτηδευμένα γενικόλογο αγαπησιάρικο στυλ και ακόμα περισσότερο η πολιτική κενότητα συνθημάτων του τύπου «Δώσε ΖΩΗ στη Βουλή» που ορίζουν την Πλεύση Ελευθερίας είναι εκδηλώσεις (όχι οι μοναδικές βέβαια) μιας «αμερικανοποίησης» της πολιτικής ζωής πολύ έντονης το τελευταίο διάστημα. Είναι «πολύ λίγες» ως απάντηση στις απαιτήσεις του σήμερα και αποπροσανατολίζουν. Το ίδιο –από άλλο δρόμο– και η αναπαραγωγή της αδυναμίας ανάγνωσης της πραγματικότητας και εξαγωγής σοβαρών συμπερασμάτων από πλευράς Γ. Βαρουφάκη και των συμμαχικών του δυνάμεων.
Και εν τέλει τι; Μερικά απαραίτητα συμπεράσματα
Πρώτα απ’ όλα η σταθεροποίηση είναι σχετική. Την ενισχύει η αποδιοργάνωση του λαϊκού παράγοντα, την υπονομεύουν όμως οι ενδογενείς δομικές αδυναμίες της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί: ο μεταπρατισμός, η εξαρτημένη και ασθενής παραγωγική βάση από τη μια, τα αδιέξοδα της οργανικής υποτέλειας των ελληνικών ελίτ από την άλλη μέσα σε μια συνθήκη πίεσης για επίσπευση μεγάλων αναδασμών στην περιοχή, αδυνατίζουν και κλονίζουν τους όρους ύπαρξης της χώρας, παράγοντας αστάθεια. Μια μονοκομματική διαχείριση φαίνεται πολύ ανεπαρκής για την αντιμετώπιση των όσων έρχονται με φόρα. Κατά δεύτερο, το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται συνολικά εντελώς ακατάλληλο για την προάσπιση της κυριαρχίας της χώρας. Του κομβικού ζητήματος που ορίζει σήμερα όλα τα υπόλοιπα. Είναι χαρακτηριστική η ομόφωνη συσκότιση αυτών των θεμάτων (των όρων για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, της ανάγκης κερδίσματος βαθμών αυτοτέλειας-κυριαρχίας για τη χώρα και τον λαό) από μέρους όλου του πολιτικού φάσματος. Και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο επιπλέον ειδικότερος αρνητικός ρόλος που παίζουν οι δυνάμεις της Αριστεράς στον αφοπλισμό του λαού μπροστά στις δυσκολίες που έρχονται. Εν όψει των επερχόμενων εκλογών, καμία ευκαιριακή «φαεινή» επιφανειακού «αντιμητσοτακισμού» δεν μπορεί να αναστρέψει το πολιτικό μπλοκάρισμα που υπάρχει, ούτε στοιχειωδώς καν. Αυτό που απαιτείται είναι η οικοδόμηση προϋποθέσεων ενός μεγάλου πολιτικού κινήματος διεξόδου ικανού να υπερκεράσει τις οχυρώσεις που του παρεμβάλλει το παρόν πολιτικό σύστημα. Και μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι υπόθεση μιας κάποιας «ευκαιρίας», ενός «κόλπου» ή μιας μυθοποιημένης «ρήξης». Είναι μια κοπιώδης διαδικασία, διανοητική και πολιτικοπρακτική ικανή να υποστηρίξει τη διεξαγωγή ενός παρατεταμένου αγώνα. Μ’ αυτή την ιδέα πρέπει να εξοικειωθούμε, αυτή την ιδέα πρέπει να προβάλουμε.